Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

☦Έφυγαν οι γέροντες και μείναμε ορφανοί;

Βλέπετε οι σύγχρονοι Γέροντες, ο π. Πορφύριος, ο π. Παίσιος, ο π.Γεράσιμος, ο π. Ιάκωβος, κοιμήθηκαν σχεδόν κοντά ο ένας στον άλλον και σκεπτόμενος αυτό ο κ. Εμμανουηλίδης(Αρεοπαγίτης επί τιμή) στο γραφείο του με παράπονο μου είπε μια μέρα:

«Τι θα γίνει τώρα; Έφυγε ο π. Πορφύριος, έφυγε ο π. Παίσιος, έφυγε και ο π. Ιάκωβος που ήταν πιο προσιτός σε μας, γιατί τον βλέπαμε πιο συχνά και εξομολογούμεθα στο πετραχήλι του, τι θα γίνει τώρα, μείναμε ορφανοί;».

☦ Δυο εβδομάδες στον Παράδεισο

Δεν μπορούσα να υποφέρω το φοβερό κρύο και τον αέρα, γιατί ήμουν γυμνός και ξυπόλητος και άστεγος. Κατέφυγα λοιπόν στους φτωχούς, τους ομοίους μου, αλλά και αυτοί δεν με δέχονταν.

Με σιχαίνονταν και με έδιωχναν με τα ραβδιά τους σαν σκύλο. Τόπο να καταφύγω και να σωθώ δεν εύρισκα. Απελπίστηκα. Φοβήθηκα πως θα πεθάνω.

«Ας είναι δοξασμένο», είπα, «το όνομα του Θεού, γιατί και αν ακόμη πεθάνω, θα μου λογισθεί σαν μαρτύριο. Ο Θεός δεν είναι άδικος. Αυτός που έστειλε την παγωνιά, θα μου δώσει και την υπομονή».

☦”Κωστή εμείς δεν έχουμε. Ο Θεός όμως πάντα έχει και πρόσεχε…”

Κάποτε επισκέφτηκε κάποιος τον Άγιο Νεκτάριο και του είπε:

- Σεβασμιότατε, χρωστώ 25 δραχμές (πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη).

Αύριο το γραμμάτιο λήγει και πάω χαμένος...

Δεκάρα δεν έχω και σε παρακαλώ να με βοηθήσεις.

Ο Άγιος Νεκτάριος καλεί τον ταμία του και του λέει:

- Κωστή, δώσε 25 δραχμές στον άνθρωπο.

Και φωνάζει από μέσα ο Κωστής στον Άγιο και του λέει:

- Δεν έχουμε Σεβασμιότατε.

☦ Στέλλα το άστεγο σπουργιτάκι του Θεού και των Αθηνών (†3 Ιουνίου 2005)

 Με την Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στην Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι την διέταζαν και αυτή υπήκουε άμεσα και με χαμόγελο. Στέλλα, εδώ, Στέλλα, εκεί. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της.

Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το «Δόξα σοι, ο Θεός».

Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μας ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλωσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε.

☦ Η ΠΑΝΑΓΙΑ η ΔΕΞΙΑ στην Αν. Είσοδο (Νεά ΧΡΥΣΗ ΠΥΛΗ) της Συμβασιλευούσης Θεσσαλονικής εορτάζει τα ΕΙΣΟΔΙΑ και βλέπει συνέχεια στην ΚΑΘ ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗ - ΤΙΠΟΤΕ ΤΥΧΑΙΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΜΑΣ

Πόσοι από εμάς  και πόσες φορές δεν την προσκυνήσαμε την ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ της Θεσσαλονικής που σήμερα υπό συνθήκες Πανδημίας δοκιμάζεται.

Εκεί στο ΘΡΟΝΟ της στο περικαλλές παρεκκλήσιο του Ιερού Ναού των Εισοδίων της Υπεραγίας της Θεοτόκου επί της Αρχαίας και σημερινής Εγνατίας οδού, μια στάλα απόσταση από την γνωστή αψίδα του Γαλεριανού, η ΠΑΝΑΓΙΑ δέχεται  τα ευχαριστώ μας και τις παρακλήσεις μας.

☦ Ο ουρανός πάνω στη γη… Η Θεία Λειτουργία!

Θ.Π.: Άγιε Γέροντα, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών !!!

Ένα θαυμαστό περιστατικό για τις ψυχές που έχουν ανάγκη!

… Αν είναι σωσμένος ο άνθρωπος, αυξάνει η ανάπαυση του. Βγάζουμε στην Λειτουργία μερίδες για την Παναγία, τα δώδεκα τάγματα των Αγγέλων, τους Αγίους. Γιατί να τους βγάλουμε μερίδες, αφού είναι σωσμένοι κοντά στον Θρόνο του Θεού;

Τις βγάζουμε, γιατί αυξάνει, μεγαλώνει η δόξα τους. Ο Θεός προσθέτει, προσθέτει δόξα και ποτέ δεν εξαντλείτε στο να δίνει ανάπαυση στις ψυχές.

☦ Ο ουρανός πάνω στη γη… Η Θεία Λειτουργία!

Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου.

Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του αγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.

☦ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ

 Θ΄ Λουκᾶ: Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ιβ΄ 16-21

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­­­την· ἀνθρώπου τι­νὸς πλουσίου εὐφό­ρησεν ἡ χώρα· καὶ δι­ελο­γίζετο ἐν ἑαυτῷ λέ­γων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀ­ποθήκας καὶ ­μείζονας οἰκοδο­μήσω, καὶ συ­­νά­ξω ἐκεῖ πάντα τὰ γε­­νήμα­τά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔ­­­χεις πολ­­λὰ ἀγαθὰ ­κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐ­τῷ ὁ Θεός· ἄ­­φρον, ταύτῃ τῇ νυ­­­κτὶ τὴν ψυχήν σου ­ἀ­­­παιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμα­σας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυ­ρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέ­­γων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.