Τα πρῶτα χρόνια
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε τὸ
213 μ.Χ. Ἀρχικὰ ὀνομαζόταν Θεόδωρος καὶ οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν Ἕλληνες εἰδωλολάτρες
καὶ εἶχαν μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου (γνωστὴ στὴν
ἀρχαιότητα καὶ ὡς Καβηρία, Διασπολις καὶ Σεβαστῆ, τὸ σημερινὸ Νικσάρ).
Ἀπὸ πολὺ νέος ὁ Γρηγόριος
ἐπιδόθηκε μὲ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, στὰ γράμματα. Ἀπ’ ὅλους, ὅμως,
διακρινόταν, γιὰ τὴ φιλομάθεια, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν φλογερή του ἐπιθυμία, νὰ
γίνει μιὰ μέρα ἕνας ξακουστὸς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων. Στὰ δεκατέσσερά του χρόνια ἔχασε
τὸν πατέρα του. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ αἰσθάνθηκε μιὰ βαθειὰ ἕλξη καὶ συμπάθεια
πρὸς τὴ Χριστιανικὴ θρησκεία.
Γίνεται μαθητὴς τοῦ Ὠριγένους
Μετὰ τὴ στοιχειώδη ἐκπαίδευσή
του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀθηνόδωρο, πῆγαν στὴ Βηρυτὸ γιὰ
νὰ σπουδάσουν νομικά. Ἀλλὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο στὴν Καισαρεία, εἶχε ἀνοίξει τὴν
περίφημη Σχολὴ τοῦ ὁ Ὠριγένης. Τὰ παιδιὰ τὸν παρακολούθησαν καὶ ὁ διάσημος
διδάσκαλος μὲ τὴν ἀπέραντη πολυμάθεια, τὴν κριτικὴ δεινότητα, τὴν ἠθικὴ δύναμη,
τὴν γοητεία τῆς διδασκαλίας καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή του, τοὺς σαγήνευσε καὶ τοὺς
δέσμευσε πλησίον του.