Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης (27 Νοεμβρίου)

Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔζησε τόν 4ο μ.Χ. αἰ. ἐπί βασιλέως Ἀρκαδίου. Ζοῦσε στήν Βηθλαδά τῆς Περσίας καί καταγόταν ἀπό ἐπίσημο γένος. Ἦταν φίλος μέ τόν βασιλιά τῶν Περσῶν, Ἰσδιγέρδη.
Παρασυρμένος ἀπό αὐτή τή φιλία του, ὁ Ἰάκωβος ἀπαρνήθηκε τήν πίστη του στόν Χριστό. Γιά νά εὐχαριστήσει τόν Ἰσδιγέρδη, ἄφησε τόν ἑαυτό του νά χαθεῖ μέσα στήν ψευδαίσθηση τοῦ πλούτου τῶν ἀνακτόρων. Ὅταν τό ἔμαθαν αὐτό ἡ μητέρα καί ἡ γυναίκα του, οἱ ὁποῖες ἦταν εὐσεβεῖς καί πιστές χριστιανές λυπήθηκαν καί ἐξοργίστηκαν. Καί οἱ δυό λοιπόν τόν ἐπιπλήξανε γιά τή στάση του καί τοῦ δήλωσαν ὅτι δέν ἤθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αὐτό τό μικρό πλῆγμα, ἐπανέφερε τόν Ἰάκωβο στόν ἴσιο δρόμο. Τόν ἔκανε νά διαπιστώσει τό χάσμα τό ὁποῖο δημιούργησε.

Οι Τρεις Άγιοι του Πόνου και της Ελπίδας

Θ.Π.: Μία εικόνα σαν κι αυτή δόθηκε «υπέρ υγείας», ακριβώς πριν από 10 χρόνια από κάποιους σε ένα μικρό καλυβάκι  κοντά στις Καρυές του Αγίου Όρους. Το γεροντάκι που έμενε στην καλύβι μόλις πήρε στα χέρια του την εικόνα χαμογέλασε περίεργα αλλά τόσο γλυκά, έπειτα  την σήκωσε στον αέρα λες και ήθελε να δει μέσα της. Ύστερα την κατέβασε, την πήρε μέσα στα χέρια του και την φίλησε με πολλή στοργή. Τους γνώριζε όλους αλλά δεν το είπε… Ίσως του φαινόταν περίεργο που έβλεπε τους συνασκητές του σε εικόνα. Την πήρε με μεγάλη ευλάβεια και την έβαλε στο ατημέλητο αλλά συνάμα  και γεμάτο εικόνες κρεβάτι του.
Καμιά φορά την παίρνει στα χέρια του και την φυλάει με πολλή στοργή. Στη συνέχεια την γυρίζει από πίσω και διαβάζει….  «ΜΝΉΣΘΗΤΙ ΚΎΡΙΕ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΣΟΥ……»
Είναι βαθειά πεποίθηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι κάθε εποχή έχει τους δικούς της Αγίους και ότι δεν υπάρχει εποχή χωρίς Αγίους. Ο Άγιος της κάθε εποχής είναι η ζωντανή απόδειξη και κατάδειξη της Χάριτος του Χριστού, της αγάπης του Πατρός και της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος εν τόπω και χρόνω, ανάμεσά μας. Όταν ένας Άγιος φεύγει από τον κόσμο αυτό για την ουράνια κατοικία του, αφήνει στην γενιά που τον γνώρισε το προνόμιο του Ιωάννου του Ευαγγευλιστού. Να μπορεί η γενιά αυτή να αναφωνεί το «όν ακηκόαμεν, όν έωρακαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ον εθεασάμεθα, και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α΄Ιω. 1,2).

“ΜΕ ΕΣΤΕΙΛΕ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ ΤΙ ΤΟΥ ΒΡΩΜΑΕΙ”

Κάποτε ένας γέροντας μοναχός κατέβαινε από το βουνό με τον υποτακτικό του στην πόλη. Όπως κατέβαιναν λοιπόν, αριστερά του δρόμου βρίσκονταν ένα ψόφιο ζώο, και καλοκαίρι όπως ήταν βρωμούσε. Μπροστά τους όμως πήγαινε ένας ψηλός, ο οποίος πέρασε χωρίς να πιάσει τη μύτη του από τη βρώμα, εφ’ όσον αυτοί, αν δεν πιάναν την μύτη τους, δεν μπορούσαν να περάσουν.