Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

“Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΗΔΗ ΑΡΧΙΣΕ...”

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου 
Πατρῶν κ. κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Πρέπει τελικά νά ὑπάρξουν κάποιες ξεχωριστές στιγμές, ὥστε νά διαπιστώσῃ περίτρανα κανείς, ὅτι αὐτός ὁ Λαός ἐπιστρέφει ἤδη ὁλοταχῶς στήν πηγή καί τήν κοιτίδα τῆς ζωῆς του, τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξής του. Πολλές φορές ἐξ αἰτίας τῆς δεινῆς καταστάσεως καί πνευματικῆς καταπτώσεως, διερωτήθημεν καί διερωτώμεθα. Καί τί μέλλει πλέον γενέσθαι; Ἀπέλιπεν ἡ ἐλπίς; Ἀλλ’ ὄχι. Οἱ πνευματικές ἀντιστάσεις τῶν Ἑλλήνων εἶναι τόσο δυνατές καί ἰσχυρές, πού πιστεύομε ὅτι ἄν χρειασθῇ, ἀκόμη καί ὄρη θά μετακινήσουν.
Ἀφορμή νά κάνω αὐτές τίς σκέψεις μοῦ ἔδωσε ὁ Ἑορτασμός τῆς ἐπετείου τῶν 170 ἐτῶν ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, πού σέ πολλές πόλεις τῆς Ἑλλάδος πραγματοποιήθηκε λαμπρῶς, κατά χρέος πρός τόν γενναῖο στρατηγό καί θρυλικό πολέμαρχο.
Ἡ Πάτρα δέν θά μποροῦσε νά ὑστερήσῃ ὡς πρός τόν ἑορτασμό, ἀφοῦ εἶναι πόλη ἡ ὁποία ἔχει ἄρρηκτα συνδεθῆ μέ τούς ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνες καί τούς γενναίους ἀγωνιστάς (Κολοκοτρώνη, Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, Ζαΐμη, Πετμεζᾶ, κλπ). Ἐξ ἄλλου τό Ἀρκαδικό στοιχεῖο τῆς πόλεως εἶναι δυναμικό καί πρωτοστάτησε στόν λαμπρό ἑορτασμό καί στό μνημόσυνο τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.
Πλήθη πιστῶν κατέκλυσαν τόν Μητροπολιτικό μας Ναό, μέ ἔκδηλη τήν συγκίνηση γιά τόν Γέρο τοῦ Μωρηά, καθώς στόν σολέα τοῦ Ναοῦ ἐδέσποζε ἡ εἰκόνα μέ τήν μορφή του δαφνοστεφανωμένη, καί τά σπαθιά σταυρωτά ἐπάνω στό τραπέζι τό καλυμμένο μέ τήν Ἑλληνική Σημαία.
Δάκρυα ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια τῶν περισσοτέρων, καθώς μιλούσαμε γιά τόν ἀπελευθερωτή τῆς Ἑλλάδος, καί νοερά ταξιδεύαμε στά λημέρια πού περπάτησε, πολέμησε καί μεγαλούργησε ὁ σταυραητός τῆς Ρωμηοσύνης. «Μετά τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον Χριστέ τήν ψυχή τοῦ δούλου σου...» ἔψαλε ὁ Χορός τῶν Ψαλτῶν, καί μαζί ὅλος ὁ Λαός εὐχόταν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ γιγαντόψυχου καί λεοντόκαρδου Ἕλληνα. 
Κορύφωμα τῆς συγκινήσεως ὁ Ἐθνικός Ὕμνος, πού δόνησε τόν Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας βγαλμένος ἀπό τίς καρδιές τῶν ἐκγόνων τοῦ Κολοκοτρώνη.
Δέν θά σταθῶ στά ὅσα ἐξέφρασαν γιά τήν μορφή τοῦ ἀνεπανάληπτου Ἕλληνα οἱ μεγαλύτεροι, ἀλλά στά ὅσα εἶπαν νέοι ἄνθρωποι πού μετεῖχαν στήν Θεία Λειτουργία, κάποιοι μάλιστα χωρίς νά γνωρίζουν ὅτι ἐπρόκειτο νά τελεσθῇ τό Μνημόσυνο τοῦ Κολοκοτρώνη.
«Συνήθως στά μνημόσυνα φεύγω», μοῦ εἶπε ἕνας νεαρός. «Ὅμως ἀκούοντας τήν ἀναφορά στόν Κολοκοτρώνη, δέν μπόρεσα αὐτή τήν φορά νά φύγω βιαστικά γιά τόν καθιερωμένο καφέ μέ τούς φίλους μου, ἀλλά καθηλώθηκα λές καί ἐκεῖνος (ὁ Κολοκοτρώνης) μέ κρατοῦσε ἀπό τό χέρι καί μιλοῦσε στήν καρδιά μου».
Εὐτυχῶς, σκέφτηκα, εὐτυχῶς μέσα στήν καρδιά τῶν Ἑλλήνων ὑπάρχουν οἱ εὐαίσθητες χορδές, πού ὅταν κάποιος τίς ἀγγίξῃ βγάζουν παναρμόνιο ἦχο. Δόξα τῷ Θεῷ, συνέχισα μέ τήν σκέψη μου, ὑπάρχει ἡ δίψα γιά τό ἀληθινό, τό ἡρωϊκό καί ὡραῖο καί γι’ αὐτό ἡ ἀντίστροφη μέτρηση ἔχει ἀρχίσει. Ἡ κραυγή ἤδη ἀκούεται. Εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τήν φωνή τοῦ Κολοκοτρώνη, πού διέσχισε βουνά καί φαράγγια, παρμένη ἀπό τῆς λευτεριᾶς τόν ἀέρα: «Ὄπισθεν ὁλοταχῶς στίς θέσεις καί τά μετερίζια μας!». Ἐγκαταλείψαμε τίς ἀσφαλεῖς ἐπάλξεις, καί ἀπό φρυκτωροί, φύλακες δηλαδή ἀκοίμητοι καί ἀσυμβίβαστοι ἀγωνιστές, μεταβληθήκαμε σέ ἀδιάφορους περιπατητές στήν ραστώνη τῆς πεδιάδος, ἡ ὁποία οὐδεμίαν ἀσφάλεια παρέχει στήν ὕπαρξη καί τήν ὑπόστασή μας. Μᾶς ὡδήγησαν, καλύτερα μᾶς ἔσπρωξαν, βίαια στόν ὠκεανό χωρίς τήν ἀπαραίτητη ἐξάρτηση μέ σκοπό νά καταποντισθοῦμε ὡς Ἔθνος καί ὡς Λαός.
Καί ἰδού ὁ ἀγῶνας τῆς σωτηρίας. Οἱ τῆς πεδιάδος σπεύδουν στήν ἀσφάλεια τῆς σκιᾶς τοῦ ἄπαρτου καί γρανιτένιου κάστρου, καί οἱ κινδυνεύοντες νά καταποντισθοῦν στήν θάλασσα ἀγωνίζονται νά ξεπεράσουν τήν φουρτούνα καί ἤδη ἐνίκησαν τά κύματα.
Κάποιοι ἐπέχαιραν καί ἐπιχαίρουν μέ τά πάθηματά μας καί τήν ὀλιγωρία μας. Εἶχαν καί ἔχουν ἐξ ἄλλου τόν λόγο τους. Εἶχαν φροντίσει νά βάλουν καί δικούς τους φύλακες «τῶν παιδιῶν», ὥστε ἐπίτηδες νά ἀδιαφορήσουν, ἤ καί νά σπρώξουν στήν καταστροφή χωρίς οἶκτο γιά τήν κατάντια.
Ὅμως λογάριασαν μέ λάθος τρόπο καί ἔπεσαν ἔξω στούς ὑπολογισμούς. Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Κολοκοτρώνη καί τῶν ἄλλων ἡρώων καί μαρτύρων ὑπέρ πίστεως καί Πατρίδος. Βγῆκαν ἀπό τήν θάλασσα καί τό ἀστραποβόρι τεσσάρων αἰώνων καί ὕψωσαν τρόπαιο νίκης, ἀφήνοντας στούς ἐπιγενομένους ἱερά παρακαταθήκη.
Καί ἰδού, τά μανιασμένα κύματα ἤδη ἐλύγισαν τά ἴδια, ἀντί τά κορμιά νά τσακίσουν. Ὁ ἥλιος στήν πεδιάδα καταμεσήμερο, τόσο καυτός, δέν ἔριξε καταγῆς ἀδύναμους τούς πεζοπόρους. Ἄντεξαν – ἀντέχουν. Εἶναι γερό τό σκαρί.
Ἡ ἀντίστροφη μέτρηση ἄρχισε. Τί κι ἄν κάποιοι ἔκρυψαν τόσα χρόνια τήν ἀλήθεια; Τί κι ἄν τόσοι ἐπολέμησαν παθιασμένα νά κόψουν τίς ρίζες γιά νά ξεραθῇ τό δένδρο; Τί κι ἄν ρήμαξαν τήν οἰκογένεια καί τά σχολεῖα; Τί κι ἄν θέλησαν τήν γλῶσσα νά ξερριζώσουν καί τίς πνευματικές ἀξίες νά εὐτελίσουν; Τί κι ἄν συκοφάντησαν τούς ἀγῶνες γιά τήν πίστη καί τήν λευτεριά; Τί κι ἄν κουβάλησαν ξένα πρότυπα γιά νά τά προβάλλουν ὡς «μοντέλα» ἑνός ξένου πρός τήν Πατρίδα μας καί ἀλλόκοτου τρόπου ζωῆς; Τί κι ἄν πολέμησαν καί πολεμοῦν μέ λύσσα τά ἱερά σύμβολα τῆς φυλῆς καί τοῦ γένους μας; Πρός καιρόν ἡ χαρά. Θά ἔλεγε ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Σκιά ἦν, καί παρέδραμε· καπνός ἦν, καί διελύθη· πομφόλυγες ἦσαν, καί διερράγησαν...» (Εἰς Εὐτρόπιον, 52. 391). Ὑπελόγισαν ὅτι θά ἐπιτύχῃ ἡ «κάθοδος» καί θά συντριβῇ τό «θῦμα». Ὅμως τούς κατερχομένους προέφθασε ἡ εὐχή ὅλων αὐτῶν πού ἀγωνίστηκαν γιά τήν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ οἴκου, τῆς Ἑλλάδος δηλ. καί τῶν παιδιῶν της, κυρίως ὅμως ἡ κραταιά σκέπη τοῦ Ὑψίστου.
Ἔζησαν, δυστυχῶς, κάποια χρόνια τά Ἑλληνόπουλα μέ τό παραμύθι, μέ τήν ψεύτικη ἀπόλαυση, μέ τίς πλάνες παροχές, μέ τούς ξενόφερτους τρόπους. Φόρεσαν «ἀταίριαστο» γιά τό παράστημά τους κουστούμι. Εἶπαν, «ἐδῶ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία». Ὅμως ὅ,τι λάμπει δέν εἶναι χρυσός. Διεπίστωσαν, δόξα τῷ Θεῷ, ὅτι γιά μᾶς χρυσάφι σ’ αὐτές τίς ἀτραπούς δέν ὑπάρχει.
Τώρα, προσγειωμένοι, πιάστηκαν ἀπό τό ἀγέρωχο δένδρο, πού τόσους αἰῶνες ἀγέρες δέν τ’ ἀκούμπησαν, οὔτε ἡ βαρυχειμωνιά τό ἄγγιξε. Κάθησαν κάτω ἀπό τήν βαθύσκια φυλλωσιά του καί ξεδίψασαν ἀπό τήν πηγή πού ἀναβλύζει ἀπό τήν ρίζα του. Χάσανε, εὐτυχῶς, τίς ψεύτικες «ἀκτίνες», ἀπώλεσαν τίς ψεύτικες ἀπολαύσεις, ἀλλά βρῆκαν τήν σιγουριά.
Ἡ φωνή ἐπαναλαμβάνεται, εἶναι τόσο δυνατή: «Ὄπισθεν ὁλοταχῶς στίς θέσεις καί τά μετερίζια μας!». Ἕλληνες, σταθῆτε στήν Πίστη τήν Ὀρθόδοξη, στήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, στήν τιμή τῆς οἰκογένειας, στό ἀθάνατο καί ἀδούλωτο πνεῦμα καί φρόνημα τῆς φυλῆς μας!
Τώρα δέν τό φωνάζει ὁ Κολοκοτρώνης μόνος του. Ἀκούονται πολλές φωνές, «ὡς ἦχος καί βροντή ὑδάτων πολλῶν». Ξεχωρίζουν οἱ φωνές τῶν νέων μας, τῶν παιδιῶν μας, πού διψᾶνε γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ζωή καί θά πάρουν «ἐκδίκηση» γιά τούς καιρούς πού χάσανε.
Οἱ γιορτές σάν αὐτή τοῦ Κολοκοτρώνη, οἱ ἐθνικές ἐπέτειοι, ὁ Ἐθνικός μας Ὕμνος, οἱ ἐνθουσιώδεις λόγοι ψυχώνουν μικρούς καί μεγάλους, καί δείχνουν τήν δίψα τοῦ Ἕλληνα γιά τήν λευτεριά του, ἀφοῦ γιά ὅλες τίς ἐποχές ἰσχύει τό:
«Ραγιάς ὁ Ἕλληνας δέν ζεῖ
καί ξέρει νά πεθαίνει».
Αὐτή ἡ δίψα γιά τήν λευτεριά, πού περνάει μέσα ἀπό τόν «θάνατο», ὁδηγεῖ  στήν Ἀνάσταση. Αὐτή τήν δίψα τήν ἐκφράζουν πλέον τόσο φανερά οἱ νέοι μας, παρασύροντας καί ὅλους τούς ἄλλους.
Εὐτυχῶς γιά τήν Ἑλλάδα ἡ ἀντίστροφη μέτρηση ἄρχισε.
«Τό ἔναυσμα τοῦ ἡρωισμοῦ εἶναι ἡ δυσχέρεια».