Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού
κατά το έτος 82, ζούσε στην πόλη του Μαρκιανού η Αγία αυτή Σεβαστιανή,
κηρύττοντας τον Χριστό και συκοφαντήθηκε στον ηγεμόνα Σέργιο ως Χριστιανή. Αφού
παρουσιάσθηκε λοιπόν μπροστά του, ομολόγησε ότι πιστεύει στον Χριστό και ότι
διδάχθηκε και βαπτίσθηκε από τον Απόστολο Παύλο και ότι είναι έτοιμη να
πεθάνει για τον Χριστό. Γι’ αυτό αρχικά την έδειραν σε όλο το σώμα με σφαίρες
μολυβένιες, έπειτα την έβαλαν στη φυλακή. Εκεί της εμφανίσθηκε ο Απόστολος
Παύλος και της είπε· «Χαίρε και μη λυπάσαι, διότι θα πας δεμένη και στη δική
σου πατρίδα για την ομολογία του Χριστού». Μετά λοιπόν από επτά ημέρες την
έβγαλε ο άρχοντας από την φυλακή. Και αφού έκαψε δυνατά ένα καμίνι, διέταξε να
βάλουν σ’ αυτό την Αγία. Τότε την ερριξαν στο καμίνι και έμεινε μέσα αρκετή
ώρα. Παραμένοντας όμως άβλαβής, βγήκε έξω και έκανε όλους να θαυμάζουν και να
απορούν πολύ. Κατόπιν, την ώρα που η Μάρτυς προσευχόταν, έγινε ένας θόρυβος
από τον ουρανό και μία αστραπή και βροντή. Έπεσε ακόμη και τόσο πολύ χαλάζι,
ώστε έσβησε τη φωτιά της καμίνου, αλλά και πολλοί από αυτήν τη χαλαζόπτωση
κινδύνεψαν να πεθάνουν. Αλλά και αυτός ο ηγεμόνας έφυγε από το φόβο του με
όσους παρευρίσκονταν εκεί.
Μετά από αυτά της λέει ο ηγεμόνας· «Ποιά
είσαι εσύ; και ποιά είναι η κατάστασή σου; και από ποιά χώρα κατάγεσαι»; Η Αγία
όμως σιωπούσε. Μαθαίνοντας όμως από τους παρευρισκομένους, ότι ήταν από την
μητρόπολι της Ηράκλειας, την έστειλε δεμένη στον εκεί ηγεμόνα.