Ενας συμμοναστής του
μᾶς εἶπε: -῞Οταν γέρασε ὁ Γέρω-᾽Αρσένιος καθόταν στό κελί του σέ μία καρέκλα
καί ἔλεγε τήν εὐχή στραμμένος πρός τίς εἰκόνες. Μιά μέρα ἦταν πολύ χαρούμενος
καί εἶπε σέ συμμοναστή του: «῎Εχει μία χαρά ἡ ψυχή μου, τρέλα χαρᾶς, τώρα πού θά
φύγω ἀπ᾽ αὐτόν τόν κόσμο».
Τήν ἄλλη μέρα ὅμως
ἦταν κατηφής καί στενοχωρημένος. -Τί ἔχεις, π. ᾽Αρσένιε; τόν ρώτησε ὁ ἴδιος
μοναχός.
-Τί νά σοῦ πῶ!
Κοιτάζω τίς εἰκόνες καί γυρνάει ἡ Μαννούλα (Παναγία) τό πρόσωπό της ἀλλοῦ, δέ
θέλει νά μέ δεῖ, τό ἴδιο κι ὁ Χριστός κι ὁ ῞Αγιος Νικόλαος… Μά τί σᾶς ἔφταιξα;
τούς λέω.
Αὐτό κράτησε γιά 3 -
4 ἡμέρες ἀκόμα. ῞Ομως τήν Πέμπτη ὁ π. ᾽Αρσένιος ἦταν πάλι χαρούμενος,
κατενυγμένος, δακρυσμένος καί ἐξήγησε τήν ἀλλαγή του: -῎Αρχισα νά ψάχνω τί
φταίει. Καί σκέφτηκα μήπως ἐκεῖνος ὁ λόγος πού εἶπα ὅτι ἔχει μία χαρά ἡ ψυχή
μου πού θά φύγει ἀπό τόν κόσμο, μήπως αὐτό εἶναι ὑπερηφάνεια;