Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Αιρέσεις και σχίσματα• ήταν ποτέ μέρος της Εκκλησίας;

Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou
Το άρθρο αυτό δεν γράφεται με σκοπό να κατατάξει κάπου τους συνανθρώπους μας. Δεν γράφεται ούτε για να δείξει ποιοι θα σωθούν και ποιοι όχι. Άλλωστε, σε αυτό το ερώτημα, ο Κύριος ήδη έχει απαντήσει εδώ και αιώνες. Έτσι λοιπόν, όταν οι μαθητές Του τον ρώτησαν αν είναι λίγοι αυτοί που θα σωθούν, ο Κύριος απάντησε: «Αγωνίζεσθε εισελθείν δια της στενής πύλης ότι πολλοί λέγω υμίν ζητήσουσιν εισελθείν και ουκ ισχύσουσιν» (Λουκάς, ιγ 24). Σαν να τους λέει, «μην νοιάζεστε αν είναι πολλοί ή λίγοι, αλλά εσείς που πιστεύετε σε μένα, να αγωνίζεστε να μπείτε από την στενή πύλη». 

Ο σκοπός που γράφουμε τα παρακάτω, είναι μια μικρή προσπάθεια να δείξουμε τα όρια της Εκκλησίας, και αυτό όχι αυθαίρετα, αλλά με βάση ορισμένες πηγές, από τις πολλές που υπάρχουν. Που τελειώνουν αυτά τα όρια και που αρχίζει η αίρεση και η πλάνη; Διότι παρατηρείται στις πονηρές μέρες μας, να επιχειρείται προσπάθεια συνένωσης (και όχι ενότητας, που είναι και η βιβλική λέξη) πολλών, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης που ήδη ζούμε, και που εκφράζεται στον θρησκευτικό χώρο με την κίνηση του Οικουμενισμού, είτε αυτός αναφέρεται στην συνένωση των αιρέσεων, είτε στην συνένωση ακόμα και των θρησκειών.

Ακριβώς, επειδή πιστεύουμε στην ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου, και στο προκείμενο την θρησκευτική ιδιαιτερότητα η οποία είναι και σεβαστή, για αυτόν τον λόγο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν, τονίζοντάς τες. Έτσι, θα μπορεί ο καθένας να επιλέγει ελεύθερα αυτό που θέλει, χωρίς να χάνεται στην Βαβέλ των θρησκειών. Αφήνοντας λοιπόν το ποιος θα σωθεί και ποιος όχι, κάτι που ανήκει στον Θεό, εμείς ας δούμε μέσα από πηγές τα όρια αυτά της Εκκλησίας.

Δεν θα γίνει συστηματική παρουσίαση των διαφορών μας με τις αιρέσεις (του Παπισμού, τωνΠροτεσταντών κλπ), ούτε θα παραθέσουμε στοιχεία σχετικά με την καταδίκη αυτών από το διαχρονικό σώμα του Χριστού. Στο internet υπάρχουν δεκάδες άρθρα που το αποδεικνύουν. Απλά θα δούμε επιδερμικά ότι η Εκκλησία σε αυτά τα περίπου 2000 χρόνια πορείας της, ποτέ δεν αναγνώρισε τις αιρέσεις και τα σχίσματα ως επιμέρους «εκκλησίες».
Εκκλησία ή εκκλησίες;
Ποιος από τους δύο όρους είναι ο σωστός;

Στην Καινή Διαθήκη, τα γραπτά της οποίας αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη εποχή (τον πρώτο αποστολικό αιώνα), αναφέρεται ο όρος «Εκκλησία». Ο καθηγητής, Βλάσιος Φειδάς, αναφέρει στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, στον πρώτο τόμο, τα εξής σχετικά: «Στην Καινή Διαθήκη ο όρος χρησιμοποιείται 114 φορές, με ιδιαίτερη όμως συχνότητα στις Πράξεις Αποστόλων (23), στις επιστολές του αποστόλου Παύλου (63) και στην Αποκάλυψη (20) […] η μία Εκκλησία του Θεού φανερώνεται σε κάθε τοπική εκκλησία (Α’ Κορ. 10,32. 11,16. 12,28. 15,9. Εφ. 1,22. 3,10,21. 5,23-32. Κολ. 1,18-24 κα)» [σελ. 30].

Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Ο Ίδιος ο ιδρυτής της Εκκλησίας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, όταν μιλάει για την Εκκλησία, αναφέρει αυτήν στον ενικό αριθμό. «[…] καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίος, ιστ 18). Εδώ, είναι η υπόσχεση του Κυρίου, ότι την Εκκλησία (η οποία οικοδομείται στην πέτρα- στην ομολογία δηλαδή του αποστόλου Πέτρου που προηγήθηκε), δεν θα την κατανικήσουν οι «Πύλες του Άδη». Αφενός, γίνεται λόγος για μία Εκκλησία, αφ’ ετέρου ότι αυτή η μία εκκλησία δεν θα κατανικηθεί από τις δυνάμεις του πονηρού ποτέ. 

Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, ταυτίζει τις «Πύλες του Άδη» με τις αιρέσεις, «Πύλαι δε Άδου αι αιρέσεις και οι αιρεσιάρχαι». 

Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ερμηνεύει το χωρίο παραπλήσια με τον άγιο Επιφάνιο. Γράφει: «Πύλες του άδη ο θεϊκός λόγος ονόμασε τους διωγμούς των άθεων και τις βλασφημίες των αιρέσεων. Σε όλα αυτά η Εκκλησία του Θεού αντιστέκεται, αγωνιζόμενη με σταθερότητα εναντίων των πρώτων και χωρίς να κυριεύεται από τις δεύτερες» (επιστολή 238).

Εν ολίγοις, η Εκκλησία δεν θα κατανικηθεί ποτέ από τις αιρέσεις. Δεν θα χάσει ούτε μια σπιθαμή από την αλήθεια που της παραδόθηκε από τους αποστόλους.

Τώρα, πως γίνεται κάποιοι να θεωρούν «εκκλησίες» τις ομολογίες για τις οποίες οι ίδιοι παραδέχονται ότι έχουν πλάνες, είναι άλλο θέμα το οποίο δεν είναι δουλειά μας να επιλύσουμε.

Ο απ. Παύλος, για μία Εκκλησία μιλάει, η οποία αποτελείται από διάφορα μέλη, όπως ακριβώς το ανθρώπινο σώμα. «[…] γαρ εν ενί πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν είτε ιουδαίοι είτε έλληνες είτε δούλοι είτε ελεύθεροι και πάντες εις εν πνεύμα εποτίσθημεν και γαρ το σώμα ουκ εστίν εν μέλος αλλά πολλά» (Ά Κορινθίους, ιβ 13-14). Σε ένα σώμα βαπτιστήκαμε και σε ένα πνεύμα ποτιστήκαμε. Και το σώμα το ένα, έχει μέλη πολλά, όπου τα μέλη είναι ο κάθε ένας πιστός. Οι μετέπειτα ερμηνευτές, σε αυτά τα εδάφια, ένα σώμα βλέπουν, παρότι στην εποχή τους υπήρχαν αιρέσεις και σχίσματα. Δεν αναγνωρίζονται όμως ως «εκκλησίες», ως «σώματα» όπως θέλουν να παρουσιάσουν τα πράγματα οι σημερινοί καινοτόμοι. Για παράδειγμα, ο Θεοδώρητος γράφει: «Επί τούτω ώστε εις εν σώμα τελείν». Ο δε ιερός Χρυσόστομος: «Ίνα πάντες εν σώμα ώμεν» (Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, Α’ τόμος, σελ. 367). Ένα το σώμα επομένως.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, αναφέρεται και η λέξη «εκκλησίες», στην Καινή Διαθήκη. Δεν αναφέρεται όμως η λέξη σε σχέση με τις χιλιάδες διαφορετικές ομολογίες που υπάρχουν σήμερα, αλλά σε σχέση με τον τόπο που βρίσκονται. Για παράδειγμα, ο απ. Παύλος απευθύνεται στην τοπική εκκλησία στην Ρώμη, στην Κόρινθο, στους Φιλίππους, στην Έφεσο κλπ, όπως και ο Κύριος στην Αποκάλυψη απευθύνεται στην εκκλησία των Σάρδεων, της Λαοδικείας, της Σμύρνης κλπ. Αυτές οι εκκλησίες διαφέρουν μόνο στον τόπο. Ανήκουν στην μία Εκκλησία του Χριστού. Δεν είναι μεταξύ τους με διαφορές στην επίσημη διδασκαλία. 

Όπως αναφέρει ο Β. Φειδάς, και που θα αναπτύξουμε παρακάτω, «Η ενότητα κάθε τοπικής εκκλησίας εκφραζόταν κατά την αποστολική και την πρώιμη μεταποστολική εποχή στην Θεία Ευχαριστία ως εμπειρία της πραγματικής παρουσίας του Χριστού σε αυτή […]» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 185). Οι τοπικές αυτές εκκλησίες ήταν ενωμένες στην πίστη, είχαν όλες αποστολική διαδοχή, και μετείχαν της ιδίας Θείας Ευχαριστίας, διότι εκεί φανερώνονται τα μέλη του Σώματος του Χριστού. Όπως φαίνεται και από τον Ηγήσιππο (180 μ Χ), οι τοπικές εκκλησίες αποδείκνυαν την γνησιότητά τους και ότι είναι τοπικές συνάξεις που ανήκαν στο ένα Σώμα του Χριστού, από την αποστολική διαδοχή. 

Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος γράφει: «[…]Παρουσιάζοντας (ο Ηγήσιππος) δηλαδή ιστορικά τη διαδοχή επισκόπων στις Εκκλησίες, δημιούργησε το σημαντικό για την εποχή του επιχείρημα, ότι σε όποια Εκκλησία διαπιστώνεται διαδοχή έχουμε και απλανή, αδιάφθορη, την αποστολική Παράδοση […]» (Ά τόμος Πατρολογίας, σελ. 284-285). 

Αλλά και ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, «[…] έχει τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξει τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητα της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων» (Ίδιο έργο, σελ. 300). Με αυτόν τον τρόπο, οι εκκλησίες ανήκαν στην μία Εκκλησία του Χριστού, και ξεχώριζαν από τα σχίσματα και τις αιρέσεις. «[…] εν σώμα και εν πνεύμα καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών εις Κύριος μια πίστις εν βάπτισμα […]» (Εφεσίους, δ 4-5). Όλα ένα, κατά τον απόστολο. Ο καθηγητής Χ. Ανδρούτσος, στην Δογματική του σημειώνει: «Το γνώρισμα μία σημαίνει ότι ο Κύριος ίδρυσεν ουχί πολλάς παραλλήλως υφισταμένας Εκκλησίας, αλλά μίαν και μόνην […] οι Απόστολοι ποιούνται λόγον περί μίας Εκκλησίας, παριστώντες αυτήν με μίαν ποίμνην, ως οίκον Θεού ή Χριστού, ως την μίαν νύμφην […]» (σελ. 273).

Εν κατακλείδι για την ενότητα, «[…] η Εκκλησία κατά την αποστολική παράδοση είναι το ιστορικό σώμα του Χριστού, στο οποίο ανακεφαλαιώνεται, ανακαινίζεται και τελειούται το ανθρώπινο γένος και όλη η δημιουργία τόσο για την αποκαταλλαγή και την αποκατάσταση της προπτωτικής κοινωνίας Θεού, ανθρώπου και κόσμου, όσο και για την εσχατολογική τελείωση της εγκαινιασθείσης εν Χριστώ βασιλείας του Θεού» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 31).

«Η νέα κατάστασις, η διαμορφωθείσα δια του έργου του Χριστού, εκφράζεται δια του οργανισμού της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει όλους τους πιστεύοντας ορθώς εις τας αλήθειας του Χριστιανισμού […]» (Β Τόμος πατρολογίας Π. Χρήστου, σελ. 425).


Τι είναι σχίσμα, τι είναι αίρεση,
και αν ανήκουν στην Εκκλησία.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Πηδάλιο», παραθέτει σημαντικά στοιχεία από την επιστολή του Μ. Βασιλείου προς τον Αμφιλόχιο. Μεταξύ των άλλων, εξηγεί ο Μ. Βασίλειος τι είναι αίρεση, τι είναι σχίσμα, τι είναι παρασυναγωγή, και αν ανήκουν στην Εκκλησία. Η επιστολή αυτή, πέραν των όσων σπουδαίων πραγμάτων αναφέρει, είναι επίσης σημαντική διότι έχει λάβει κανονική ισχύ (δηλαδή έχει μεριστεί σε κανόνες) και κυρωθεί από την ΣΤ’ Οικουμενική.

Όπως αναφέρει ο Β’ κανόνας της, «Επισφραγίζομεν δε και τους λοιπούς πάντας ιερούς Κανόνας τους υπό των αγίων και μακαρίων Πατέρων […] Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας […]» (Πηδάλιο σελ. 220).

Οι κανόνες αυτοί (μαζί με την κανονική αυτή επιστολή από όπου και θα παραθέσουμε στην συνέχεια), «[…] δια της επικυρώσεως ταύτης, Οικουμενικήν τρόπο τινά αναλαμβάνουσι δύναμιν» (Ίδιο έργο, σελ. 586).

Αλλά και ο καθηγητής Ι. Καρμίρης, το ίδιο πράγμα αναφέρει: «[…] δια του 2ου κανόνος αυτής εκύρωσε τους κανόνας των προηγηθεισών Οικουμενικών Συνόδων, τους Αποστολικούς, τους των Τοπικών συνόδων εν Αγκύρα, Νεοκαισαρεία, Γάγγρα, Αντιόχεια, Λαοδίκεια, Σαρδική, Καρθαγένη και Κων/ πόλει επί Νεκταρίου και Θεοφίλου, ως και τους των ιερών Πατέρων: Διονυσίου Αλεξανδρείας, Πέτρου Αλεξανδρείας, Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Μ. ΑθανασίουΜ. Βασιλείου […]».(Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος I, σελ. 116)

Τα παρακάτω βαρυσήμαντα, έχουν επομένως «οικουμενικήν ισχύν», ισχύουν για πάντα και δεν είναι απλώς «γνώμες» του ιερού αυτού πατρός.

«Αιρέσεις μεν, τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’ αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους, σχίσματα δε, τους δι’ αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς και ζητήματα ιάσιμα προς αλλήλους διενεχθέντας, παρασυναγωγάς δε, τας συνάξεις, τας παρά των ανυποτάκτων πρεσβυτέρων, ή επισκόπων […] οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν […] οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπτώκασι» (Από την επιστολή προς τον άγιο Αμφιλόχιο, Πηδάλιο σελ. 587- Α’ κανόνας Μ. Βασιλείου). Ο ιερός πατέρας είναι ξεκάθαρος ότι τόσο οι αιρετικοί, όσο και οι σχισματικοί και οι παρασυνάγωγοι, έχουν κρατήσει απόσταση από την Εκκλησία (η αίρεση για λόγους πίστεως, σχίσματα και παρασυναγωγές για λόγους εκκλησιαστικούς), και δεν έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος επειδή ακριβώς διεκόπη σε αυτούς η ακολουθία (το ουσιαστικό μέρος της διαδοχής). Επομένως, μη έχοντας την χάρη, δεν μπορούν να την μεταδώσουν κιόλας. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, τα ίδια πράγματα λέει, ερμηνεύοντας τον κανόνα.

«[…] παρασυνάγωγοι μεν οι ανυπότακτοι πρεσβύτεροι και επίσκοποι εκείνοι, οίτινες με το να έπεσαν εις σφάλματα, καθηρέθησαν μεν από την ιεροσύνην κανονικώς· μη θέλοντες δε να υποταχθούν εις τους κανόνας αυθεντικώς, αυτοί εαυτούς εξεδίκησαν και ενήργουν τα της αρχιεροσύνης και ιεροσύνης κατ’ ιδία, μαζί δε με αυτούς συνηκολούθησαν και άλλοι, αποστατήσαντες από την καθολικήν Εκκλησίαν.Σχισματικοί δε ονομάζονται εκείνοι που διαφέρονται προς την καθολική Εκκλησίαν, όχι για δόγματα πίστεως, αλλά δια κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολογιάτρευτα. Αιρετικοί δε ονομάζονταιεκείνοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από τους ορθοδόξους …» (Ίδιο έργο, σελ. 588).

«Αφ’ ου δε μιαν φοράν εσχίσθησαν από το όλον σώμα της Εκκλησίας, έχασαν αυτό και δεν ημπορούν πλέον να βαπτίσουν άλλους ή να χειροτονήσουν, και απλώς να δώσουν χάριν, την οποία δια του σχίσματος υστερήθησαν…» (Ίδιο έργο, σελ. 589)

Παρομοιάζοντας την Εκκλησία ως Σώμα, κατά το παράδειγμα του απ Παύλου, ο Άγιος Νικόδημος επισημαίνει ότι αυτός που αποκόπτεται από το Σώμα του Χριστού, νεκρώνεται. Στην υποσημείωση 1, στην σελίδα 589, γράφει: «Διότι καθώς όταν εν μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθύς με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις· τοιουτοτρόπως και αυτοί αφ’ ου μιαν φοράν εσχίσθησαν από το σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς, και την πνευματικήν χάριν και ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εις αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως […]». Και συνεχίζοντας, αναφέρει ότι το σχίσμα καταλήγει σε αίρεση. «Οι δε σχισματικοί σχισματοαιρετικοί εισί […] δεν είναι κανεν σχίσμα, ειμή πρότερον αίρεσιν αναπλάση, ίνα ορθώς δόξη της Εκκλησίας χωρισθήναι […] το σχίσμα κακώς διαμένον, γίνεται αίρεσις ή καταφέρεται εις αίρεσιν […]».

Η ενότητα της Εκκλησίας φανερώνεται (και) στην Θεία Ευχαριστία.

Ο Β. Φειδάς, αναφέρει πολλά αισθητά σημεία ελέγχου με τα οποία η Εκκλησία ξεχώριζε τον εαυτό της από τις αιρέσεις και τα σχίσματα· «Αναμφιβόλως η εμφάνιση των αιρέσεων […] ενίσχυσε την εξέχουσα θέση του επισκόπου ως ορατής λειτουργικής βάσεως της ενότητας, τόσο στην τοπική, όσο και στην ανά την οικουμένη Μία Εκκλησία του Θεού. Μία πίστη, ένα βάπτισμα, μια υπό τον επίσκοπο βέβαιη ευχαριστία αποτελούσαν όχι μόνο θεμελιώδεις πυρήνες ενότητας της Εκκλησίας, αλλά και αισθητά σημεία ελέγχου και αποδοκιμασίας κάθε αιρετικής παρασυναγωγής» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 179- 180).

Εδώ, θα αναφερθούμε σε ένα μόνο από αυτά, στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Το σώμα του Χριστού φανερώνεται κατά το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο απ. Παύλος είναι από τους πρώτους που το δίδαξαν: «εις άρτος εν σώμα οι πολλοί εσμέν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Ά Κορινθίους, ι 17). Δηλαδή, ένας είναι ο άρτος, ένα σώμα είμαστε οι πολλοί, επειδή όλοι μετέχουμε από τον ένα άρτο. Είναι πολύ σημαντικό αυτό, διότι εδώ φαίνεται η αληθινή ενότητα. Και από αυτόν τον ένα άρτο, μετέχει και ενώνεται η μία Εκκλησία του Κυρίου διαχρονικά.

Η διδασκαλία αυτή αναπτύσσεται στις σωζόμενες γνήσιες επιστολές του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, ο οποίος ήταν άμεσος διάδοχος των αποστόλων. Η θεολογία αυτού του ιερού Πατρός «[…] είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας […]» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Ά τόμος, σελ. 174). Επομένως, όσα αναφέρονται είναι Ορθόδοξα. Ο άγιος Ιγνάτιος για κανέναν λόγο δεν θεωρούσε ότι οι σχισματικές συνάξεις ανήκαν στο σώμα της Εκκλησίας, διότι έλειπε η ενότητα όπως αυτή εκφράζεται στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που τελεί ο κανονικός Επίσκοπος ή σε όποιον επιτρέψει.

Ο Στ. Παπαδόπουλος γράφει σχετικά: «[…] πολλοί πιστοί δεν θεωρούσαν αναγκαίο να μετέχουν στην Ευχαριστία, την οποία τελούσε ο επίσκοπος του τόπου. Άρα οι πιστοί αμφέβαλλαν και δίσταζαν να δεχτούν τη μοναδικότητα και αποκλειστικότητα του επισκόπου σε κάθε τόπο, και γι’ αυτό είχαν προβεί στη δημιουργία ομάδων με δική τους φυσικά ευχαριστία. […] Ο σύνδεσμος με τον επίσκοπο είναι προϋπόθεση της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό και συγχρόνως απόδειξη της ενώσεως αυτής, δηλ. απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ανήκει στην Εκκλησία. Εάν δεν έχομε την ενότητα των πιστών με τον επίσκοπο, δεν έχομε και την καθολική Εκκλησία• «Όπου αν φανεί ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική εκκλησία» (Προς Σμυρναίους 8)» (Ά Τόμος Πατρολογίας, σελ. 174- 175)

Κατά τον άγιο Ιγνάτιο «[…] εκδηλώσεις του πνεύματος της ενότητος είναι αι συχναί συναθροίσεις των πιστών προς τέλεσιν των μυστηρίων, δια των οποίων διοχετεύεται η χάρις και κυρίως η χάρις της Θ. Ευχαριστίας, το «φάρμακον αθανασίας». Διάσπασιν της ενότητος επιφέρουν αι αιρετικαί ομάδες, από τας οποίας απουσιάζει η σωτηρία, διότι «εάν μη τις η εντός του θυσιαστηρίου, υστερείται του άρτου του Θεού’’» (Β Τόμος πατρολογίας Π. Χρήστου, σελ. 426)

Ο Β. Φειδάς αναφέρει· «[…] μόνο η υπό τον επίσκοπο ευχαριστιακή σύναξη συγκροτούσε την πληρότητα και την καθολικότητα του σώματος κάθε τοπικής Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή της αποστολικής εκκλησίας προβάλλει ο Ιγνάτιος στις περίφημες επιστολές του […] ο Ιγνάτιος θεμελιώνει την οργανική ενότητα και την πληρότητα της τοπικής εκκλησίας στην υπό τον επίσκοπο μία θεία ευχαριστία» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 185- 186).

Σημαντικό στοιχείο είναι η κανονικότητα του Επισκόπου που τελεί την Θ. Ευχαριστία. Αν δεν ήταν κανονικός ο Επίσκοπος, τότε η σύναξη ήταν αιρετική ή σχισματική, η Θεία Ευχαριστία άκυρη, και επομένως η σύναξη εκείνη δεν ανήκε στην μία Εκκλησία του Χριστού.

Έτσι λοιπόν, «Αμετακίνητη εκκλησιολογική βάση της ενότητας του σώματος της τοπικής εκκλησίας είναι η μία ευχαριστία, έκφραση δε της ενότητας αυτής σε κάθε τοπική εκκλησία είναι η οργανική κεφαλή της» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ.186).

Αλλά και ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης (200/210- 258 μ Χ) κινήθηκε στα ίδια πλαίσια με τον άγιο Ιγνάτιο.

«Τα ποικίλα σχίσματα στους κόλπους της Δυτικής Εκκλησίας είχαν δημιουργήσει βαθειά κρίση στους χριστιανούς, οι οποίοι αμφέβαλλαν πλέον για την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Των αναλογιών τηρουμένων ο Κυπριανός αντιμετώπισε το πρόβλημα που πριν από ενάμισυ σχεδόν αιώνα απασχόλησε τον Ιγνάτιο. Γι’ αυτό και η θεολογία του Κυπριανού είναι συνέχεια κι επέκταση της ιγνατιανής θεολογίας περί Εκκλησίας και επισκόπου. Το νέο στοιχείο εδώ είναι κυρίως ο τονισμός του ότι ο Κύριος ίδρυσε μόνο μία Εκκλησία και γι’ αυτό η επισκοπή είναι ουσιαστικά μία. […] έχει τεράστια σημασία και αποτελεί θεολογική προσφορά του Κυπριανού η αναζήτηση της γνησιότητος της τοπικής Εκκλησίας στη σχέση και συμφωνία των «ιερέων» της με τους ιερείς της απανταχού Εκκλησίας. Εκκλησία είναι ο «λαός», ο ενωμένος με τον Χριστό, αλλά και με τον «ιερέα» (επίσκοπο). Όποιος δεν διατηρεί την ενότητα με τον επίσκοπο δεν βρίσκεται στην Εκκλησία. […] Οι τοπικές Εκκλησίες, μολονότι εμφανίζονται πολλές, είναι «η Καθολική και Μία Εκκλησία» που «δεν χωρίζεται ούτε διαιρείται, αλλά είναι απόλυτα ενωμένη». Το εξωτερικό κριτήριο της ενότητος αυτής αποτελούν οι ιερείς. Έτσι λοιπόν ο «αμοιβαίος» σύνδεσμος μεταξύ όλων των ιερέων των τοπικών Εκκλησιών συνιστά εγγύηση και κριτήριο γνησιότητος των Εκκλησιών, στις οποίες ανήκουν. Ο αμοιβαίος αυτός σύνδεσμος νοείται ως ενότης και συμφωνία πίστεως» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Ά τόμος, σελ.430- 433).

«[…] ο Κυπριανός θεωρούσε την ενότητα των επισκόπων ως την ορατή βάση της ενότητας της Εκκλησίας. Τούτο διατυπώνεται ευσύνοπτα στην εκκλησιολογική αρχή, κατά την οποία πρέπει να είναι εν τη Εκκλησία και η Εκκλησία εν τω επισκόπω, όποιος δε δεν είναι με τον επίσκοπο δεν μπορεί να είναι με την Εκκλησία» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, 189).

Αυτό είναι το Ορθόδοξο κριτήριο με το οποίο οι Χριστιανοί ξεχώριζαν την Εκκλησία από τις αιρετικές συνάξεις, τα σχίσματα, και τις παρασυναγωγές, ήδη από τους πρώτους αιώνες, όπως είδαμε από την θεολογία των δύο αυτών ιερομαρτύρων Πατέρων και Διδασκάλων της Ορθοδοξίας.

«[…] η πληρότητα και η καθολικότητα κάθε τοπικής εκκλησίας δεν συνεπάγεται λόγω της αυτάρκειάς της και την απομόνωση από τις άλλες ανά την οικουμένη τοπικές εκκλησίες, αφού όλες διαθέτουν την ίδια πληρότητα και ταυτίζονται πλήρως με τη Μία Εκκλησία του Θεού […] Πράγματι, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, την οποία διέσωσε ο Ιππόλυτος (Β’ αιώνας), η χειροτονία επισκόπου ετελείτο από τους επισκόπους των πλησιόχωρων εκκλησιών […] η συνείδηση της πληρότητας και της αυτάρκειας κάθε τοπικής εκκλησίας δεν την απομόνωνε από την κοινή ένωση των τοπικών εκκλησιών στη Μία Εκκλησία του Θεού» (Εκκλ. Ιστ. Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ.187- 189)

Ο πατέρας Α. Αλεβιζόπουλος, βασιζόμενος στα παραπάνω του αγίου Κυπριανού, συμβουλεύει για τον τρόπο με το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε αν βρισκόμαστε σε μια Ορθόδοξη σύναξη ή όχι: «Ο Επίσκοπος δεν είναι πρόσωπο αυτόκλητο. Με την χειροτονία ανάγει την Ιεροσύνη του στους αποστόλους και στον ίδιο τον Χριστό […] αν ένας «επίσκοπος» δεν έχει την αποστολική διαδοχή […] δεν έχει ορθή ιεροσύνη […] Σε κάθε ορθόδοξη θεία λειτουργία μνημονεύεται το όνομα του Επισκόπου της περιοχής […] Πρέπει να είναι το όνομα του κανονικού Επισκόπου της περιοχής. Αν δεν είναι, τότε η σύναξη δεν είναι Ορθόδοξη» («Η Ορθοδοξία μας», σελ. 354- 355).

Πως μπορεί να χαρακτηριστεί μία ομάδα ανθρώπων ως «εκκλησία», από την στιγμή που δεν κρατά τον Ορθόδοξο τύπο του βαπτίσματος (ούτε καν βαπτίζει, αλλά κάνει επίχυση ή ράντισμα), δίνει στους πιστούς κατά την Θεία Ευχαριστία μόνο Σώμα (ενώ σε άλλες συνάξεις δεν είναι καν αποδεκτό ότι είναι πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού), και δεν έχουν οι λειτουργοί καμία ουσιαστική αποστολική διαδοχή (είτε διότι προέκυψαν αυθαίρετα, είτε διότι οι ίδιοι αποκόπηκαν από το Ένα Σώμα του Χριστού);

Παραδείγματα από Οικουμενικές Συνόδους και κανόνες της Εκκλησίας:

Για τους όρους (δηλαδή αποφάσεις) περί της πίστης που έχουν αναγνωρισθεί από τις 7 οικουμενικές «[…] εις τας δογματικάς αποφάσεις αυτών αποδίδει ευλόγως αιώνιον κύρος, απόλυτον αξίαν και αυθεντίαν και καθολικόν και υποχρεωτικόν χαρακτήρα, θεωρούσα αυτάς ως τα κυριώτατα γραπτά μνημεία της ιεράς Παραδόσεως και ως κανονικούς και αυθεντικούς και αμετακίνητους γνώμονας της ορθοδόξου πίστεως» (Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής τόμος I Εκκλησίας σελ. 17).

Από τέτοιους όρους, με αιώνιο κύρος, απόλυτη αξία και αυθεντία, που είναι γνώμονες της Ορθοδοξίας, θα αντλήσουμε τα ακόλουθα.

Στα Συμβολικά κείμενα της Εκκλησίας, δηλαδή στις Ομολογίες Πίστεως
«[…] προερχόμεναι παρ’ εκκλησιαστικής τινος Συνόδου, Πατριάρχου ή ιεράρχου επιφανούς και εν γένει αντιπροσωπευτικού θεολόγου εποχής τινός ή κινήσεως […]», μπορεί κανείς να δει ότι η Εκκλησία διακρίνονταν από τις άλλες ομολογίες. Αυτά τα κείμενα έχουν «[…] επίσημον τινα εκκλησιαστικόν και θεολογικόν χαρακτήρα και κύρος […]» (Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής τόμος I Εκκλησίας, Ι. Καρμίρης, σελ. 24).

Ο ίδιος καθηγητής, στο ίδιο έργο, αναφέρει ότι η αποδοχή ή η μη αποδοχή του δογματικού περιεχομένου αυτών των κειμένων, αποτελούσε σημείο και διακριτικό γνώρισμα με τα οποία ξεκαθαρίζονταν αν κάποιος ανήκε ή όχι στην Εκκλησία. Διότι, «[…] ο όρος σύμβολον […] εσήμαινεν εν τη αρχαία χριστιανική γραμματεία το σημείον και διακριτικόν γνώρισμα […] από της εμφανίσεως των αιρέσεων και της διαιρέσεως της Εκκλησίας οι ανήκοντες εις τινα χριστιανικήν Εκκλησίαν ή ομολογίαν από των μη ανηκόντων εις αυτήν» (Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής τόμος I, σελ 34).

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας- Κων/πόλεως, στο άρθρο 9, οι Πατέρες συμπεριέλαβαν πίστη «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Την εποχή εκείνη, όπως και παλαιότερα, υπήρχαν σχίσματα και αιρέσεις που ισχυρίζονταν ότι ανήκαν στην Εκκλησία. Εδώ, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, αναφέρει ρητά ότι η Εκκλησία είναι Μία, και ότι σε αυτήν πρέπει να πιστεύουμε και να αποδεχόμαστε.

Επίσης, στον 7ο κανόνα της, κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, εφόσον αναφέρεται στον τρόπο που οι αιρετικοί προστίθεται στην Ορθοδοξία: «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν και συνήθειαν […]» (Πηδάλιο σελ. 163). Αναφέρεται στους Αρειανούς, τους Μακεδονιανούς, Σαββατιανούς, Ναυατιανούς, Απολιναριστές, Μοντανιστές, Ευνομιανούς. Αν προστίθενται όλοι αυτοί, άρα δεν ανήκαν πριν στην Εκκλησία.

Όχι όμως μόνο για τους αιρετικούς, αλλά και για τους σχισματικούς ισχύει το ίδιο. Νωρίτερα, στην Ά Οικουμενική Σύνοδο, οι άγιοι Πατέρες δεν θεώρησαν τους σχισματικούς ως μέρος της Εκκλησίας ή έστω ως «εκκλησίες». Ο καθηγητής Ι. Καρμίρης αναφέρει: «[…] η Α’ Οικουμενική Σύνοδος έθηκε τέρμα και εις έτερα τρία σχίσματα, ήτοι το Νοβατιανόν, το Σαμοσατιανόν, και το Μελιτιανόν […] Όθεν η σύνοδος εξέδωκε κατ’ αυτών τον 8 κανόνα, καθορίζοντα τον τρόπον της επιστροφής και παραδοχής αυτών εν τη Εκκλησία». («Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής» τόμος Ι, σελ. 124).

Τα σχίσματα αυτά θεωρήθηκε από τους Πατέρες ότι ήταν εκτός εκκλησίας, εφόσον μιλάει για επιστροφή στην Εκκλησία. «[…] προσερχομένων δε τη καθολική, και Αποστολική Εκκλησία […]», και μάλιστα για την επιστροφή τους έπρεπε «[…] ομολογήσαι αυτούς εγγράφως προσήκει, ότι συνθήσονται, και ακολουθούσι τοις της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας δόγμασι […]» (Πηδάλιο, σελ. 133).

Πολλά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, αλλά περιοριζόμαστε ενδεικτικά σε αυτά.

Γενικότερα, η Εκκλησία με τους διάφορους κανόνες της καθόριζε «[…] τον τρόπον της παραδοχής των επιστρεφόντων εις την Εκκλησίαν αιρετικών […]» («Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής τόμος I, σελ. 126).

Κατά τον Χ. Ανδρούτσο, «[…] η Εκκλησία έκπαλαι συνειδυία εαυτήν ως φύλακα της τοιαύτης ενότητος ουδέποτε ανεγνώρισεν την αίρεσιν ή το σχίσμα ως παράλληλα της σωτηρίας εργαστήρια, αλλ’ απέκοπτεν εκ του υγιούς σώματος τα αυτοκατάκριτα μέλη τα την διδασκαλίαν ή την ιεραρχικήν διοίκησιν λυμαίνοντα […] (Δογματική Χ. Ανδρούτσου, σελ. 274).

Την ίδια γραμμή κράτησαν και οι Πατριάρχες στις Ομολογίες Πίστεως, είτε για να διαχωρίσουν την θέση τους από τους Προτεστάντες είτε από τους Παπικούς.

«[…] η Ορθόδοξος Εκκλησία, ευρεθείσα προ των ετεροδόξων επιδράσεων και διαφόρων προπαγανδιστικών και προσηλυτιστικών προσπαθειών των δύο μεγάλων χριστιανικών Εκκλησιών της Δύσεως, ηναγκάσθη να αμυνθή και αντιδράση αποτελεσματικώς κατ’ αυτών και να προβή εν τοις μνημονευθείσι δογματικοσυμβολικοίς μνημείοις αυτής […] πιστεύομεν ότι θα προσλάβη ιδιάζουσαν όλως σημασίαν από τε ιστορικοδογματικής και συμβολικής και εκκλησιολογικής απόψεως, ιδία εν τοις χρόνοις ημών» (Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τόμος I, σελ. 32- 33).

Για παράδειγμα, «[…] έγραφε τω 1895 το Οικουμενικόν Πατριαρχείον προς τον Πάπα Λέοντα XIII · «Η Ορθόδοξος άρα Ανατολική Εκκλησία δικαίως καυχάται εν Χριστώ, ότι εστίν η Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των εννέα πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, επομένως η μια, αγία, καθολική και αποστολική του Χριστού Εκκλησία, στύλος και εδραίωμα της αληθείας (Α’ Τιμοθέου, 3,15)» (Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής τόμος I Εκκλησίας, σελ. 9-10).

Ο Πατριάρχης Κων/ πόλεως Ιερεμίας ο Β’, απαντώντας στους Λουθηρανούς Προτεστάντες, τόνιζε τα δόγματα της πίστεως που μας παραδόθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους.

«Σαφώς ο Πατριάρχης Κων/ πόλεως Ιερεμίας II έγραφεν εν αρχή της κατωτέρω δημοσιευόμενης Α’ Αποκρίσεως αυτού προς τους Βυρτεμβεργίους Λουθηρανούς θεολόγους τα επόμενα, το φρόνημα των Ορθοδόξων εκφράζων· «Η ομολογία της υγιαινούσης πίστεως των χριστιανών, το ιερώτατον σύμβολον, όπερ υπό των θεοφόρων αγίων Πατέρων της εν Νικαία εξετέθη το πρότερον, τετελείωται δε υπό των εν Κων/ πόλη, και αι λοιπαί δε Οικουμενικαί πέντε σύνοδοι επεσφράγισαν, μηδέν προσθείσαι, μηδ’ αφελόμενοι […] ασπαζόμενοι και μετά παρρησίας ομολογούντες […] θείαν παρακαταθήκην μέχρι τέλους φυλάττομεν» (Τα δογματικά συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος I, σελ. 93 υποσημείωση 1)

Ο Πατριάρχης Κων. Πόλεως Ιερεμίας ο Β’ (1573/81) στην πρώτη απόκριση προς τους Λουθηρανούς θεολόγους αναφέρει, «η γαρ του Χριστού Εκκλησία, κατά τον θείον Παύλον ειπείν, στύλος εστί και εδραίωμα της αληθείας, ης πύλαι άδου, κατά την θεσπεσίαν του Κυρίου επαγγελίαν, ου κατισχύσουσι καν τινές τι παρασύρωσιν αλλόκοτα φανταζόμενοι, αύτη μένει ουδέν ήττον ασφαλής και ακράδαντος, εστηριγμένη παγίως επί την πέτραν και οι επεστήρικται η αληθεία[…] (Ίδιο έργο, σελ. 376-377).

Συνεχίζει: «[…] μια αγίαν Εκκλησίαν καθολικήν έχειν και υμάς λέγει […] μια είναι την αγίαν εκκλησίαν την καθολικήν και αποστολικήν των χριστιανών, ορθώς και ως οι πατέρες οι θειότατοι παρέδωκαν». (Ίδιο έργο, σελ. 388)

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος ο Β’ (1669- 1707), στην Ομολογία Πίστεως αναφέρει σαφέστατα ότι η Εκκλησία είναι Μία, και κριτήριο που δείχνει όσους ανήκουν σε αυτήν, είναι η πίστη σε αυτά που παρέδωσε ο Χριστός, μετέδωσαν οι απόστολοι, και φύλαξαν οι άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι.

«Πιστεύομεν μέλη της Καθολικής Εκκλησίας είναι πάντας και μόνους τους πιστούς, τους την του Σωτήρος Χριστού δηλαδή αμώμητον πίστιν (υπό τε εκείνου του Χριστού και των αποστόλων και των αγίων οικουμενικών συνόδων παραδοθείσαν, κηρυχθείσαν και ερμηνευθείσαν αδιστάκτως πρεσβεύοντας […] (Όρος ια).

Αυτά πρέσβευαν οι Πατέρες, την Ορθοδοξία. Λόγο περί πολλών «εκκλησιών» που κατέχουν μέρος της αλήθειας, κάνουν οι Προτεστάντες και οι «προτεσταντίζοντες», και σίγουρα όχι οι Ορθόδοξοι.

«[…] οι θεολόγοι οι προσκείμενοι τοις δόγμασι της Μεταρρυθμίσεως εκδέχονται την Εκκλησίαν ως και η Αυγουσταία ομολογία, ήτοι «ως κοινωνίαν πιστών, εν η ορθώς διδάσκεται το Ευαγγέλιον και ορθώς τελούνται τα Μυστήρια» (Δογματική Χ. Ανδρούτσου σελ. 261, υποσημείωση 2).

Αυτά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την λεγομένη «θεωρία των κλάδων», η οποία αποτελεί παραμόρφωση κάποιων δοξασιών που εξέφρασε μεμονωμένα ο ι. Αυγουστίνος, διαφωνώντας με την γνήσια ορθόδοξη θεολογία του αγίου Ιγνατίου και του αγίου Κυπριανού.

Ο ι. Αυγουστίνος, θεωρούσε ότι η Θεία Χάρη που απορρέει από το λυτρωτικό έργο του Χριστού «[…] παρέχεται μόνο στους εκλεκτούς του Θεού, ο οποίος έτσι διαχωρίζει τους προορισμένους για την αιώνια σωτηρία και έχει καθορίσει τον αριθμό των εκλεκτών. Ο απόλυτος προορισμός γίνεται ευθέως από τον Θεό, παρά το γεγονός ότι η παροχή και η ενέργεια της θείας χάριτος συνδέεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο απόλυτος όμως προορισμός είναι προορισμός για τη σωτηρία, ενώ ο Θεός δεν προορίζει ευθέως και τους μη σωζομένους για τη απώλεια. Τους αφήνει να συρθούν μόνοι τους στην καταδίκη της απώλειας» (Εκκλ. Ιστορία, Ά τόμος, σελ. 571).

Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, γράφει συμπερασματικά: «[…] τα κανονικά όρια της Εκκλησίας γίνονται αδιόρατα, γι’ αυτό και η Προτεσταντική διδασκαλία για την «αόρατη Εκκλησία» θεμελιώνεται κυρίως στην διδασκαλία αυτή του ι. Αυγουστίνου […] (Εκκλ. Ιστορία, Ά τόμος, σελ. 572).

«Η Εκκλησιολογία του ι. Αυγουστίνου, με κριτήριο τη σχέση της θείας χάριτος προς το βάπτισμα και τα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας, θα μπορούσε να παρασταθεί με τρεις ομόκεντρους εμπεριεχόμενους κύκλους. Ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αληθινή Εκκλησία, στην οποία όχι μόνο παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά και ενεργεί εν Αγίω Πνεύματι. Ο εξωτερικός κύκλος ταυτίζεται με την αίρεση ή το σχίσμα, στα οποία παρέχεται από τον Κύριο η θεία χάρη, αλλά δεν ενεργεί την εν Αγίω Πνεύματι σωτηρία, γι’ αυτό και τα μυστήρια είναι μεν υποστατά και έγκυρα, αλλά ανενεργά. Ο εξώτατος κύκλος ταυτίζεται με το χώρο, στον οποίο η υπάρχουσα για όλους τους ανθρώπους πηγή της σωτηρίας ούτε παρέχει ούτε ενεργεί τη θεία χάρη. Βεβαίως, ο εσωτερικός κύκλος ταυτίζεται από μεν τους Ρωμαιοκαθολικούς με την Εκκλησία τους, από δε τους Προτεστάντες με την αόρατη Εκκλησία.Κατά την Προτεσταντική θεολογία, όλες οι χριστιανικές εκκλησίες ή ομολογίες αποτελούν τμήματα του εξώτερου κύκλου, στον οποίο όμως, αντίθετα προς την διδασκαλία του ι. Αυγουστίνου, παρέχεται και ενεργεί η θεία χάρη» (Ίδιο έργο, σελ. 571).

Κλείνουμε με τα λόγια του Μ. Αθανασίου, του Στύλου της Ορθοδοξίας:
«Όσαι εκ των αιρέσεων απεμακρύνθησαν από την αλήθειαν και επενόησαν δια αυτάς τας ιδίας την παραφροσύνην είναι φανεραί, και η ασέβεια των ολοφάνερη εις όλους από παλαιά. Διότι το ότι απεμακρύνθησαν από μας αυτοί που εφεύρον αυτάς τας πλάνας είναι δυνατόν να αποδειχθεί, όπως έγραψεν ο μακάριος Ιωάννης, ότι το φρόνημα αυτών ούτε ποτέ υπήρξεν ούτε τώρα είναι σύμφωνον με το ιδικόν μας. Δια τούτο και, όπως είπε ο Σωτήρ, αφού δεν συναθροίζουν μαζί με μας, σκορπίζουν με τον διάβολον […]» (Ά Λόγος κατά Αρειανών, ΕΠΕ 2, σελ. 29).

Ενώ, διερωτάται: «[…] πως ανήκουν εις την καθολικήν Εκκλησίαν αυτοί που απετίναξαν την αποστολικήν πίστιν και επενόησαν καινούρια κακά […];» (Ίδιο έργο, σελ. 37).


Πηγές:
1. Αγία Γραφή 
2. Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Φειδά, Ά τόμος
3. Έργα αγ. Ισιδώρου, ΕΠΕ 1
4. Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα «Εις τας επιστολάς», Ά τόμος
5. «Η Ορθοδοξία μας», π. Α. Αλεβιζόπουλου
6. Ά τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου
7. Έργα Μ. Αθανασίου, ΕΠΕ 2
8. Δογματική Χ. Ανδρούτσου
9. Β’ τόμος πατρολογίας Π. Χρήστου
10. Πηδάλιο αγίου Νικοδήμου 
11. «Τα δογματικά…», Ι. Καρμίρης, Τόμος Ι.