Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

«Στον πάγο» οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις

Τον Δεκέμβριο του 2012, η καθημερινή εφημερίδα Κομερσάντ έγραφε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, εμφανίστηκε με μια νέα αντίληψη για την εξωτερική πολιτική της Ρωσικής Συνομοσπονδίας, την οποία προετοίμασε το υπουργείο Εξωτερικών, μετά από αίτημά του.
Πηγή: RIA NOVOSTI
Το έγγραφο, που δεν έχει ακόμη δημοσιοποιηθεί, αναμένεται να θέσει τη διεθνή ατζέντα της Ρωσίας, στην τρίτη προεδρική θητεία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Σύμφωνα με την Κομερσάντ, μείζων στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας θα είναι η οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση του μετασοβιετικού χώρου (με την Ευρωασιατική Ένωση να αποτελεί τη βασική συγκολλητική ουσία) όπως, άλλωστε, είχε προτείνει κάποιους μήνες νωρίτερα, ο Πούτιν. Δεύτερη προτεραιότητα συνιστούν οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, η Ρωσία φέρεται ότι θα επιμείνει, προκειμένου οι ΗΠΑ να παράσχουν «επίσημες νομικές εγγυήσεις ότι το σχεδιαζόμενο αμυντικό πυραυλικό σύστημα δεν θα στοχεύει τη ρωσική πυρηνική άμυνα» και ακόμη ότι οι ΗΠΑ «δεν θα παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών».

Κλίμα αβεβαιότητας
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι οι σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ, το 2013, εισέρχονται σε κλίμα βαθιάς αβεβαιότητας. Από τη μία πλευρά, η επανεκλογή του Μπαράκ Ομπάμα για δεύτερη θητεία στην προεδρία, φαινόταν να προοιωνίζεται σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμες διμερείς σχέσεις. Επίσης, η Ρωσία ήταν εμφανώς ικανοποιημένη με την είδηση ​​ότι το σημαντικότατο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών ανατέθηκε στον Δημοκρατικό γερουσιαστή της Μασαχουσέτης, Τζον Κέρι, έμπειρο και  ειδικό στην εξωτερική πολιτική, και με τον οποίο η Μόσχα θεωρεί ότι κατά κάποιο τρόπο μπορεί να διαπραγματευτεί. Η ανάληψη των καθηκόντων του Τζον Κέρι αναμένεται ότι θα επικυρωθεί από τη Γερουσία, παρότι ακόμη δεν έχει περάσει από ακρόαση.
Από την άλλη, όμως, το τέλος του 2012 σημαδεύτηκε από τη στάση του Κογκρέσου, που πίεσε ώστε να υιοθετηθεί τελικά η τροπολογία του νόμου Μαγνίτσκι, με την οποία απαγορεύεται η είσοδος στις ΗΠΑ και παγώνουν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία  Ρώσων αξιωματούχων, υπόπτων για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε απάντηση του νόμου Μαγκνίτσκι, τον οποίο η Μόσχα θεωρεί κατάφωρα αντιρωσικό, το ρωσικό κοινοβούλιο πέρασε αμέσως τον Ομοσπονδιακό νόμο 272, τον επονομαζόμενο, Ντίμα Γιακοβλεβ. Έτσι ονομαζόταν ένας μικρός Ρώσος υιοθετημένος από Αμερικανούς, ο οποίος πέθανε σε τραγικό ατύχημα. Στον πυρήνα του ο νόμος Ντίμα Γιάκοβλεφ απαντά  στον νόμο Μαγκνίτσι, απαγορεύοντας την είσοδο στη Ρωσία σε αμερικανούς πολίτες που θεωρούνται υπεύθυνοι για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ρώσων πολιτών. Ωστόσο, οι νομοθέτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας προσέθεσαν δύο διατάξεις, που μετέτρεψαν το νόμο σε κάτι περισσότερο από «αμιγώς» συμμετρικό αντίποινο. Πρώτον, απαγόρευσαν τη χρηματοδότηση  ρωσικών μη κυβερνητικών οργανώσεων από τις ΗΠΑ, οι οποίες δήθεν ασχολούνται με «πολιτικές δραστηριότητες». Δεύτερον, με μία άκρως αμφιλεγόμενη κίνηση, έβαλαν τέλος στις υιοθεσίες  ορφανών Ρωσόπουλων από αμερικανικές οικογένειες.

Αντιαμερικανισμός
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι και οι δύο νόμοι θα ψυχράνουν τις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ από το 2013 και μετά. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους δύο νόμους. Η υιοθέτηση του νόμου Μαγκνίτσκι, αντανακλά την παρουσία ενός ισχυρού λόμπι στο αμερικανικό Κογκρέσο, πρόθυμου να υποδαυλίσει τον αντιρωσισμό, τώρα που η περιβόητη τροποποίηση Jackson-Vanik έχει πλέον καταργηθεί. Την ίδια ώρα, ο Λευκός Οίκος διαφωνεί με τον νόμο Μαγκνίτσκι και διαθέτει αρκετά εργαλεία, ώστε να μετριάσει τις επιπτώσεις του. Τον νόμο Ντίμα Γιάκοβλεβ, αντιθέτως,  τον στηρίζουν σε όλα τα επίπεδα της ρωσικής κυβέρνησης. Η διοίκηση της προεδρίας φέρεται, ότι ξεκίνησε την νομοθετική πρωτοβουλία ( με κύριο μοχλό τον αναπληρωτή επικεφαλής της διοίκησης, Βλαντισλάβ Βολοντίν) και στη συνέχεια υποστηρίχθηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται στην Κρατική Δούμα και το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Πούτιν εξέφρασε την υποστήριξή του στο νομοσχέδιο, πριν ακόμη το δει.
Επομένως, η υιοθέτηση του Ομοσπονδιακού Νόμου 272, αποτελεί ένδειξη ότι η αντιαμερικανική εκστρατεία που ξεκίνησε ο Πούτιν πριν από ένα χρόνο, δεν έμελε να αποτελέσει απλά ένα βραχυπρόθεσμο εκλογικό εργαλείο. Στην πραγματικότητα, ο αντιαμερικανισμός μετατρέπεται σε κυρίαρχο ρεύμα, στη γλώσσα της ρωσικής πολιτικής. Η ρωσική πολιτική ελίτ έχοντας συνειδητοποιήσει τελικά  τη ζημιά που έχει προκληθεί στην εικόνα της χώρας στο εξωτερικό από την επιστροφή του Πούτιν στο Κρεμλίνο, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, πως δεν θα είχε τίποτα να κερδίσει από τη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας. Αντίθετα, φαίνεται να πιστεύουν ότι η συνεχιζόμενη προπαγάνδα της εικόνας του «εχθρού προ των πυλών» θα εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες τους, επιβραδύνοντας τη φθορά της δημόσιας υποστήριξης στο καθεστώς.

Επικίνδυνες τακτικές
Ούτε το Κρεμλίνο θα μπορούσε, ασφαλώς, να αγνοήσει το γεγονός, ότι οι εγχώριοι επικριτές του υποστήριξαν εν πολλοίς τον Νόμο Μαγκνίτσκι και όχι τον νόμο Ντίμα Γιάκοβλεβ. Και αυτό για το Κρεμλίνο αποτελεί έναν επιπλέον λόγο, για να  σκληρύνει τη στάση της Ρωσίας έναντι των ΗΠΑ. Η χειροτέρευση των σχέσεων των δύο χωρών, το διευκολύνει να σκιαγραφήσει την αντιπολίτευση ως «πληρωμένους ξένους πράκτορες».
Ίσως, μια «εποχή παγετώνων» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας να αποτελεί  και το τίμημα για το Κρεμλίνο προκειμένου να διατηρήσει την  παροιμιώδη σταθερότητα για την οποία κόπτεται. Ωστόσο, σ’ αυτή την προσέγγιση, υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος, η νοοτροπία «οχυρού» της Μόσχας, που αποτυπώνεται στην τωρινή στάση της έναντι της Ουάσιγκτον, να εξαπλωθεί ραγδαία, ως μετάσταση μάλιστα, και σε άλλες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής. Σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, τότε, κανένας στόχος από όσους αναφέρονται ως ιδέες της νέας εξωτερικής πολιτικής δεν πρόκειται να επιτευχθεί.