"«τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο»
μου λέει
–στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν
νόημα σε μια εποχή!"(τ.λειβ)
Τά ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρά καί
μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντά στ' αὐτιά της, τά μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα,
καστανά, βαθειά, σοβαρά μά γλυκύτατα, μέ τ' ἀσπράδι καθαρό μά ἰσκιωμένο. Τό
βλέμμα της εἶναι μελαγχολικό ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο
μά καί μαζί χαροποιό, αὐστηρό μά καί μαζί συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο,
σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυά ἀπό κάθε
σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό τοῦ παραδείσου, βασιλικό καί ταπεινό, ἀνθρώπινο
καί θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο,
μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό γιά ὅσους ἔχουνε πονηρούς λογισμούς,
τρυφερό, διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό,
παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο. Ἡ μύτη της εἶναι μακρυὰ καί στενή, μέ μέτρο, ἰουδαϊκή,
ἄσαρκη, μέ λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.