Είχε έρθει στο Καλύβι ένας άθεος μέχρι το κόκκαλο. Αφού
είπε διάφορα, μετά μού λέει: «Εγώ είμαι εικονομάχος». Από εκεί πού δεν πίστευε
τίποτε, ύστερα έλεγε ότι είναι εικονομάχος. «Βρε αθεόφοβε, τού λέω, εσύ αφού
δεν πιστεύεις σε τίποτε, τι μού λες ότι είσαι εικονομάχος;
Τότε, τον καιρό τής Εικονομαχίας [2], μερικοί
Χριστιανοί από υπερβολικό ζήλο έπεσαν σε πλάνη, έφθασαν στην άλλη άκρη, και
μετά ή Εκκλησία τοποθέτησε το θέμα· δεν είναι ότι δεν πίστευαν». Υποστήριζε εν
τω μεταξύ όλη την σημερινή κατάσταση. Μαλώσαμε εκεί πέρα.
«Καλά, του λέω, κατάσταση είναι αυτή; Δικαστικοί να φοβούνται να δικάσουν,
να κάνουν μηνύσεις για εγκληματίες και να τους απειλούν ό ένας και ό άλλος
και να αναγκάζονται να τις αποσύρουν; Και τελικά ποιοί κυβερνούν; Σε
αναπαύει αυτή ή κατάσταση; Υποστηρίζεις αυτούς; Εσύ είσαι εγκληματίας. Γι'
αυτό ήρθες; Άντε, φύγε Από εδώ!». Τον έδιωξα.