Του Γιάννη Πρόφη Λαογράφου-συγγραφέα
Εκείνο το
ανοιξιάτικο πρωινό η θεία Κούλα ξύπνησε με τα κοκόρια κι άρχισε να ετοιμάζεται
για τη λειτουργία που θα έκανε μαζί με τη μητέρα της, τη γιαγιά Χρυσούλα, στο
ξωκλήσι της Παναγίας του Σκουπέρη. Είχανε από μέρες κανονίσει με τον
παπά-Δημήτρη τη μέρα και την ώρα της λειτουργίας, μέρα καθημερινή. Αυτός θα
πήγαινε στο ξωκλήσι με το γαϊδούρι του, αυτές ποδαρόδρομο. Μάνα και κόρη είχανε
από τότε συνεννοηθεί ποια από τα χρειαζούμενα της λειτουργίας θα έπαιρνε μαζί
της η καθεμιά: Η μάνα θα έπαιρνε το μπουκάλι με το γλυκό κρασί για τη θεία
κοινωνία, το λάδι και το πρόσφορο. Η κόρη τα κεριά, τα λουμίνια, τα σπίρτα, το
λιβάνι, τα καρβουνάκια κι ένα κλωνάρι βασιλικό. Κι από το προηγούμενο βράδυ
ετοίμασε η καθεμιά στο σπίτι της τα πράματα που έπρεπε να πάρει μαζί της, ώστε
αύριο το πρωί να τα είχε έτοιμα. Η θεία Κούλα ετοίμασε τα κεριά από «ντίλα»,
όπως έλεγαν τη κερήθρα, και τ’ άλλα πράματα που είχανε συμφωνήσει, τα έβαλε στο
ταγάρι κι έπεσε νωρίς να κοιμηθεί.