Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔζησε τόν 4ο μ.Χ. αἰ. ἐπί βασιλέως Ἀρκαδίου. Ζοῦσε στήν Βηθλαδά
τῆς Περσίας καί καταγόταν ἀπό ἐπίσημο γένος. Ἦταν φίλος μέ τόν βασιλιά τῶν
Περσῶν, Ἰσδιγέρδη.
Παρασυρμένος ἀπό αὐτή τή φιλία του, ὁ Ἰάκωβος ἀπαρνήθηκε
τήν πίστη του στόν Χριστό. Γιά νά εὐχαριστήσει τόν Ἰσδιγέρδη, ἄφησε τόν ἑαυτό
του νά χαθεῖ μέσα στήν ψευδαίσθηση τοῦ πλούτου τῶν ἀνακτόρων. Ὅταν τό ἔμαθαν
αὐτό ἡ μητέρα καί ἡ γυναίκα του, οἱ ὁποῖες ἦταν εὐσεβεῖς καί πιστές χριστιανές
λυπήθηκαν καί ἐξοργίστηκαν. Καί οἱ δυό λοιπόν τόν ἐπιπλήξανε γιά τή στάση του
καί τοῦ δήλωσαν ὅτι δέν ἤθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αὐτό τό μικρό πλῆγμα,
ἐπανέφερε τόν Ἰάκωβο στόν ἴσιο δρόμο. Τόν ἔκανε νά διαπιστώσει τό χάσμα τό
ὁποῖο δημιούργησε.