Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Μισθοί Βουλγαρίας και τιμές Παρισιού και Λονδίνου

Όταν είχαμε αρχίσει να μπαίνουμε στα βαθιά της κρίσης, κάποιοι αυτόκλητοι ειδικοί έλεγαν ότι, μαζί με τη συμπίεση των αποδοχών και την άγρια φορολόγηση, θα διαμορφωνόταν μία αντίστοιχη πτώση του κόστους ζωής ώστε να διαμορφωθεί μια ισορροπία σε χαμηλότερο επίπεδο, όπως για παράδειγμα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Όμως απλώς αποδείχτηκε ότι το μόνο που ακολούθησε κάποια πτωτική πορεία ήταν η αγορά των ακινήτων, η οποία όμως φαίνεται να εντάσσεται και αυτή στον γενικότερο σχεδιασμό της απομείωσης της περιουσίας των Ελλήνων, παρά στην εφαρμογή των... νόμων της αγοράς. Αντίθετα το σύνολο σχεδόν των αγαθών που πωλούνται στην ελληνική αγορά διατηρούνται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα (τα περισσότερα επειδή είναι εισαγόμενα) προκαλώντας ένα σύστημα ανισορροπίας με αποδοχές Βουλγαρίας και τιμές... Παρισιού και Λονδίνου. Μάλιστα οι «Financial Times » αφιέρωσαν ιδιαίτερο άρθρο σε αυτό το «ελληνικό παράδοξο» που συνιστά η διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης μισθών έναντι της ανατίμησης τιμών και κόστους παρεχόμενων υπηρεσιών, σε σημείο που να διαμορφώνεται ένας ιδιαίτερος «ελληνοπληθωρισμός» (Greekinflation, όπως το ονόμασαν στον εύγλωττο τίτλο τους).
Η απάντηση γι’ αυτή την εξέλιξη, μεταξύ άλλων, βρίσκεται στη διάρθρωση της ελληνικής αγοράς, που τα τελευταία χρόνια έχει... καρτελοποιηθεί σε κομβικούς κλάδους, με ενδεικτικότερο τα τρόφιμα και τα είδη διατροφής. Παράλληλα το υψηλότατο κόστος λειτουργίας επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η μονοπωλιακή θέση φορέων παροχής κοινής ωφέλειας και ο υψηλός βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της χώρας επιβαρύνουν την κατάσταση.

Εάν σε αυτά προστεθούν η αναποτελεσματική λειτουργία εποπτικών αρχών, όπως για παράδειγμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, και η απουσία στοιχειώδους εποπτείας και ελέγχων, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό για τον Έλληνα φορολογούμενο - καταναλωτή. Και κατ’ επέκταση για τη δυνατότητα της ελληνικής κοινωνίας στο ευρύτερο σύνολό της να αντεπεξέλθει στα βασικά...
Ας πάρουμε τα δεδομένα από την αρχή του 2008, δηλαδή από την αρχή της κρίσης. Από τότε μέχρι σήμερα το μέσο κόστος επιβίωσης έχει επιβαρυνθεί κατά 18% - 20%, ενώ μισθολογικό - συνταξιοδοτικό έχει μειωθεί μέχρι 25%. Με την όλη κατάσταση να έχει... εκτραχυνθεί από το φθινόπωρο του 2009, κυρίως όμως από τον Μάιο του 2010, οπότε η Γερμανία έθεσε για πρώτη φορά τους πρώτους όρους... «διάσωσης» (πρώτο μνημόνιο).

Εκτροχιασμός
Η κατάσταση δείχνει πλέον ανεξέλεγκτη καθώς οι αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και τα συνεχόμενα «κουρέματα» σε συντάξεις και κάθε είδους αποδοχές έχει συμπιέσει το μέσο εισόδημα κατά τουλάχιστον 15% μόνο το τελευταίο εξάμηνο. Συνολικά η συμπίεση βρίσκεται στο 25% από την έναρξη της κρίσης. Εάν σε αυτό προστεθούν και τα νέα φορολογικά βάρη, υπολογίζεται ότι για έναν μέσο υπάλληλο η αγοραστική δύναμη έχει ψαλιδιστεί κατά 50% σε σχέση με την «ένδοξη» περίοδο των... Ολυμπιακών Αγώνων.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές, που δεν λένε να κατέβουν, οι οικονομολόγοι αποδίδουν τον εκτροχιασμό στον ολιγοπωλιακό χαρακτήρα της εγχώριας αγοράς, στη σύνθεση των «μονοπωλίων» και στην απουσία εποπτείας - ελέγχου. Στον ζωτικής σημασίας κλάδο τροφίμων - ειδών διατροφής το 80% της αγοράς ελέγχεται από θυγατρικές ξένων πολυεθνικών (κυρίως από χώρες - δανειστές, για να μην ξεχνιόμαστε...), ενώ υπολογίζεται αντίστοιχα στο 65% - 70% στον ευρύτερο χώρο της λιανικής.
Εδώ και καιρό το πρόβλημα της υπερκοστολόγησης ακόμη και προϊόντων βασικής διατροφής αποτελεί μέρος του «ελληνικού παράδοξου». Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Η πλειονότητα των αγαθών πωλείται σε τιμές έως και 75% ακριβότερα από ό,τι σε άλλες χώρες - μέλη της Ε.Ε. Και εδώ θα έπρεπε να προβληματίζει ιδιαίτερα τις εποπτικές αρχές το ότι οι θυγατρικές των πολυεθνικών (σε τρόφιμα, ποτά και είδη υγιεινής) εμφανίζουν στην ελληνική αγορά το υψηλότερο περιθώριο κέρδους.
Δηλαδή, ενώ έχουμε τους μικρότερους μισθούς, μας χτυπάνε τις τιμές επειδή δεν έχουμε άλλη εναλλακτική. Όσοι έχουν μιλήσει με ανθρώπους από την ανατολική Ευρώπη θα γνωρίζουν ότι και εκεί η μετάβαση από μια ισορροπία στο ίδιο σύστημα των πολύ χαμηλών αποδοχών με τα ιδιαίτερα ακριβά προϊόντα έγινε ξαφνικά – και δεν διορθώθηκε, παρά μόνο ύστερα από χρόνια κοινωνικής εξαθλίωσης.
Κάπως έτσι το 16% των Βουλγάρων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Και για να μην μιλάμε αόριστα, ως όριο της φτώχειας εκεί θεωρούν το μηνιαίο εισόδημα των 107 ευρώ, ή των 211 λέβα, που παραμένει το επίσημο νόμισμα (κι ας το έχουν «κόψει» έτσι ώστε να θυμίζει πολύ το ευρώ... στους τουρίστες). Και βέβαια το γεγονός ότι η κυβέρνηση της χώρας προχώρησε σε αύξηση του κατώτερου μηνιαίου μισθού από 240 στα 270 λέβα (δηλαδή στα 138 ευρώ) από την 1η Σεπτεμβρίου του 2011 δεν αλλάζει και πολύ το κλίμα... έστω κι αν τα σούπερ μάρκετ είναι 60% φθηνότερα.
Αν κάνετε τις πράξεις, θα δείτε ότι η αντιστοιχία βασικού μισθού και αξίας αγαθών είναι σχεδόν η ίδια για τις δύο χώρες. Επομένως αυτοί που ήθελαν την εξίσωση με το βουλγαρικό στάνταρντ το έχουν ήδη πετύχει. Το ερώτημα είναι τι περισσότερο θέλουν να πετύχουν, δεδομένου ότι ήδη έχει συμφωνηθεί η πολυετής περαιτέρω λιτότητα...

Το καλό το παλικάρι...
Η Ελλάδα από την πλευρά της, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, είναι η τέταρτη ακριβότερη ευρωπαϊκή αγορά προ και μετά του ΦΠΑ συγκρινόμενη με τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βρετανία.
Η απόκλιση στις τιμές είναι τόσο μεγάλη, ώστε τα τελευταία χρόνια σε περιοχές της δυτικής και βόρειας Ελλάδας αναπτύχθηκαν παράλληλοι μηχανισμοί εισαγωγής - εμπορίας αγαθών. Ενδεικτική η περίπτωση της ζώνης Ηγουμενίτσας - Καλαμάτας, όπου τοπικές αλυσίδες πωλούν μέχρι και 25% φθηνότερα προϊόντα που εισάγονται από την Ιταλία.
Κωδικοί πολυεθνικών, τους οποίους εισάγουν Έλληνες αντιπρόσωποι από την αγορά της γείτονος, πωλούνται φθηνότερα από τα ίδια που εμπορεύονται θυγατρικές τους στην ελληνική αγορά. Επιπλέον έμμεσα επιβαρύνεται το ισοζύγιο συναλλαγών (τουλάχιστον όσο οι εισαγωγές υπερτερούν των εξαγωγών και η εγχώρια παραγωγή παραμένει σε χαμηλά επίπεδα).
Αυτό θα μπορούσε να περιοριστεί εάν αναπτυσσόταν καταναλωτική συνείδηση δίνοντας έμφαση σε προϊόντα που παράγονται στην ελληνική αγορά, διακινούνται από εγχώριες επιχειρήσεις και δίνουν θέσεις εργασίας. Πρακτικά έχει υπολογιστεί πως, εάν για έναν χρόνο ο καταναλωτής αντικαθιστούσε αγορές ξένων, εισαγόμενων προϊόντων (αξίας έστω 1.000 ευρώ) με αντίστοιχους «ελληνικούς κωδικούς», θα εξοικονομούνταν έως και 12 δισ. ευρώ.
Οι ίδιοι κύκλοι αναφέρονται στην αναποτελεσματική λειτουργία της κυριότερης εποπτικής αρχής (Επιτροπή Ανταγωνισμού) καθώς εκ των πραγμάτων οι τιμές σε πολλούς βασικούς τομείς έχουν επιβαρυνθεί δραματικά την περίοδο της κρίσης. Βάρος που γίνεται επαχθέστερο λόγω της παράλληλης συμπίεσης μισθών και συντάξεων.
Εκρηκτική διάσταση όμως λαμβάνει και η επιβάρυνση σε τομείς κοινωνικών παροχών, με τη ΔΕΗ να έχει βάλει... φωτιά στον οικογενειακό προϋπολογισμό τα τελευταία δύο χρόνια. Μόνο από την αρχή του 2011 το κόστος κατανάλωσης έχει επιβαρυνθεί κατά 18% (για το οικιακό τιμολόγιο) και το μέσο επιχειρηματικό κατά 15% την ίδια περίοδο. Συνολικά στο 25% εκτιμάται το μέσο κόστος επιβάρυνσης (την τελευταία διετία) και στο 18% το κόστος του φυσικού αερίου.
Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και για τα καύσιμα, τα οποία από την έναρξη της ελληνικής κρίσης έχουν αυξηθεί κατά 40% κυρίως λόγω της φορολόγησης. Με την τιμή του λίτρου της βενζίνης να οδεύει στα 1,8 ευρώ, σε ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για την τιμή του πετρελαίου, εκτιμάται ότι το μέλλον μόνο ανοδικό μπορεί να είναι και γι’ αυτό το εισαγόμενο αγαθό.
Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, στην Ελλάδα το κόστος της ενέργειας (ρεύμα και καύσιμα) σύντομα θα διαμορφώνει το 30% - 40% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Όπως δηλαδή συμβαίνει σε όλες τις φτωχές χώρες.

Πιάσαμε... Βουλγαρία
Σε ένα σημείωμα (μάλλον προφητικό) του «Π» για την κατάσταση στη Βουλγαρία, γράφαμε: «Τα εισοδήματα των δύο ενηλίκων (μιας ευκατάστατης για τα βουλγαρικά δεδομένα αστικής οικογένειας) ανέρχονται σε 1.300 λέβα (περίπου 750 ευρώ). Πρόκειται δηλαδή περί προνομιούχων, αφού βρίσκονται σχεδόν πέντε φορές πάνω από το όριο της φτώχειας. Έτσι, η οικογένεια μένει σε καινούργιο δυάρι, το οποίο αγόρασε με τραπεζικό δάνειο, εξοφλητέο σε 20 χρόνια με μηνιαίες δόσεις. Η δόση είναι το ένα τέταρτο των εισοδημάτων της. Τα υπόλοιπα προορίζονται για τρόφιμα, θέρμανση, τηλέφωνο, διαδίκτυο, συγκοινωνίες και έξοδα για τον μαθητή.
Αν συμβεί κάτι απροσδόκητο, αναβάλλουν την πληρωμή κάποιου λογαριασμού και ζητούν βοήθεια από συγγενείς και φίλους. Καθώς η οικογένεια δεν είναι από τη Σόφια, μπορεί να υπολογίζει στους συγγενείς στην επαρχία, που τους στέλνουν τουρσιά, φρούτα και κομπόστες».
Βέβαια στη Βουλγαρία το κόστος ζωής παραμένει αρκετά φθηνότερο. Η βενζίνη είναι κάπου 26% πιο φθηνή, το κρέας (μοσχάρι) 70% φθηνότερο, τα τοπικά ποτά 75% φθηνότερα και ο μέσος όρων των τροφίμων σχεδόν 60% φθηνότερος.
Έτσι, σταδιακά, στην Ελλάδα το οικογενειακό ισοζύγιο γίνεται επαχθέστερο λόγω των αλλεπάλληλων περικοπών, ενώ τα χειρότερα φαίνεται πως έπονται. Εκρηκτικό μείγμα ο υψηλός πληθωρισμός, η εκτός ελέγχου ύφεση, η καλπάζουσα ανεργία, η δραστική μείωση των μισθών σε δημόσιο - ιδιωτικό τομέα, προοιωνίζεται ακόμη πιο δυσοίωνη συνέχεια.
Σε μία αγορά όπου οι μηχανισμοί ελέγχου ασκούνται αναποτελεσματικά, όπου οι θυγατρικές των πολυεθνικών έχουν τη μερίδα του λέοντος (παραγκωνίζοντας μάλιστα μεθοδικά τις εγχώριες επιχειρήσεις) και το κόστος υπηρεσιών έχει αυξηθεί με διψήφιο ποσοστό, για να αναστραφεί η κατάσταση θα πρέπει να υλοποιηθούν ρηξικέλευθες πολιτικές. Οι οποίες δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα ύστερα από τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις...