Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η μετά θάνατον ζωή

Απέραντη και απαρηγόρητη θα ήταν η θλίψη μας για τους αποβιώνοντες οικείους μας, εάν ο Κύριος δε μας είχε δωρίσει αιώνια ζωή. Η ζωή μας θα ήταν άσκοπη εάν τελείωνε με το θάνατο. Ποιό όφελος θα είχαν τότε η αρετή και οι καλές πράξεις; Σε τέτοια περίπτωση θα αποδεικνύονταν σωστοί όσοι λένε: «Ας φάμε και ας πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε!».Ο άνθρωπος, όμως, δημιουργήθηκε για να  ζήσει αιώνια, και ο Χριστός με την Ανάστασή του άνοιξε τις πύλες της Βασιλείας των Ουρανών, της αιώνιας μακαριότητας για όσους έχουν πιστέψει σε Αυτόν και έχουν ζήσει σύμφωνα με τις εντολές Του. Η παρούσα ζωή είναι μία προετοιμασία για τη μελλοντική ζωή, προετοιμασία που λήγει με το θάνατό μας. «Οι άνθρωποι μία φορά πεθαίνουν και ύστερα έρχεται κρίσις». Τότε ο άνθρωπος εγκαταλείπει όλες τις εγκόσμιες φροντίδες, το σώμα αποσυντίθεται, προκειμένου να εγερθεί εκ νέου κατά τη γενική Ανάσταση.
Η ψυχή του, όμως, συνεχίζει να ζει, μη παύοντας να υπάρχει ούτε για μία στιγμή. Μέσω πολλών περιστατικών φανέρωσης νεκρών μας έχει δοθεί μία μερική γνώση περί του τι συμβαίνει στην ψυχή όταν αφήνει το σώμα. Όταν η όραση των σωματικών οφθαλμών παύει να λειτουργεί, ξεκινά η πνευματική όραση.
Ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Εγκλειστος, σε μήνυμά του προς μία αποθνήσκουσα γυναίκα, γράφει: «Δε θα πεθάνεις. Το σώμα σου θα πεθάνει, αλλά εσύ θα μεταφερθείς σε ένα διαφορετικό κόσμο, θα είσαι ζωντανή, θα έχεις μνήμη του εαυτού σου και θα αναγνωρίζεις όλο τον κόσμο που σε περιβάλλει».
Μετά το θάνατο, η ψυχή δεν είναι λιγότερο αλλά περισσότερο ζωντανή και ενσυνείδητη απ’ ότι πριν το θάνατο. Ο αγ. Αμβρόσιος Μεδιολάνων διδάσκει: «Αφού η ζωή της ψυχής εξακολουθεί να υπάρχει μετά το θάνατο, αυτό σημαίνει ότι  εξακολουθεί να υπάρχει ένα αγαθό το οποίο δε χάνεται με το θάνατο, αλλά αυξάνεται. Η ψυχή δε συγκρατείται από κανένα εμπόδιο που θέτει ο θάνατος, αντιθέτως, είναι πιο ενεργή, αφού είναι ενεργή εντός του δικού της χώρου, μην έχοντας καμιά σύνδεση με το σώμα, από το οποίο πιο πολύ επιβαρύνεται παρά επωφελείται».
Ο αββάς Δωρόθεος από τη Γάζα, μοναχός Πατέρας του 6ου αιώνα, συνοψίζει τη διδασκαλία των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας σχετικά με αυτό το θέμα: «Όπως λένε οι Πατέρες, οι ψυχές των νεκρών θυμούνται τα πάντα, όσα συνέβησαν εδώ, λόγια, έργα και λογισμούς, και δεν μπορούν τίποτα απ’ αυτά να ξεχάσουν τότε. Μ’ εκείνο δε που λέει στον ψαλμό: «Κατά δε την ημέραν εκείνην του θανάτου θα χαθούν και θα διαλυθούν όλα τα σχέδιά του», εννοεί τους διαλογισμούς του ανθρώπου σε τούτη τη ζωή, δηλαδή για σπίτια, για τόπους, για γονείς, για τα παιδιά και γενικά για κάθε δοσοληψία. Αυτά χάνονται όταν χωρίσει η ψυχή από το σώμα... όσα δε έπραξε σύμφωνα με την αρετή ή ακολουθώντας ένα πάθος, αυτά θυμάται και τίποτα από αυτά δεν ξεχνάει... Τίποτα, όπως είπα, απ’ όσα έπραξε σε τούτον τον κόσμο δεν ξεχνά η ψυχή. Αντίθετα όλα τα θυμάται, μετά το χωρισμό της από το σώμα, πιο καθαρά και πιό έντονα, επειδή είναι απαλλαγμένη από το γήινο σώμα».
Ο μεγάλος Πατέρας του 5ου αιώνα, μοναχός αγ. Ιωάννης Κασσιανός, παραθέτει με αρκετή σαφήνεια την ενεργή κατάσταση της ψυχής μετά το θάνατο του σώματος, σε απάντηση των αιρετικών, των πρώτων χρόνων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ψυχή δεν έχει συνείδηση μετά το θάνατο:«Οι ψυχές μετά το χωρισμό τους από τούτο το σώμα εξακολουθούν να ζουν και να διατηρούν την αυτοσυνειδησία τους, όπως αποδεικνύεται από την ευαγγελική παραβολή για τον πλούσιο και τον Λάζαρο. Διατηρούν επίσης όχι μόνο την αυτοσυνειδησία τους αλλά και την προδιάθεσή τους, δηλαδή ελπίδα και φόβο, χαρά και λύπη, και ήδη αρχίζουν να προγεύονται σε κάποιο βαθμό αυτό που περιμένουν να αισθανθούν κατά την Τελική Κρίση... Γίνονται ακόμα περισσότερο ζωντανές και προσηλώνονται με ακόμα περισσότερο ζήλο στη δοξολογία του Θεού. Η ψυχή είναι το πιο πολύτιμο κομμάτι του ανθρώπου, τελεί, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού – «Εικόνα και δόξα του Θεού», «κατά την εικόνα του Δημιουργού του», και εμπεριέχοντας την όλη δύναμη της λογικής, ευαισθητοποιεί μέσω της παρουσίας της ακόμα και την άλαλη και ασύνειδη ύλη της σάρκας. Έτσι λοιπόν, εάν έπρεπε να εξαγάγουμε κάποιο λογικό συμπέρασμα επί τη βάσει της μαρτυρίας της Αγίας Γραφής όσον αφορά τη φύση της ψυχής, στο μέτρο της ανθρώπινης κατανόησής μας, δε θα ήταν άραγε έστω ανοησία, για να μην πω ακραία ηλιθιότητα, να υποπτευόμαστε ακόμα και στο ελάχιστο ότι θα χάσει την αυτοσυνειδησία της αφού αποβάλει αυτήν τη σαρκική παχύτητα με την οποία είναι ενδεδυμένη στην παρούσα ζωή; Έπεται, συνεπώς, αλλά και η ίδια η φύση της λογικής απαιτεί, ότι το πνεύμα, αφού απελευθερωθεί από αυτήν τη σαρκική τραχύτητα εξαιτίας  της οποίας είναι εξασθενημένο στην παρούσα ζωή, θα πρέπει να φέρει τις διανοητικές του δυνάμεις σε μία καλύτερη κατάσταση και να τις αποκαταστήσει, ώστε να γίνουν πιο καθαρές και εκλεπτυσμένες, δε θα πρέπει, όμως, να τις αποστερηθεί».
Οι σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους σε μία σκανδαλώδη επίγνωση όσον αφορά την αυτοσυνειδησία της ψυχής εκτός του σώματος, και την οξύτερη και ταχύτερη απόδοση των διανοητικών της λειτουργιών. Όμως αυτή η επίγνωση δεν αρκεί από μόνη της ώστε να προφυλάξει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μία τέτοια κατάσταση από τις πλάνες που προκαλούν οι οπτασίες του «εξωσωματικού» κόσμου, είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να κατέχει την πλήρη χριστιανική διδασκαλία σχετικά  με το θέμα αυτό.

Η έναρξη της πνευματικής όρασης
Συχνά (αυτή η πνευματική όραση) αρχίζει να λειτουργεί στον αποθνήσκοντα, ακόμα και πριν το θάνατό του και ενόσω εξακολουθεί να βλέπει τους γύρω του, ακόμα και να μιλά μαζί τους, ωστόσο βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Αυτή η εμπειρία των αποθνησκόντων έχει παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων, και δεν αποτελεί κάποιο νέο σημερινό φαινόμενο. Θα πρέπει,  ωστόσο, να επαναλάβουμε και εδώ τα όσα διασαφηνίσαμε στην αρχή του βιβλίου:  μόνο στην περίπτωση των θεόπεμπτων οραμάτων των δικαίων, κατά τα οποία τους επισκέπτονται άγγελοι και άγιοι, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πράγματι πρόκειται για οντότητες από τον άλλο κόσμο. Οι συνηθισμένες περιπτώσεις στις οποίες ο αποθνήσκων αρχίζει να βλέπει κεκοιμημένους συγγενείς και φίλους, ίσως αποτελούν μόνον ένα είδος «φυσικής» εισαγωγής στον αόρατο κόσμο στον οποίο πρόκειται να εισέλθει, η αληθινή φύση των οπτικών εικόνων των κεκοιμημένων οι οποίες εμφανίζονται κατόπιν ίσως είναι γνωστή μόνον στο Θεό – δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε να την εξιχνιάσουμε.
Προφανώς ο Θεός παραχωρεί αυτήν την εμπειρία ως τον πιό έκδηλο τρόπο για να πληροφορήσει τον αποθνήσκοντα ότι ο άλλος κόσμος δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένας τελείως ξένος τόπος, ότι η ζωή σε αυτόν επίσης χαρακτηρίζεται από την αγάπη που αισθάνεται ο άνθρωπος για τους οικείους του. Ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Εγκλειστος εκφράζει συγκινητικά αυτήν την αλήθεια λέγοντας στην αποθνήσκουσα γυναίκα: «Εκεί θα σε συναντήσουν οι γονείς σου, οι αδελφοί και οι αδελφές σου. Υποκλίσου βαθιά ενώπιων τους, και δώσε τους χαιρετισμούς μας, και παρακάλεσέ τους να προσεύχονται για μάς. Τα παιδιά σου θα τρέξουν γύρω σου, χαιρετώντας σε γεμάτα χαρά. Θα είσαι καλύτερα εκεί παρά εδώ».

Συναντήσεις με πνεύματα
Αλλά όταν αφήνει το σώμα, η ψυχή βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα πνεύματα, αγαθά και πονηρά. Συνήθως έχει την  τάση να πρόσκειται σε εκείνα που είναι περισσότερο συγγενή με αυτήν στο πνεύμα, και εάν όσον καιρό βρισκόταν στο σώμα τελούσε υπό την επιρροή ορισμένων εξ αυτών, θα παραμένει εξαρτημένη από τα ίδια πνεύματα όταν απομακρυνθεί από το σώμα, όσο δυσάρεστη κι αν είναι τελικά η συνάντηση μαζί τους. Εδώ έχουμε μία σοβαρή υπενθύμιση ότι ο άλλος κόσμος, παρότι δε θα είναι παντελώς άγνωστος για εμάς, δε θα είναι, ωστόσο, ένας τόπος «ανεμελιάς και ευτυχίας», όπου θα πραγματοποιήσουμε ευχάριστες συναντήσεις με αγαπημένους μας, αλλά μία συνάντηση «πνευματικής φύσης», η οποία θα ελέγξει την προδιάθεση της ψυχής μας σε αυτήν τη ζωή, εάν δηλαδή κλίνει περισσότερο προς τους αγγέλους και τους αγίους μέσω μιας ζωής αρετής και υπακοής στις εντολές του Θεού ή εάν, μέσω της ολιγωρίας ή της απιστίας, κλίνει περισσότερο προς τα πεπτωκότα πνεύματα. Όπως έχει πολύ σωστά δηλώσει ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Εγκλειστος, ακόμα και η δοκιμασία στα εναέρια τελώνια μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί περισσότερο μία δοκιμασία πειρασμών παρά κατηγοριών.
Αν και καμιά απολύτως αμφιβολία δεν υπάρχει περί της ύπαρξης μέλλουσας κρίσης, τόσο της Μερικής αμέσως μετά το θάνατο, όσο και της Τελικής στο τέλος του κόσμου, η απόφαση που θα ορίσει ο Θεός θα συμφωνεί με την εσωτερική προδιάθεση την οποία έχει αναπτύξει μέσα της η ψυχή απέναντι σε Εκείνον και στα πνευματικά όντα.

Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο
Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήταν προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες. Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την  Τρίτη ημέρα μετά το θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας – μνημόσυνο στη θεία λειτουργία- στην Εκκλησία την Τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από το φύλακα άγγελό της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα... Στο διαστημάτων δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου, η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε  σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την Τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την Τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί την δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων».
Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γή, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει, προς τους  ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι  την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος»
Σε γράμμα του προς τον αδελφός της αποθνήσκουσας γυναίκας που προαναφέραμε, ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Εγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δε θα πεθάνει: το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μία άλλη τάξη ζωής... Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα.  Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δε θα λέει τίποτα, και εσύ δε θα μπορείς να τη δεις, θα είναι, όμως, ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους,  όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα, είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μία πολύ στενόχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νιώθουμε οδύνη, σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θε μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία που αναφέραμε στο παρόν βιβλίο δε συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδό τους στους ουρανούς. Άλλοι, όπως ο συγγραφέας του Unbelievable for Many..., ξεκινούν την άνοδό τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Από την άλλη, οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επίγειων δεσμών της, όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν.
Μερικοί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για τη μετά θάνατον ζωή θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για τη μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία, αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επόμενων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος, είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά το θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντως η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την Τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φτάνει στο τέλος της.

Τα τελώνια
Την ώρα αυτή (την Τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που εμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας, η ψυχή, αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί να συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνιά τους φαίνεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατό Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της, από αυτούς τους δαίμονες και, απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πανάγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους ουρανούς. Φοβερή είναι, πράγματι, η Τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για τη σωτηρία της.
Στο έκτο κεφάλαιο παραθέσαμε έναν αριθμό Πατερικών και αγιογραφικών κειμένων σχετικών με τα τελώνια, έτσι δεν υπάρχει λόγος να προσθέσουμε και άλλα στο σημείο αυτό. Μπορούμε όμως, για μία ακόμα φορά, να σημειώσουμε  ότι οι περιγραφές των «τελωνίων» συνιστούν ένα «μοντέλο» των εμπειριών της ψυχής μετά το θάνατο και ότι οι μεμονωμένες εμπειρίες είναι δυνατόν να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Μικρές  λεπτομέρειες, όπως ο αριθμός των τελωνίων, είναι φυσικά δευτερεύουσες εν συγκρίσει με το πρωταρχικό δεδομένο ότι, σύντομα μετά το θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μία κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αόρατου πολέμου» που έχει διεξαγάγει, ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά των πεπτωκότων πνευμάτων.
Συνεχίζοντας την επιστολή τους προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Εγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Έχε το αυτό στη σκέψη σου, και θα την ακούσεις να σε παρακαλεί φωνάζοντας: Βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πώς θα τη βοηθήσεις.  Πιστεύω πώς η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις τη φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και , μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στο Θεό για έξι εβδομάδες, και περισσότερο. Όταν πέθανε η οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές, μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη!
Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας, μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες, και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφορική έννοια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων.  Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει, στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται απάνω στους φοβερούς δρόμους».

«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρίσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων».

«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φτάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.

Οι σαράντα ημέρες
Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει,  και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών. Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του αγγέλου στον αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά το θάνατο – πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων -  πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κόλασης, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα, ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα – σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.

Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την τελική κρίση
Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μία κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μία κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιώνιων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών. Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της κατάστασης των ψυχών στον παράδεισο και την κόλαση πριν την Τελική Κρίση αναπτύσσεται πιο λεπτομερώς στη συνέχεια με τα λόγια του αγ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση έχουν περιγραφεί σε πολλούς Βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο Βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπέτουας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκε με την εικόνα μίας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία όμως ήταν τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπέτουας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπέτουσα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κόλασης.
Στο Βίο μίας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μία παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για την οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο Βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατό του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό... Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβα και να ζητήσει τη συμβουλή της... Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγίε Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.».
«Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άντρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
«Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει τη νηστεία και την προσευχή. «Τέλειωσαν κι άλλες σαράντα μέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δυό άντρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του. «Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για τρίτη φορά. «Όταν τέλειωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως, πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άντρας, άγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δεν φαινόταν πουθενά. Ο άγνωστος άντρας ακούστηκε να λέει:
- Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γή.
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και κείνη της απάντησε:
-Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε Βίους Ορθόδοξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δε «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκην τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά το θάνατο, πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτίωσης της κατάστασης της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.

Προσευχές για τους νεκρούς
Το ακόλουθο περιστατικό μας δείχνει πόσο σημαντική είναι η τέλεση μνημόσυνου στη θεία λειτουργία: πρν την αφαίρεση των λειψάνων του αγ. Θεοδοσίου του Τσερνίγκωφ (1896) ο φημισμένος Στάρετς Αλέξιος (+1916), ιερομόναχος του Ερμητηρίου του Γκολοσεγιέφσκυ της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, ο οποίος διεξήγαγε την ανακομιδή των λειψάνων, αποκαμωμένος καθώς καθόταν δίπλα στα λείψανα, λαγοκοιμήθηκε και είδε μπροστά του τον άγιο, ο οποίος του είπε: «Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα και σε παρακαλώ θερμά, όταν τελέσεις τη θεία λειτουργία, να μνημονεύσεις τους γονείς μου» - και έδωσε τα ονόματά τους (πατήρ Νικήτας και Μαρία),( τα ονόματα αυτά ήταν άγνωστα πριν από το όραμα. Αρκετά χρόνια μετά την ανακήρυξη του Θεοδοσίου ως αγίου, βρέθηκε το δικό του βιβλίο Μνημοσύνων στη μονή όπου ήταν κάποτε ηγούμενος, το οποίο επιβεβαίωσε τα ονόματα καθώς και το όραμα) «Πως μπορείς εσύ, ώ Άγιε, να ζητάς τις δικές μου προσευχές, όταν εσύ ο ίδιος στέκεσαι στον ουράνιο Θρόνο και ικετεύεις το Θεό να δωρίσει στους ανθρώπους το έλεός Του;» ρώτησε ο αγ. Θεοδόσιος, «αλλά η προσφορά στη θεία λειτουργία έχει περισσότερη δύναμη από την προσευχή μου.»
Έτσι λοιπόν, οι παννύχιδες και η κατ’ οίκον προσευχή για τους νεκρούς είναι ευεργετικές για την ψυχή τους, όπως εξάλλου είναι και οι  εις μνήμην τους αγαθοεργίες, όπως ελεημοσύνες ή συνεισφορές στην εκκλησία. Όμως ιδιαιτέρως ευεργετική είναι η τέλεση μνημόσυνου στη θεία λειτουργία και πολλές εμφανίσεις νεκρών και άλλα περιστατικά τα οποία έχουν σημειωθεί επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Πολλοί άνθρωποι που πέθαναν εν μετανοία αλλά που δεν μπόρεσαν να εκφράσουν έμπρακτα τη μετάνοιά τους όσο ζούσαν, ελευθερώθηκαν από τα μαρτύρια και βρήκαν ανάπαυση. Στην Εκκλησία πάντοτε, προσφέρονται προσευχές υπέρ αναπαύσεως των νεκρών, και μάλιστα την ημέρα της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος, στον εσπερινό της γονυκλισίας, υπάρχει μία ειδική ευχή «για τους ευρισκομένους στον άδη».
Στους Διαλόγους του, ο αγ. Γρηγόριος ο Μέγας, απαντώντας στην ερώτηση, «Ποιό άραγε θα μπορούσε να είναι αυτό, που έχει τη δύναμη να ωφελήσει τις ψυχές των νεκρών; Διδάσκει: «Εάν τα πταίσματα δεν είναι ασυγχώρητα μετά θάνατον, συνήθως πολύ βοηθεί τις ψυχές ακόμα και μετά θάνατον η ιερή αναφορά της σωτηριώδους Θυσίας, τόσο που ορισμένες φορές παρουσιάζονται και οι ίδιες ψυχές των κεκοιμημένων και το ζητούν αυτό... Με όλα αυτά πρέπει να θεωρήσουμε πώς ασφαλέστερη οδός είναι, ότι καλό ελπίζει ο καθένας να ενεργηθεί μετά το θάνατό του από τους άλλους, να το κάνει ο ίδιος για τον εαυτό του όσο ζεί. Μακαριότερο πράγματι είναι να εξέλθει κανείς ελεύθερος, παρά μετά τα δεσμά να ζητάει ελευθερία. Οφείλουμε, επομένως, με όλη μας τη διάνοια να καταφρονούμε τον παρόντα αιώνα, για ένα λόγο παραπάνω τώρα που τον βλέπουμε ήδη να καταρρέει, και να θύουμε στο Θεό καθημερινές θυσίες δακρύων, και καθημερινές προσφορές του Σώματος και Αίματός του. Αυτή πράγματι η θυσία κατά τρόπο μοναδικό σώζει την ψυχή από την αιώνια απώλεια, γιατί διά του μυστηρίου ανακαινίζει για εμάς το θάνατο του Μονογενούς».
Ο αγ. Γρηγόριος αναφέρει διάφορα περιστατικά κατά τα οποία οι νεκροί εμφανίστηκαν σε ζωντανούς και τους παρακάλεσαν να τελέσουν θεία λειτουργία υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους ή τους ευχαρίστησαν για την τέλεσή της. Αναφέρει επίσης την περίπτωση ενός αιχμαλώτου, τον οποίο η σύζυγός του θεωρούσε νεκρό και υπέρ αναπαύσεως του οποίου κανόνιζε να τελείται λειτουργία ορισμένες ημέρες. Ο αιχμάλωτος αυτός όταν επέστρεψε της διηγήθηκε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά του κάποιες ημέρες, ακριβώς εκείνες τις ημέρες της τέλεσης λειτουργίας.
Οι Προτεστάντες γενικώς θεωρούν τις προσευχές της Εκκλησίας για τους νεκρούς κατά κάποιον τρόπο ασύμβατες με την ανάγκη να βρεί ο άνθρωπος τη σωτηρία στην επίγεια ζωή του. «Εάν μπορούμε να σωθούμε μέσω της Εκκλησίας μετά το θάνατο, τότε γιατί να μπούμε στον κόπο να παλέψουμε ή να αποκτήσουμε πίστη σε αυτήν τη ζωή; Ας φάμε, ας πιούμε, κι ας γλεντήσουμε...». Φυσικά, κανείς απ’ όσους εφάρμοσαν αυτήν τη φιλοσοφία όσο ζούσαν δε σώθηκε ποτέ χάρη στις προσευχές της Εκκλησίας μετά το θάνατό του, και είναι προφανές ότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι απολύτως τεχνητό, ακόμα και υποκριτικό. Οι προσευχές της Εκκλησίας δεν μπορούν να σώσουν τον οιονδήποτε δεν επιθυμεί τη σωτηρία του, ή αυτόν που ποτέ δεν αγωνίστηκε ο ίδιος να την κατακτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι προσευχές της Εκκλησίας ή του κάθε Χριστιανού ξεχωριστά για κάποιο νεκρό δεν προκύπτουν παρά ως αποτέλεσμα του τρόπου ζωής του: κανείς δε θα προσευχόταν γι’ αυτόν εάν δεν είχε κάνει κάτι όσο ζούσε που να εμπνέει μία τέτοια προσευχή μετά το θάνατό του.
Ο αγ. Μάρκος Εφέσου ασχολείται επίσης με το ερώτημα περί του νοήματος των προσευχών της Εκκλησίας για τις ψυχές των νεκρών και της προκαλούμενης βελτίωσης στην κατάστασή τους, παραθέτοντας ένα παράδειγμα από την προσευχή του αγ. Γρηγορίου του Διαλόγου για το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Τραϊανό, προσευχή την οποία του ενέπνευσε μία αγαθή πράξη αυτού του ειδωλολάτρη Αυτοκράτορα.

Τι μπορούμε να κάνουμε για τους νεκρούς
Ο καθένας από εμάς που επιθυμεί να εκφράσει την αγάπη του για τους νεκρούς και να τους βοηθήσει ουσιαστικά, μπορεί να το επιτύχει προσευχόμενος υπέρ των ψυχών τους, και ειδικότερα μνημονεύοντας αυτούς στη θεία λειτουργία, όταν οι μερίδες που αποκόπτονται για ζώντες και νεκρούς αφήνονται να πέσουν μέσα στο Αίμα του Κυρίου με τις λέξεις: «Απόπλυνον Κύριε τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αίματί σου τω Αγίω πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων στου των Αγίων, Αμήν». Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο ή σπουδαιότερο για τους νεκρούς από το να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, προσφέροντάς τους μνημόσυνο στη θεία λειτουργία. Το έχουν πάντα ανάγκη, ειδικά κατά τη διάρκεια εκείνων των σαράντα ημερών όπου η ψυχή του απελθόντος πορεύεται προς τις αιώνιες κατοικίες. Το σώμα δεν αισθάνεται τίποτε τότε, δε βλέπει τους οικείους που έχουν συγκεντρωθεί, δε μυρίζει το ευωδιαστό άρωμα των λουλουδιών, δεν ακούει τους επικήδειους. Η ψυχή όμως αισθάνεται τις προσφερόμενες υπέρ αυτής προσευχές και είναι ευγνώμων στους ανθρώπους που τις απευθύνουν και βρίσκεται πνευματικώς κοντά τους.
Ω συγγενείς και αγαπημένοι του νεκρού! Πράξετε γι’ αυτούς ότι έχουν ανάγκη και ότι είναι εντός της δικαιοδοσίας σας. Δώστε τα χρήματά σας όχι για να καλλωπίσετε εξωτερικά το φέρετρο και το μνήμα, αλλά για να βοηθήσετε όσους το χρειάζονται, εις μνήμην των αγαπημένων σας που έφυγαν από τη ζωή, για να ενισχύσετε εκκλησίες, στις οποίες προσφέρονται προσευχές υπέρ αυτών. Ελεήστε τους νεκρούς, φροντίστε για τις ψυχές τους. Μας περιμένει όλους ο ίδιος δρόμος και όταν εμείς βρεθούμε εκεί πόσο πολύ θα ευχόμαστε να μας θυμάται κάποιος στις προσευχές του! Αξίζει λοιπόν να ελεήσουμε εμείς οι ίδιοι τους νεκρούς.
Αμέσως αφού αναπαυθεί κάποιος, καλέστε ή ενημερώσετε έναν ιερέα, ώστε να διαβάσεις τις «Προσευχές για την Αναχώρηση της Ψυχής»,  τις οποίες η Εκκλησία έχει ορίσει να διαβάζονται πάνω από όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς μετά το θάνατό τους. Προσπαθήστε, ει δυνατόν, να τελέσετε την κηδεία στην εκκλησία και να αναγνώσετε το Ψαλτήρι πάνω από τον απελθόντα μέχρι την κηδεία. Η κηδεία δε χρειάζεται να είναι περίτεχνη, αλλά πρέπει απαραιτήτως να είναι πλήρης, χωρίς συντομεύσεις, την ώρα εκείνη μη σκεφτείτε τον εαυτό σας και την άνεσή σας, αλλά τον απελθόντα, από τον οποίο χωρίζεστε διά παντός. Εάν υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλοι απελθόντες που αναμένουν κηδεία στην εκκλησία, μην αρνηθείτε εάν σας προταθεί να τελέσετε την κηδεία για όλους μαζί. Είναι καλύτερο να τελείται μία κηδεία για δύο ή περισσότερους απελθόντες ταυτόχρονα, όταν οι προσευχές όλων των παρευρισκομένων προσφιλών προσώπων θα είναι ιδιαιτέρως ένθερμες, παρά να τελούνται ξεχωριστές, διαδοχικές κηδείες, και να συντομεύονται οι λειτουργίες εξ αιτίας έλλειψης χρόνου και ενέργειας, αφού κάθε λέξη της προσευχής για τον αναπαυθέντα είναι ότι μία σταγόνα νερό για το διψασμένο. Κανονίστε οπωσδήποτε εκείνη την ώρα τα σχετικά με την τέλεση σαρανταλείτουργου, δηλαδή καθημερινή μνημόνευση στη θεία λειτουργία σε όλη τη διάρκεια των σαράντα ημερών. Συνήθως στους ναούς όπου τελείται καθημερινά θεία λειτουργία, οι απελθόντες οι οποίοι έχουν κηδευτεί εκεί μνημονεύονται επί σαράντα και πλέον ημέρες. Εάν όμως η κηδεία γίνει σε ναό όπου δεν τελείται καθημερινά θεία λειτουργία, τότε οι ίδιοι οι συγγενείς θα πρέπει να φροντίσουν να ζητήσουν την τέλεση του 40ήμερου μνημόσυνου οπουδήποτε τελούνται θείες λειτουργίες. Παρομοίως είναι καλό να στέλνουμε εισφορές για μνημόνευση των νεκρών σε μοναστήρια, όπως και στα Ιεροσόλυμα, όπου καθημερινά διεξάγεται προσευχή στους Αγίους Τόπους. Αλλά η διαδικασία της 40ήμερης δέησης υπέρ των νεκρών πρέπει να ξεκινήσει αμέσως μετά το θάνατο, όταν η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη βοηθείας από την προσευχή, επομένως, θα πρέπει να ξεκινούμε αυτό το μνημόσυνο στον κοντινότερο ναό όπου τελείται καθημερινώς θεία λειτουργία.
Αξίζει λοιπόν να φροντίσουμε γι’ αυτούς που έφυγαν για τον άλλο κόσμο πριν από εμάς, προκειμένου να κάνουμε ότι μπορούμε για τις ψυχές τους, ενθυμούμενοι ότι: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί θα ελεηθούν».

Η ανάσταση των νεκρών
Κάποια ημέρα αυτός ο φθαρτός κόσμος θα πάψει να υπάρχει, και τότε θα χαράξει η αιώνια Βασιλεία των Ουρανών, στην οποία οι ψυχές των σεσωσμένων, ενωμένες με τα αναστημένα τους σώματα, θα κατοικούν για πάντα μαζί με το Χριστό, αθάνατες και άφθαρτες. Τότε η μερική αγαλλίαση και μακαριότητα που γεύονται οι ψυχές ακόμα και σήμερα στον ουρανό θα αντικατασταθούν από την πληρότητα της αγαλλίασης της νέας δημιουργίας για την οποία πλάστηκε ο άνθρωπος, όμως εκείνοι που δε δέχτηκαν τη σωτηρία την οποία ο Χριστός ήλθε να προσφέρει στην ανθρωπότητα θα βασανίζονται για πάντα – μαζί με τα αναστημένα τους σώματα – στην κόλαση. Ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου του Ακριβής Έκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως, περιγράφει παραστατικά την τελική κατάσταση της ψυχής μετά το θάνατο: «Πιστεύουμε και στην ανάσταση των νεκρών. Γιατί θα υπάρχει, πράγματι η ανάσταση των νεκρών. Και λέγοντας ανάσταση εννοούμε ανάσταση σωμάτων. Γιατί ανάσταση είναι δεύτερη σύσταση του ανθρώπου της πτώσεως – άλλωστε οι ψυχές, ως αθάνατες, πώς θα αναστηθούν; Γιατί, αν ορίζουν το θάνατο ως χωρισμό της ψυχής από το σώμα, οπωσδήποτε η ανάσταση είναι η νέα συνάφεια ψυχής και σώματος και δεύτερη σύσταση του ζώου που διαλύθηκε και έπεσε – το ίδιο λοιπόν το σώμα που φθείρεται και διαλύεται, το ίδιο θα αναστηθεί άφθαρτο – γιατί δεν αδυνατεί αυτός που αρχικά από το χώμα της γής το συγκρότησε, ξανά να το αναστήσει μετά τη διάλυση και την επιστροφή του στη γή, από την οποία είχε ληφθεί, κατά την  απόφαση του δημιουργού…
Αν λοιπόν η ψυχή μόνη της πήρε μέρος στους αγώνες της αρετής, μόνη και θα στεφανωθεί. Και αν μόνη της κυλίστηκε στις ηδονές, δίκαια και μόνη θα  κολαζόταν, αλλά επειδή ούτε την ύπαρξη είχαν χωριστή και ούτε την αρετή ούτε την κακία ακολούθησε η ψυχή χωρίς το σώμα, δίκαια θα πάρουν και οι δύο μαζί και τις αμοιβές.
Γι’ αυτό λοιπόν θα αναστηθούμε, αφού οι ψυχές θα ενωθούν ξανά με τα σώματα, τα οποία θα αφθαρτοποιηθούν και θα αποβάλουν τη φθορά και θα παρουσιαστούμε στο φοβερό βήμα του Χριστού και θα παραδοθεί ο διάβολος και οι δαίμονές του και ο άνθρωπος αυτού, δηλαδή ο αντίχριστος, και οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί στο αιώνιο πύρ, που δεν είναι βέβαιο υλικό, όπως είναι το δικό μας, αλλά όπως το ξέρει ο Θεός.
Και αυτοί που έπραξαν τα αγαθά θα βγάλουν λάμψεις όπως ο ήλιος με τους αγγέλους στην αιώνια ζωή με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, καθώς θα τον βλέπουν και θα βλέπονται και θα τρυγούν απ’ αυτόν την ατέλειωτη ευφροσύνη. πηγή

Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
Αρχιεπισκόπου Ιωάννη Μαξίμοβιτς

Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών
Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος

http://nefthalim.blogspot.gr