Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

«Ἂν σήμερα δὲν μονοιάσουμε, ἂν σήμερα δὲν βροῦμε τὰ κουράγια νὰ πιαστοῦμε ἀπὸ τὸ χέρι, ἂν ἐτοῦτο τὸν βαρὺ καιρὸ δὲν παλέψουμε, ἕνα νὰ ξέρεις… Αὔριο δὲν θὰ ἔχει μείνει τίποτε γιὰ νὰ παλέψουμε νὰ τὸ πάρουμε»

Ἔχουμε δικαίωμα στὸ χῶμα ποὺ πατᾶμε, στὸ χῶμα ποὺ μᾶς θρέφει στὸ χῶμα αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀγκαλιάσει στὴν αἰωνιότητα. Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ αὐτὸ τὸ χῶμα τὸ τιμοῦμε, ποὺ σὲ αὐτὸ τὸ χῶμα βλέπουμε τὸ αἷμα τὸ προγονικὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ χῶμα μυρίζουμε τοὺς ἀνθοὺς τῆς ζωῆς, ἔχουμε δικαίωμα νὰ παλέψουμε καὶ νὰ δώσουμε τὸν νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγώνα. Γιατί, αὐτὸ τὸ χῶμα θὰ εἶναι μετὰ ἀπὸ ἐμᾶς, θὰ εἶναι μετὰ καὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μας. Αὐτὸ τὸ δικαίωμα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ στερήσει κανείς. Ὅλοι ἐσεῖς, οἱ ἄλλοι, ποὺ τοῦτο τὸ χῶμα τὸ μολύνετε μὲ κάθε τρόπο ποὺ μπορεῖτε, ποὺ τοῦτο ἐδῶ τὸ χῶμα τὸ ἀτιμάζετε ἐπειδὴ δὲν εἶστε ἄξιοι οὔτε καν νὰ τὸ θωρεῖτε, νὰ ξέρετε πὼς θὰ μᾶς ἔχετε ἀπέναντί σας καὶ μὲ ἐμᾶς ποὺ ἀκόμη νιώθουμε τὴν λογική μας, ποὺ ἀκόμη τιμᾶμε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας, ποὺ ἀκόμη ἡ καρδιὰ μᾶς ἀκούει τὶς φωνὲς τὶς προγονικές, μὲ ἐμᾶς θὰ παλέψετε γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ κλέψετε αὐτὰ ποὺ δὲν σᾶς ἀνήκουν.
Κι ἐσεῖς οἱ ὑπόλοιποι, ποὺ βρεθήκατε ἀπαίδευτοι καὶ γείρατε ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ καιροῦ, ἐσεῖς ποὺ δὲν μπορεῖτε νὰ σταθεῖτε ἐκεῖ ποὺ τὸ αἷμα σᾶς προστάζει, μὴν σκιάζεστε. Ὁ τρόμος ποὺ ἔχουνε σχεδιασμένο γιὰ νὰ ζήσουμε, δὲν τελειώνει ἐδῶ... Ἐτοῦτοι ποὺ εἶδαν τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ σᾶς κλέψουν τὴν ζωή, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν μέχρι νὰ τὸ πετύχουν.
Προκάμετε, λοιπόν, πατριῶτες… Προκάμετε ἐπειδὴ εἶναι βαρὺ τὸ τίμημα τῆς λευτεριᾶς. Τῆς λευτεριᾶς ποὺ κερδίζεται καὶ ποὺ δὲν χαρίζεται. Ἐὰν σταθεῖτε τώρα, ἐὰν κουράστηκε ἡ ψυχή σας, ἕνα νὰ ξέρετε, θὰ σᾶς λιανίσουν ἐπειδὴ....
 ἄλλο δὲν ξέρουν νὰ κάνουν οἱ γενίτσαροι ἐτοῦτοι. Θὰ σᾶς λιανίσουν ἐπειδὴ τρέμουν μὴν καὶ σηκώσετε τὸ κεφάλι, μὴν καὶ βρεῖτε τὰ κουράγια ἐκεῖνα ποὺ τὸ αἷμα ἔχει κρυμμένα στὶς ἀποθῆκες τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς ψυχῆς σας. Θὰ σᾶς λιανίσουν γιὰ νὰ μὴν τοὺς λιανίσετε ἐσεῖς...
Τί κι ἂν οἱ δρόμοι σήμερα εἲν’ ἀδειανοί…! Τί κι ἂν τὰ κεφάλια τῶν περσότερων εἶναι σκυμμένα καὶ τὸ μυαλὸ πετάει σὲ ὅσα χαθῆκαν…! Κάντε λοιπὸν ἕνα βῆμα, νὰ σηκωθοῦν τὰ κεφάλια, νὰ γεμίσουν οἱ δρόμοι μὲ φωνὲς καὶ μὲ τὰ χέρια μας νὰ πάρουμε πίσω τὸ βιός μας…
Ἕνα βῆμα, μία καλὴ ἀρχή, ἐτοῦτο μᾶς χρειάζεται γιὰ νὰ σηκωθοῦμε καὶ νὰ πᾶμε ψηλά, στὰ ψηλότερα, μακριὰ ἀπὸ ἐτοῦτα τὰ σκοτάδια ποὺ τὰ σκυλιὰ θέλουν νὰ μᾶς κλείσουν.
Κοίτα μὲ στὰ μάτια πατριώτη καὶ πές μου… τί μᾶς χωρίζει; Νὰ σοὺ πῶ ἐγώ; Τίποτες πέρα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βάζουν ζιζάνια γιὰ νὰ μᾶς ἔχουν χώρια. Γιατί, μᾶς φοβοῦνται σὰν εἴμαστε μαζί. Μᾶς τρέμουν, ὅπως τρέμει ὁ κλέφτης τὸν νοικοκύρη, ὅπως τρέμει ὁ ἐγκληματίας τὸν σοφὸ δικαστή, ὅπως τρέμουν οἱ διαόλοι τὸ φῶς…Ἀδερφέ, σύντροφε, πατριώτη, πὲς μὲ ὅπως ἐσὺ θές. Μὰ ἕνα νὰ ξέρεις... Ἂν σήμερα δὲν μονοιάσουμε, ἂν σήμερα δὲν βροῦμε τὰ κουράγια νὰ πιαστοῦμε ἀπὸ τὸ χέρι, ἂν ἐτοῦτο τὸν βαρὺ καιρὸ δὲν παλέψουμε, ἕνα νὰ ξέρεις… Αὔριο δὲν θὰ ἔχει μείνει τίποτε γιὰ νὰ παλέψουμε νὰ τὸ πάρουμε. Θὰ μᾶς τὰ ἔχουν πάρει ὅλα.
Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ γής, τὸ σπίτι καὶ τὸ βιός σου…
Δὲν εἶναι ποὺ θὰ σοὺ πάρουν τὸ χαμόγελο ἀπὸ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου…

Θὰ σοὺ κλέψουν τὴν περηφάνια...
Θὰ σοὺ βρωμίσουν τὰ ἱερά σου...
Θὰ σοὺ ποδοπατήσουν τὴν τιμή σου.

Καὶ τότε, ὅλοι μας, σὰν ἔρθει ἡ ὥρα μας, θὰ πεθάνουμε ντροπιασμένοι… ἀπὸ ἕνα τσοῦρμο λεχρίτες. Ἐγώ σου τὰ ‘πὰ καὶ σοὺ ἁπλώνω τὸ χέρι. Ἔλα, ἔχουμε δρόμο μπροστά μας. Κι ἔχουμε πολλὰ νὰ κάνουμε. Οἱ μυρωδιὲς τῆς γὴς σὲ λίγο θὰ ἀρχίσουν νὰ ξεπηδοῦν καὶ νὰ καλοῦν ὅσους λατρεύουν τὴν ζωή. Ἔλα σου λέω… κι ὁ θερισμὸς σιμώνει… Ἔλα κι οἱ τυχεροὶ θὰ ἀσπαστοῦν μὲ τοὺς ἀγγέλους στ’ ἄστρα…

    Ἐτοῦτες τὶς ὧρες τὰ μάτια βουρκώνουν
    Ἐτοῦτες τὶς ὧρες θεριεύει ἡ ψυχὴ
    Ἐτοῦτες τὶς ὧρες παιδιὰ ἀντριεύουν
    καὶ πίνουν τῆς λευτεριᾶς τοὺς τὸ ἀθάνατο κρασὶ
    Ἀγνώστου Ἕλληνα

ΥΓ: Τὸ κείμενο αὐτὸ πρωτογράφτηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 2012, μὰ σήμερα οἱ μέρες ἔχουν γιομίσει, τὰ μάτια ἔχουν ἀρχίσει νὰ βλέπουν, ὁ σκοτεινὸς ἐχθρὸς ξεσκεπάζεται ἐπειδὴ βιάζεται νὰ μᾶς ξεκάνει. Ἐτοῦτες τὶς ἡμέρες βλέπουμε ὅλοι μας πὼς ὁ στόχος τους δὲν εἶναι τὸ χρῆμα, ἀφοῦ τὸ εἴχανε ἀπὸ πάντα. Ὁ στόχος τοὺς εἶναι ἕνας λαός, ποὺ ποτὲ δὲν τοὺς ἀνέχθηκε, ἕνας λαὸς ποὺ πάντοτε βρῆκε τὰ κουράγια καὶ τὶς δυνάμεις ἐκεῖνες γιὰ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του καὶ νὰ βροντοφωνάξει τὸ δίκιο, νὰ παλέψει γιὰ τὰ αὐτονόητα, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνει κραυγάζοντας "ὄχι". Τώρα, λοιπόν, ποὺ οἱ εἰσβολεῖς ἔγιναν γνωστοί, τώρα ποὺ φεύγει ἡ ὁμίχλη, τώρα ποὺ ἑτοιμάζονται οἱ δειλοὶ γιὰ τὸ ὁλοκληρωτικό τους χτύπημα, ἐμεῖς πρέπει νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν φυσιολογικὸ ἀνθρώπινο φόβο, πρέπει νὰ ὑποτάξουμε τὴν λογικὴ ποὺ μᾶς βάλανε οἱ ἐπιτήδειοι, πρέπει νὰ κάνουμε τὸ δικό μας ἅλμα καὶ νὰ γράψουμε τὴν ἱστορία ξεγράφοντας τὰ ἀποβράσματά της, ἀποτινάσσοντας τὶς ἁλυσίδες ποὺ πασχίζουν νὰ μᾶς φορέσουν... Ἐτοῦτοι βάζουνε σὰν ὅπλο τοὺς τὸν μαμωνά, τὸν ἴδιο τὸν διάολο γιὰ νὰ μᾶς πολεμήσουν. Ἐμεῖς βάνουμε τὴν πίστη μας καὶ τὸν Θεό μας ποὺ ἀπὸ πάντα μᾶς στάθηκε ὅποτε τοῦ τὸ ζητήσαμε. Ὁ θερισμὸς σιμώνει, λοιπόν... Καὶ θέλει πολλὴ δουλειὰ μετὰ τὴ νίκη. Ἐτούτη ἡ πατρίδα ἔθρεψε καὶ ἀνέχτηκε πολλὰ σκουπίδια, σκιὲς καὶ ὑπηρέτες τῶν δαιμόνων... Γιὰ ἐτούτη τὴν πατρίδα ξανάρθε ἡ στιγμὴ νὰ δοξάσει καὶ νὰ δοξαστεῖ. Γὶ αὐτὸν τὸν λαὸ ὑπάρχει ὁ μονόδρομος τῆς ἀξιοπρέπειας καὶ τῆς λευτεριᾶς, ποὺ χαράχτηκε ἀνεξίτηλα σὲ χώματα, σὲ πέτρες καὶ σὲ μάρμαρα ἀπὸ νέους καὶ νέες ποὺ δὲν ἤξεραν γιὰ τί ἄλλο νὰ ζήσουν, πέρα ἀπὸ τὴν λευτεριά... Ἄντε, τὸ λοιπόν, ἀδέρφια. Ἂς ἑτοιμαζόμαστε νὰ γιορτάσουμε καὶ νὰ τιμήσουμε τὴν πατρίδα, τοὺς προγόνους καὶ τοὺς Ἁγίους, χορεύοντας μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ κάνοντας γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ τὸν χάρο νὰ μᾶς σεβαστεῖ... Ἄντε τὸ λοιπὸν ἀδέρφια. Γιατί ἂν δὲν διώξουμε σύντομα ἐτοῦτο τὸ σκοτάδι, δὲν θὰ φύγει ποτὲ γιὰ νὰ δώσει τὴν θέση του στὸ φῶς...