Μπροστὰ σ' ἕναν
καθρέπτη μᾶς τοποθετεῖ σήμερα ὁ Χριστός, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ
νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτὸ μας: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ
ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», δηλ. αὐτὸ ποὺ θέλετε νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι γιὰ σᾶς,
αὐτὸ νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς σ' ἐκείνους.
Μιὰ τέτοια στάση οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο ἀποφασιστικὸ βῆμα, γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ τέτοια στάση δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας κανόνας καλῆς ἐξωτερικῆς καὶ τυπικῆς συμπεριφορᾶς, δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα πλαίσιο, ὥστε νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας πάνω στὴν ἀμοιβαιότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη. Ἡ ἀμοιβαιότητα τοῦ χρυσοῦ κανόνα (νὰ φέρεσθε πρὸς τοὺς ἀλλοὺς ὅπως θὰ θέλατε νὰ φερθοῦν σὲ ἐσᾶς ὑπαινίσσεται, ἀσφαλῶς, τὴ δικαιοσύνη, δὲν περιορίζεται, ὅμως, σὲ αὐτή. Καὶ ἐδῶ γεννιέται τὸ ἐρώτημα, πῶς συνυπάρχει στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία στὸ ἔσχατο ὅριό της φτάνει στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς, μὲ τὴ δικαιοσύνη.