Ο ήλιος έπεφτε στην δύσι. Τα πρωϊνά του Όρους είναι
μυρωμένα· μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί
βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το
φως...».
Το διώχνουν θά 'λεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές,
τα γλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων. Αλλά και τ' απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη.
Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο
μοναχός θα κρύψη πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις.
Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει.
Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα
σύννεφα των παθών. Ω! τα δειλινά του Όρους! Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα
Χάρι, τυλιγμένα στην σιωπή.