Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Ἀρμενικὴ γενοκτονία ἀφιερωμένη στοὺς Ἕλληνες τουρκολάγνους

Γράφει ὁ Νίκος Χειλαδάκης,
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Στὶς 15 Μαρτίου 1921, λίγα χρόνια μετὰ τὴν μεγάλη σφαγὴ -γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν μεσημέρι, ὁ Ἀρμένιος πατριώτης Soghomon Tehlirian, ὕστερα ἀπὸ συστηματικὴ παρακολούθηση δέκα ἡμερῶν, ἔκρινε πὼς ἔφτασε ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ ἐκτελέσει τὸ σχέδιό του. Στὴν ὁδὸ Χίντεμπουργκ, σὲ ἕνα προάστιο τοῦ Βερολίνου, κάνει ἀνύποπτος τὴν συνηθισμένη τοῦ βόλτα ντυμένος εὐρωπαϊκὰ καὶ ἀκολουθούμενος σὲ ἀπόσταση μερικῶν μέτρων, κατὰ τὰ μουσουλμανικὰ ἔθιμα, ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ὁ ὀργανωτὴς τοῦ φρικιαστικότερου ἐγκλήματος στὴν ἱστορία τῆς ἐξόντωσης τῶν 1.500.000 Ἀρμενίων, ὁ ἄλλοτε ὑπουργὸς ἐσωτερικῶν της Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, Talat Pascha.

Ὁ Τεχλιριᾶν ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται μὲ τὸν Ταλαάτ, τὸν προσπερνάει καὶ ἐπιβραδύνει τὸ βῆμα του. Ξαφνικὰ γυρίζει πίσω καὶ τὸν κοιτάζει κατάματα. Τὸ βλέμμα τοῦ ἦταν ὁ πόνος μίας ὁλόκληρης γενιᾶς. Ὁ Τεχλιριᾶν ἦταν ἥσυχος καὶ ἡ συνείδηση τοῦ ἦταν ἤρεμη. Ὁ Ταλαὰτ ἔδειξε πὼς κατάλαβε κάτι, τὰ βλέφαρά του, ὅπως διηγήθηκε ἀργότερα ὁ ἐκτελεστῆς του, τρεμόπαιξαν.
Θέλησε νὰ λοξοδρομήσει γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν ἄγνωστο διαβάτη, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε. Ὁ Τεχλιριᾶν ἔβγαλε τὸ περίστροφό του καὶ μὲ μία ἀστραπιαία κίνηση τὸ σήκωσε στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ τοῦ γιγαντόσωμου Ταλαάτ.
Μία σφαίρα ἦτα ἀρκετή. Ὁ Ταλαὰτ βρέθηκε ξαπλωμένος καταγῆς. Ἡ γυναίκα τοῦ ἔπεσε λιπόθυμη ἐνῶ ὁ κόσμος ξεπετάχτηκε στὰ....μπαλκόνια καὶ ἀπὸ τὰ παράθυρα φωνάζοντας, «πιάστε τὸν πιάστε τὸν». Ὁ Τεχλιριᾶν ἔτρεξε νὰ ἐξαφανιστεῖ ἀλλὰ κάποιος ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση κατάφερε νὰ τὸν συλλάβει. Στὴν δίκη ποὺ ἔγινε καὶ ἡ ὁποία συγκέντρωσε τὸ παγκόσμιο ἐνδιαφέρων, ὁ Τεχλιριᾶν ἀπολογούμενος ἀπέρριψε τὴν κατηγορία ποὺ τοῦ ἀποδίδονταν μὲ τὴν φράση : «Σκότωσα μὰ δὲν εἶμαι δολοφόνος». Τὸ δικαστήριο, μετὰ ἀπὸ μία δραματικὴ δίκη, υἱοθετώντας καθὼς φαίνεται τὴν ἄποψη τοῦ τὸν ἀθώωσε. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἔγινε δεκτὴ μὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὴν διεθνῆ κοινὴ γνώμη καὶ θεωρήθηκε σὰν μία πρώτη δικαίωσή  του τότε κόσμου ἀπέναντι στὸ ἀνοσιούργημα τῆς ἀρμένικης γενοκτονίας τοῦ 1915-16. 

Ἡ ἴδια τύχη περίμενε καὶ ἄλλους πρωτεργάτες τοῦ ἀρμένικου πογκρόμ. Στὶς 6 Δεκεμβρίου 1921, ὁ Arsavir Sirakian Ἀρσαβὶρ Σιρακιᾶν σκοτώνει στὴν Ρώμη τὸν Sayid Halim Σαϊντ Χαλίμ. Οἱ Misak Torlakian Μισὰκ Τορλακιᾶν, Aram Perganian Ἀρὰμ Περγκανιάν,   Stepan Tsag?k?an Στεπὰν Τσαγικιᾶν καὶ Bedros Derbogos?an Μπεντρὸς Ντερμπογοσιᾶν, ὅλοι τους μέλη ὅπως καὶ οἱ δύο προηγούμενοι τῆς πατριωτικῆς ὀργάνωσης, «Ντασνάκ», ἀνακαλύπτουν καὶ σκοτώνουν τοὺς Bahaeddin Sak?r Μπαχαεντὶν Σακίρ, Kemal Pascha  Κεμὰλ Πασά, Ember Pascha Ἐμβὲρ Πασά. Μερικὲς δεκαετίες ἀργότερα, τὴν δεκαετία τοῦ ἑβδομήντα, ὅταν τὸ ἀρμενικὸ ἔθνος ξανανθιζε στὴν σύγχρονή του μορφή, ἡ ὀργάνωση ASALA ΑΣΑΛΑ ἔμελε νὰ ξεσηκώσει ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες δολοφονίες Τούρκων διπλωματῶν ἐκδικουμένη στὸ μέτρο τῆς ἠθικῆς δικαιοσύνης τὶς ἀμέτρητες σφαγὲς τῶν ἄρχων τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.  Τὸ πρόβλημα ὅμως τῆς ἀπόδοσης τῆς δικαιοσύνης πολλὲς δεκαετίες μετὰ τὶς γενοκτονίες  ἀκόμα δὲν ἔχει λυθεῖ. Ἡ σύγχρονη Τουρκία τοῦ ἰσλαμιστῆ Ταΐπ Ἐρντογᾶν συνεχίζει νὰ ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὶς  γενοκτονίες ποὺ διέπραξε ἀποδίδοντας τὴν ἠθικὴ δικαίωση  στὰ ἀμέτρητα θύματά τους, προκαλώντας μέχρι σήμερα τὴν ὀργὴ  στοὺς ἐπιζήσαντες ἀπογόνους αὐτῶν τῶν σφαγῶν. 

«“Δεν εἶχε ἀκόμα χαράξει”, ἔλεγε ὁ πατέρας μου, “ὅταν ὅλο τὸ χωριὸ ξεκίνησε μὲ θρήνους συνοδεία μερικῶν ζαπτιέδων, (Τούρκων χωροφυλάκων), παίρνοντας τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας, μὲ πολὺ λίγα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους, ἀφοῦ τὰ πάντα ἔπρεπε νὰ τὰ ἐγκαταλείψουν, γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι. Οἱ ἄνδρες εἶχαν συλληφθεῖ τὶς προηγούμενες μέρες καὶ εἶχαν ὁδηγηθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό, στὴ γειτονικὴ Καισάρεια. Ὕστερα ἀπὸ πορεία μερικῶν ὡρῶν φτάσαμε στὴν Καισάρεια καὶ ἐκεῖ ποὺ πλησιάζαμε στὴν πλατεία τῆς πόλης, ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς πορείας ἄρχισε ἕνας σπαρακτικὸς θρῆνος ποὺ σὲ λίγο ἔφτασε καὶ σέ μας καὶ μᾶς κάλυψε. Ἀντικρίσαμε ἕνα φοβερὸ θέαμα. H πλατεία εἶχε μετατραπεῖ σὲ ἕνα δάσος μὲ ἀγχόνες μὲ τὰ ἄψυχα σώματα τῶν ἀγαπημένων μας νὰ κρέμονται. O θρῆνος ξέσκιζε τὸν οὐρανό, γυναῖκες σφιχταγκαλίαζαν τὰ μικρά τους καὶ περνοῦσαν μπροστὰ ἀπὸ τὶς κρεμάλες χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ σταματήσουν ἔστω καὶ λίγο. Ἄλλες ἔπεφταν λιπόθυμες, κλαίγοντας σπαρακτικὰ τραβώντας τὰ μαλλιά τους. Οἱ ζαπτιέδες τὶς χτυποῦσαν βάναυσα ὑποχρεώνοντας τὶς νὰ προχωρήσουν. Ἀδιάφορο γιὰ τὸν θρῆνο τῶν γυναικών, ἕνα χαμίνι, τουρκόπαιδο, ξυπόλυτο, τριγυρνοῦσε μέσα στὶς ἀγχόνες, καγχάζοντας καὶ τραβώντας ἀπὸ τὰ πόδια τὰ σώματα τῶν κρεμασμένων, τὰ ἔφτυνε, τὰ κουνοῦσε πέρα δώθε, καὶ φώναζε χλευαστικὰ “Ποῦ εἶναι ἡ Ἀρμενία σας;”. Τὸ πρωινὸ ἀεράκι φυσοῦσε κάνοντας τὰ ἄψυχα ἀθώα σώματα νὰ αἰωροῦνται μέσα σὲ μία μακάβρια μελωδία ποὺ δημιουργοῦσαν οἱ τριγμοὶ ἀπὸ τὰ σχοινιὰ καὶ τὶς ἀγχόνες».
Ἀπὸ «Ἡ ἀρμενικὴ γενοκτονία» τοῦ Καραμπὲτ Καλφαγιᾶν, (Ἀρμένιος ἱστορικὸς συγγραφέας)

Οἱ γενοκτονίες τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, Ἑλλήνων, Ἀρμένιων καὶ Ἀσσύριων, ζητοῦν τὴν ἠθικὴ καὶ ἱστορική τους δικαίωση καὶ ὄχι τὴν ἄθλια παραγραφὴ τῆς ἱστορίας μὲ «συνωστισμοὺς» καὶ ἄλλες ἀνεκδιήγητες ἱστορικὲς ἀθλιότητες, στὸν βωμὸ μίας ὑποτιθέμενης ὑποκριτὴς προσέγγισης ποὺ ὅμως ἐξομοιώνει μὲ σκανδαλώδη τρόπο τοὺς θύτες μὲ τὰ ἀμέτρητα θύματά τους. orthodoxia-ellhnismos.gr