Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Περί τῆς ἀνεκφράστου ὡραιότητος τῆς Ἀειπαρθένου

Τοῦ Μοναχοῦ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός
Εἰς τὸ Παρίσιον ἦτον ἕνας ἐνάρετος κληρικὸς σοφὸς ἄνθρωπος, ὅστις μὲ τὴν καλλιγραφίαν ἐπορεύετο. Οὗτος οὖν ὁ ἁγιώτατος ἄνθρωπος εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν Παναγίαν, καὶ ἐπεθύμα νὰ ἰδῇ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὴν ἔνδοξον αὐτῆς ὡραιότητα. Ἔχοντας οὖν τὸν πόθον αὐτὸν ἱκανὸν καιρόν, καὶ πολλάκις περὶ τούτου τῷ Θεῷ προσευξάμενος, ἐπήκουσεν αὐτοῦ ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν Κύριος, καὶ ἦλθεν Ἄγγελος οὐρανόθεν, καὶ λέγει του. Ἡ Βασίλισσα τῆς οἰκουμένης ἐπήκουσε τῆς δεήσεώς σου, καὶ ἀπέστειλέ με νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ ἑτοιμασθῇς, καὶ τὴν Κυριακὴν τῇ ὥρᾳ τοῦ Ὄρθρου ἔρχεται νὰ τὴν ἰδῇς, πόσην ὡραιότητα ἔχει, καὶ πάλιν ὄχι ὁλοκλήρως, καθὼς εἶναι εἰς τοὺς Οὐρανούς, ἀλλὰ ὅσον χωρεῖ νὰ ἰδῇ ἡ φύσις τῆς ἀνθρωπότητος· πλὴν γίνωσκε, ὅτι ἀπὸ τὴν τόσην λαμπρότητα ἔχεις νὰ ὑστερηθῇς τοῦ φωτὸς νὰ μείνῃς ὁλότυφλος.