Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑ ΒΙΛΛΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ

Παραμονή των Ταξιαρχών στα Βίλλια. Απόγευμα του 1965, κρύο και αέρας. Ή γριά νεωκόρος μένει απέναντι από τους δυο ναούς: του Σωτήρος, έργο του Τσίλερ στα 1819, και του Ταξιάρχη. Μόλις έχει επιστρέψει από τον εσπερινό και ανάβει το τζάκι. Κάποιος της χτυπά την πόρτα. Ξαφνιάζεται. Μπροστά της στέκεται ένας όμορφος ψηλός άνδρας, γύρω στα τριάντα, με τσάντα, καπέλο και παλτό.
-Έλα να μου ανοίξεις, σε παρακαλώ, της λέει. Θέλω να προσκυνήσω τον Άγγελο.
-Μα, Χριστιανέ μου, μόλις έκλεισα. Να βγω πάλι έξω με τέτοιο  καιρό; -Σε παρακαλώ κυρά-Μαρία... Ή γυναίκα υπακούει. Ντύνεται καλά και βγαίνουν. Προχωρούν βιαστικά. Μόλις φτάνουν, ξεκλειδώνει την πόρτα και ό ξένος προσκυνά με τρόπο παράξενο... δεν έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο ή γυναίκα. Έπειτα ανάβει ένα μόνο κερί με μεγάλη προσήλωση και το αφήνει στο μανουάλι. Μένει για λίγο ακίνητος, κρατά χαμηλά το κεφάλι κι έχει στο στήθος το καπέλο του.
-Δεν θέλω να μου το σβήσεις! Της λέει με έμφαση δείχνοντας το κερί. Άφησε το, να καίει μέχρι τέλους!
-Όχι, παιδάκι μου, παίρνει γρήγορη και καθησυχαστική την απάντηση.
Όμως, επειδή εκείνη φοβάται μήπως πάρει φωτιά ή εκκλησία, μόλις βγαίνει ό άλλος, το σβήνει. Κι επιστρέφει στο σπίτι της. Φτιάχνει ένα ζεστό φασκόμηλο και προσπαθεί να συνέλθει. Φέρνει πάλι στη μνήμη το περιστατικό με τον άγνωστο.
Ξαφνικά, εκεί πού κάθεται με το βλέμμα προσηλωμένο στις φλόγες, εμφανίζεται ό άντρας μπροστά της. Έτσι, από το πουθενά κι ενώ ή πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα με μάνταλο.
-Γιατί, κυρά-Μαρία; Εγώ είχα τάμα και ήρθα από τα Δωδεκάνησα, για να ανάψω εδώ το κερί. Κι ενώ σου ζήτησα να μην το σβήσεις, εσύ δεν το άφησες.
Ό τόνος της φωνής και το ύφος του είναι αυστηρά. Σηκώνει το χέρι και τη χαστουκίζει. Έπειτα, το ίδιο ξαφνικά και παράλογα εξαφανίζεται.
Ή νεωκόρος, κατάπληκτη και έντρομη, προσπαθεί να συνέλθει, Το αυτί πού δέχτηκε το χτύπημα πια δεν ακούει, Κάποια στιγμή συνέρχεται, βγαίνει στο κρύο και τρέχει για το σπίτι του ιερέα.
Ό παπά-Σωτήρης την ακούει προσεκτικά.
-Πάμε γρήγορα να τον βρούμε, της λέει σοβαρά.
Αρχίζουν να τον ψάχνουν. Παντού, ως και στο λεωφορείο της γραμμής πού ετοιμάζεται για την Αθήνα. Τίποτε. Κανένας δεν τον είδε, κανένας δεν τον απάντησε.
Όποτε κάνουν στροφή και γυρίζουν στο ναό του Μιχαήλ. Ανοίγουν την πόρτα του. Μπαίνουν στην ησυχία σαν σε σύννεφο και διαποτίζονται από αυτή σε κάθε τους κύτταρο. Κοιτάζονται με νόημα. 

Σταυροκοπιούνται. Το κερί του ξένου ήταν πάλι αναμμένο και τους κοίταζε.
Μένει έτσι, άλιωτο, μέχρι το άλλο απόγευμα. Όταν, πάλι μόνο του ν' ανάβει στο σύμπαν του ναού και με τη νεωκόρο να το κοιτάζει έκπληκτη, απότομα σε μία στιγμή λιώνει και χάνεται όμοιο με δάκρυ στην άμμο.

Οι Αρχιστράτηγοι των Ασωμάτων
Πηγή: Αποσπάσματα από τη Συλλογή «Σαλιγκάρι στην Πέτρα», του Μιχάλη Λεβέντη.