Ἡ Θ. Λειτουργία ἀναπαριστᾶ, δηλαδὴ κάνει ἀληθινὰ καὶ
πραγματικά, ἐκ νέου παροῦσα καὶ ἐνεργητικὴ ἀνάμεσά μας, τὴ θυσία, τὸ σταυρό, τὸ
θάνατο, τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἀκριβέστερα, μέσα στὴν ἄλλη ἀντίληψη καὶ
ὀργάνωση τοῦ χρόνου ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία στὸ λειτουργικὸ χρόνο μᾶς ἐξάγει ἀπὸ
τὸν καθημερινὸ χρόνο τῆς διαρκοῦς ἀνακύκλησης, τὸν χρόνο τὸν κομματιασμένο σὲ
παρελθόν, παρὸν καί μέλλον καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν χρόνο ἐκεῖνο, τὸν σταθερὸ καὶ
μόνιμο ὅπου ὅλα τὰ γεγονότα, παρελθόντα καὶ μέλλοντα, εἶναι διαρκῶς παρόντα.
Ἔτσι μᾶς κάνει ἐμᾶς σήμερα νὰ γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν ὑστεροῦμε σὲ τίποτε, ὅταν μετέχουμε στὴ Θ. Εὐχαριστία, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο.
Ἔτσι μᾶς κάνει ἐμᾶς σήμερα νὰ γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν ὑστεροῦμε σὲ τίποτε, ὅταν μετέχουμε στὴ Θ. Εὐχαριστία, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ Ἐκκλησία
μας ἀναπαριστᾶ τὰ Πάθη, τὸν Σταυρό, τὴν Ταφὴ τοῦ Κυρίου. Πηγαίνοντας ἔτσι στὸν
Ἐπιτάφιο, πηγαίνουμε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σὲ μία κηδεία. Πηγαίνουμε στὴν
κηδεία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἐσφαγμένου ἀρνίου». Τὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἶναι ὁ
ποιμήν. Αὐτὸ δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπάει δὲν συμβουλεύει ἁπλά,
δὲν διορθώνει, δὲν τιμωρεῖ, παίρνει ἐπάνω του τὰ...λάθη τοῦ
ἀγαπημένου του. Ἡ ἀγάπη εἶναι συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἔξοδος ἀπὸ τὸν ἑαυτό
μας, θυσία.
Ἡ δεύτερη διάσταση εἶναι ὅτι ὁ Νυμφίος Χριστὸς τελεῖ τοὺς
γάμους Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον». Γάμος εἶναι ἡ θυσία. Ἡ
θυσία ὄχι τῶν ἄλλων ἀλλὰ ἡ δική Του. Ἡ νυμφικὴ παστὰς τοῦ Χρίστου εἶναι ὁ
Σταυρός Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ μία πολὺ ἐκφραστικὴ
εἰκόνα γιὰ νὰ δείξει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἦταν, λέει, ἡ ἀνθρωπότητα
μεμνηστευμένη μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ δεχθεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ
στοὺς γάμους μὲ τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸν Χριστό. Ἐξεπόρνευσε, κυλίστηκε στὸ
βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὁ Χριστός, σὰν μανικὸς ἐραστὴς τῆς ἀνθρωπότητας, ἔψαξε
νὰ τὴ βρεῖ, τὴ ζήτησε, ἔφθασε στὸ καταγώγιο ποὺ βρισκόταν καὶ ὅταν
παρουσιάστηκε μπροστά της δὲν παρουσιάστηκε σὰν Θεός, δυνατός, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς
κοινὸς ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ μὴν τρομάξει ὅταν τὸν δεῖ ἤ γιὰ νὰ μὴν ντραπεῖ. Καὶ δὲν
τῆς ζήτησε τὸ λόγο, τί ἔκανες, γιατί ἔφυγες ἤ πῶς κατάντησες ἔτσι, ἀλλὰ ἁπλὰ
τὴν πῆρε, τὴν καθάρισε, τὴν ξαναομόρφηνε, τὴν ξαναστόλισε καὶ γιὰ νὰ μὴ τοῦ
φύγει πάλι τὴν ἔκανε σάρκα Του, σῶμα Του. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ
σῶμα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἕνας ἄλλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ
Καβάσιλας χρησιμοποιεῖ μία ἐξ ἴσου ἐκφραστικὴ εἰκόνα. Ὁ Θεός, λέει, δημιούργησε
ὅλο αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, τ’ ἀστέρια καὶ τοὺς γαλαξίες, ὅλη αὐτὴ τὴν
ὀμορφιὰ καὶ τὴ φόρεσε σὰν στολίδι, ὅπως οἱ θερμοὶ τῶν ἐραστῶν στολίζονται γιὰ
νὰ συγκινήσουν τοὺς ἀγαπημένους τους. Ἀλλὰ ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν συγκινήθηκαν
καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ ἔφυγαν μακριά του, ὁ Θεὸς ἔγινε
ἄνθρωπος. Τοὺς πλησίασε πιὰ σὰν ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς γιάτρεψε ὅταν ἦταν ἄρρωστοι,
τοὺς τάϊσε ὅταν ἦταν πεινασμένοι, τοὺς εὐεργέτησε μὲ κάθε τρόπο μήπως καὶ τοὺς
συγκινήσει. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πάλι δὲν συγκινήθηκαν, ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε πάνω στὸν
Σταυρό, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάντια ποὺ ἤτανε μὲ τὰ αἵματα
νὰ τρέχουνε ἀπὸ τὰ χέρια, ἀπὸ τὸ μέτωπο, μὲ σφαγμένη τὴν καρδιά, στέκεται ἐκεῖ
μήπως καὶ τὸν λυπηθοῦν καὶ τὸν ἀγαπήσουν. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τρίτη διάσταση, στὸ γεγονὸς
δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε στὴ γῆ καὶ ἔζησε ὅπως ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δούλεψε,
κουράστηκε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς δικούς του, βρέθηκε μέσα στὴ μοναξιά, στὴν
ἔσχατη ἀπελπισία, στὴν προδοσία, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα, καμμιὰ
συνθήκη δική μας, κανένας πόνος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔχει περάσει. Καὶ «ἐπὶ γῆς
κατῆλθε ἵνα σώσῃ Ἀδὰμ καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκώς», ὅπως ψέλνουμε σήμερα στὴν
Ἐκκλησία, «μέχρις Ἅδου κατελήλυθε ζητῶν». Καὶ κατέβηκε στὸν Ἅδη. Καὶ παραμένει
ὡς «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἰς τοὺς αἰῶνες.
Ἀπό τό περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τ. 18