π.
Δημητρίου Μπόκου
α.
Οἱ θλίψεις
Δὲν
ξέρω πῶς βρέθηκα ἐδῶ.
Ἔτρεχα
πανευτυχής!
Μὲ
τὸ καπέλο στὸ δεξί μου χέρι,
πίσω
ἀπὸ μιὰ πεταλούδα φωσφορίζουσα,
ποὺ
μ’ ἔκανε τρελὸ ἀπὸ χαρά.
Καὶ
ξάφνου γκάπ, σκοντάφτω.
Καὶ
δὲν ξέρω τί ἔγινε ὁ κῆπος!
Τὸ
σκηνικὸ ἄλλαξε ἐντελῶς:
Αἷμα
κυλᾶ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴ μύτη μου.
Εἰλικρινὰ
δὲν ξέρω τί συνέβη.
Ἢ σῶστε
με ἀμέσως,
ἢ
φυτέψτε μου μιὰ σφαίρα στὸν αὐχένα!