τοῦ κ. Γεωργίου Θ. Μηλίτση, διδασκάλου
Ο ἥλιος ἤδη εἶχε γείρει ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ ῎Αθωνα, ὅταν φτάσαμε καταϊδρωμένοι καί κατάκοποι ἔξω ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Κουτλουμουσίου. ᾽Εκεί ἦταν καί ἄλλοι προσκυνητές πού περίμεναν νά ἀνοίξει ἡ κεντρική εἴσοδος τῆς μονῆς.
Γιατί ἄραγε νά εἶναι κλειστή; ἀναρωτηθήκαμε. Οἱ ἀπαντήσεις πού δώθηκαν ἦταν πολλές καί ποικίλες. ῾Η σωστή ἀπάντηση δόθηκε σέ λίγο, ὅταν ἀντικρίσαμε μία ὁμάδα μοναχῶν νά ἔρχονται ἀπό τήν πλευρά τῶν Καρυῶν. Μπροστά ἦταν ὁ ἡγούμενος καί ἀκολουθοῦσαν οἱ πατέρες. «Εὐλογεῖται, Γέροντα» εἴπαμε ὅλοι μέ μιά φωνή. «῾Ο Κύριος, παιδία μου, νά σᾶς εὐλογεῖ» ἀπάντησε ὁ ἠγούμενος, «σᾶς κάναμε καί περιμένατε, ὅπως βλέπετε ὅλοι μας εἴμασταν στούς κήπους τῆς Μονῆς, γιατί ἔπρεπε νά γίνουν ὁρισμένες γεωργικές ἐργασίες, σέ λίγο, ἀφοῦ ἐτοιμαστοῦν οἱ Πατέρες, θά ἀνοίξει ἡ πόρτα, καί θά μπῆτε στό μοναστήρι».