Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ο όρκος στον Διάβολο

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης
Γονατιστός ὁ Γέροντας καί μέ τό κεφάλι τελείως γερμένο ὥστε νά ἀκουμπᾶ στό ἔδαφος τρανταζόταν ἀπό τούς λυγμούς. Πύρινα τά δάκρυά του χύνονταν στό χῶμα τοῦ κελιοῦ του ἔχοντας σχηματίσει ἤδη μιά μικρή λίμνη ἀπό λάσπη. Μά δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό κεφάλι καί νά ἀντικρύσει τήν γλυκιά μορφή τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου πού δέσποζε στό εἰκονοστάσι του κρατώντας τόν μικρό Χριστό. 

῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. ῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσόν με᾽, ψέλλιζαν διαρκῶς τά χείλη του. ῾Βοήθα με, Παναγιά μου. Δέν ἀντέχω ἄλλο τόν πειρασμό. Νιώθω τόσο βρωμερός ἐνώπιόν Σου καί ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου᾽. 

Σταμάτησαν κάποτε οἱ λυγμοί καί τά δάκρυα. ῾Ο Γέροντας σηκώθηκε ἀργά, μά δέν τόλμησε γιά μιά ἀκόμη φορά νά κοιτάξει πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τόν ῎Ιδιο. Τοῦ φαινόταν ὅτι ὁ Οὐρανός ἦταν κλειστός ἀπέναντί του. ᾽Αμέτοχος σέ ὅ,τι διαδραματιζόταν στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα του. ῾Η ἐνίσχυση πού περίμενε δέν ἐρχόταν. 

῎Εσυρε τά βήματά του καί σκέφτηκε νά πάρει καί πάλι ἕνα ξύλο πού ᾽χε μαζέψει στό φτωχικό κελί του καί νά κτυπήσει τό σῶμα του. ῾Η πύρωση τῆς σάρκας πού εἶχε ξεκινήσει ἐδῶ καί κάποιο καιρό τόν εἶχε τρομοκρατήσει καί βλέποντας τήν διάρκειά της τόν εἶχε σχεδόν καταβάλει.

῾Μά δέν εἶναι δυνατόν στήν ἡλικία μου νά ἔχω τέτοιους λογισμούς γιά γυναίκα καί νά εἶμαι τόσο ξαναμμένος στήν σάρκα!᾽ σκεφτόταν καί ξανασκεφτόταν διαρκῶς. ῾᾽Ασφαλῶς πρόκειται γιά δαιμονική ἐπίθεση. Γιά πειρασμό τοῦ διαβόλου᾽. 

Αὔξησε ἀπό τήν ὥρα πού ξεκίνησε ἡ σαρκική πύρωση τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. ῎Ηδη βεβαίως ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἀφότου ἐδῶ καί πολλά χρόνια εἶχε ἀποσυρθεῖ σέ μιά σπηλιά πού ἔκανε κελί του στό ὄρος τῶν ᾽Ελαιῶν. Τό γεγονός ὅτι βρισκόταν σέ μιά περιοχή πού εἶχαν ἁγιάσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του τόν ἔκανε κάθε φορά νά νιώθει ἰδιαίτερα εὐλογημένος καί τά κατανυκτικά δάκρυα νά μήν τόν ἐγκαταλείπουν σχεδόν καθόλου. Εἶχε ἀποφασίσει νά μείνει ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί μάλιστα χωρίς ποτέ νά βγεῖ ἀπό τήν σπηλιά. ῾Η ζωή τοῦ ἔγκλειστου ἀσκητῆ ἦταν ἐκείνη πού τόν εἶχε θέλξει καί λειτουργοῦσε ὡς ὅραμα καί στήν δική του ζωή. Καί πράγματι γιά πολλά χρόνια βρισκόταν ἐκεῖ κι ἡ φήμη του ὡς ἔγκλειστου ἄρχισε νά ἁπλώνει. Πολλοί ἀνέβαιναν στόν τόπο πού ἀσκεῖτο, φέρνοντάς του μερικά παξιμάδια καί χόρτα ὡς φαγητό, ἐπικαλούμενοι ἐπιπλέον νοερά τίς εὐχές του. ῾῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό ἀσφαλῶς θά ἔχει μεγάλη παρρησία σ᾽ Αὐτόν᾽ ἦταν ἡ λογική σκέψη τῶν καλῶν ἀνθρώπων. Κι ἔβλεπαν τό ἀποτέλεσμα ἄμεσα στήν ζωή τους. Πολλά ἀπό τά προβλήματά τους ἐπιλύονταν μέ τήν ἐπίκληση τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα. 

῾Ο Γέροντας περιόρισε ἀκόμη περισσότερο τό λιτότατο φαγητό του. ῎Ετρωγε πιά μιά φορά τήν ἑβδομάδα λίγα παξιμάδια καί χόρτα, ἐνῶ οἱ γονυκλισίες καί οἱ ἀγρυπνίες του πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιες φορές κτύπησε καί τό σῶμα του. ῎Ηλπιζε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ σαρκικός πειρασμός θά ἔφευγε. Μάταια ὅμως. ῾Η πύρωση στήν σάρκα του ὄχι μόνον δέν ἔφευγε, ἀλλ᾽ αὐξανόταν ὁλοένα καί περισσότερο. ῾Ο δαίμονας τῆς πορνείας ἔκανε καλά τήν δουλειά του. Ποιός ξέρει ποιά δίοδο κενοδοξίας βρῆκε στόν μεγάλο ἀγωνιστή καί ἀσκητή καί τοῦ ᾽δωσε τό δικαίωμα τέτοιου πειρασμοῦ του! 

῾Ο πειρασμός τοῦ Γέροντα δυστυχῶς μέ τόν καιρό γινόταν ἐπικίνδυνος. ῎Οχι γιατί ἐξακολουθοῦσε νά ὑφίσταται, ἀλλά γιατί ὁ Γέροντας ἄρχισε νά παρουσιάζει σημάδια παραίτησης καί ἀπελπισίας. Μιά μέρα μάλιστα πού ἡ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ ἔγινε πολύ σφοδρή, πού ὁ Γέροντας ὄρθιος πηγαινοερχόταν μέσα στό μικρό κελί του χωρίς νά ξέρει τί νά κάνει γιά νά κατευνάσει τό ξάναμμα τῆς σάρκας του, ἄρχισε νά χάνει τό κουράγιο του. 

Ξέσπασε. ῾῾Ως πότε, πονηρέ καί ἀρχέκακε, θά μέ πολεμᾶς; Ποτέ δέν θά ὑποχωρήσεις; Γέρασα πιά, μαράθηκε τό σῶμα μου, γι᾽ αὐτό σοῦ δίνω κι ἐγώ ἐντολή νά γεράσεις κι ἐσύ μαζί μου. Φύγε, σατανᾶ. ῞Υπαγε ὀπίσω μου᾽. 

Σάν νά ᾽κουσε ἕνα μικρό γέλιο πίσω του ὁ Γέροντας. Ξαφνιάστηκε κι ἔστρεψε τό κεφάλι του ἀπό τήν μεριά πού ἀκούστηκε. Πάγωσε τό αἷμα στίς φλέβες του. Μπροστά του ὀφθαλμοφανῶς στεκόταν τό πονηρό πνεῦμα, μαῦρο στήν ὄψη καί μάτια κόκκινα γεμάτα ἀπό ταραχή. 

῾Γέρο᾽, ἄκουσε νά τοῦ λέει. ῾Δέν ξέρεις ὅτι ἐμεῖς δέν γερνᾶμε; Ποτέ δέν πρόκειται νά σταματήσω ἀπέναντί σου τόν πόλεμο. Μέχρι νά πεθάνεις, δέν θά σέ ἀφήσω σέ ἡσυχία. Εἶσαι τό θήραμά μου καί θά σέ καταπίνω σιγά σιγά. Θά σέ ταλαιπωρῶ συνέχεια. Εἶμαι πολύ πιό ἰσχυρός ἀπό σένα. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις...᾽, ἄφησε ὁ πονηρός νά σέρνεται ἡ φράση του, ῾ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις, δέν ἔχεις κανένα σύμμαχο. ᾽Εγώ κι ἐσύ εἴμαστε᾽. 

Ὁ τρόμος καί ὁ πανικός ἄρχισαν νά καταβάλλουν τόν ἀσκητή. Τό δόλωμα τῶν λόγων τοῦ πονηροῦ πνεύματος σάν νά ἔπιαναν τόπο στήν κουρασμένη ψυχή του. 

῾῞Ομως᾽, ἀκούστηκε καί πάλι ἡ συριχτή φωνή τοῦ δαίμονα, ῾ἐπειδή σέ λυπᾶμαι, ὑπάρχει τρόπος νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό ἐμένα. Στό χέρι σου εἶναι᾽. Εἶπε καί περίμενε. 

῾Τί ᾽ναι αὐτό;᾽ εἶπε ἐντελῶς ξέψυχα ὁ Γέροντας. ῾Μέ ποιόν τρόπο θά μέ ἀφήσεις ἐπιτέλους ἥσυχο;᾽ Φαινόταν παραδομένος. 

῾Θέλω νά μοῦ ὁρκιστεῖς βέβαια ὅτι αὐτό πού θά σοῦ πῶ δέν θά τό πεῖς σέ κανέναν ἀπολύτως. Καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δέν θά σέ ξαναπολεμήσω ἄλλο᾽. 

Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ ὁ ἔγκλειστος ἀσκητής, μπροστά στήν ἀπαλλαγή τοῦ ἐξουθενωτικοῦ πολέμου του, ἔσπευσε νά συμφωνήσει.῾Ο ὅρκος του ἀκούστηκε φρικτός. 

῾Μά Αὐτόν πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς δέν θά πῶ σέ κανέναν ὅσα μοῦ πεῖς᾽.

Σάν νά τοῦ φάνηκε ὅτι τρεμόπαιξε τά σκοτεινά μάτια του ὁ πονηρός στό ἡμίφως τοῦ κελιοῦ, πού φωτιζόταν γλυκά ἀπό τό καντήλι πού ἔκαιγε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας. Δέν γύρισε ὅμως νά δεῖ τό δάκρυ πού κύλισε ἀπό τά μάτια Της. Ἡ ὕπαρξή του ἦταν κυριευμένη τήν ὥρα ἐκείνη ἀπό τό πνεῦμα πού ὕπουλα τοῦ μιλοῦσε καί τόν καθοδηγοῦσε στήν καταστροφή. 

Ξανάρχισε πάλι ὁ δαίμονας. ῾Θέλω...᾽, εἶπε καί κοντοστάθηκε, ῾θέλω... νά μήν ξαναπροσκυνήσεις τήν εἰκόνα αὐτή πού ἔχεις στό κελί σου᾽. Δέν τόλμησε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου κι οὔτε κἄν νά στραφεῖ νά Τήν δεῖ. Γιατί ὅσες φορές τό εἶχε ἐπιχειρήσει εἶχε νιώσει νά καίγεται. Καί μόνο ἡ ἀναφορά στό ὄνομά Της καί μόνο ἡ θέα τοῦ προσώπου Της τόν ἔκαναν νά ἐξαφανίζεται μέσα σέ μιά φωτιά τυραννική. 

Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ ἀσκητής ἀπό τήν χαύνωση πού βρισκόταν. ῾Νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας;᾽ ᾽Από τήν ἄλλη σκεφτόταν τήν ἀλάφρωσή του ἀπό τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ. 

῾῎Αφησέ με νά τό σκεφτῶ λίγο᾽, εἶπε κι εἶδε ὅτι ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε. 

Πάλεψε πολύ μέ τούς λογισμούς του ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ Γέροντας ἀσκητής. Θολωμένος ἀπό τήν ταραχή του ἄκρη δέν ἔβγαζε. ῾Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα᾽ μονολογοῦσε διαρκῶς. ῾Η καταφυγή στόν Κύριο καί τήν Παναγία Δέσποινα ὅμως δέν γινόταν ἡ προτεραιότητά του. ῾Η ἀπελπισία συνέχιζε νά τόν κρατᾶ συντετριμμένο κάτω. 
Ξαφνικά φωτίστηκε ὁ νοῦς του. ῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, θυμήθηκε τόν λόγο τῆς Γραφῆς. ῾Αὔριο θά περάσει κατά τήν συνήθειά του ἀπό ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ ᾽Ηλιώτης ἀπό τήν λαύρα τῆς Φαράν. Δέν μέ ξεχνᾶ ποτέ καί αὔριο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἐπίσκεψής του. Αὐτόν θά ρωτήσω γιά νά μοῦ πεῖ᾽. ῎Ενιωσε μιά βαθιά ἀνακούφιση. Οἱ λογισμοί του πῆραν νά ἠρεμοῦν. Στράφηκε καί πρός τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. ῾Μέ ξεγελοῦν τά μάτια μου᾽, ψιθύρισε. Τοῦ φάνηκε σάν νά χαμογελᾶ ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου. ῾Παναγία μου, βοήθησέ με. Κύριε, σῶσε με᾽, εἶπε κι ἔνιωσε πολύ βαριά καί κουρασμένη τήν ψυχή του. 

῏Ηλθε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τήν ἑπομένη. Συντετριμμένος ὁ Γέροντας καί μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν ὅλο πόλεμό του, τήν πύρωση τῆς σάρκας του πού τήν ἀπέκρυβε τόσο καιρό, γιατί ἔνιωθε βαθιά ντροπή πού ᾽χε συμβεῖ στήν ἡλικία του, τήν ἀπελπισία πού τόν εἶχε καταλάβει, τήν ἐμφάνιση τοῦ πονηροῦ καί τόν ὅρκο πού τοῦ ᾽χε δώσει. ῾᾽Αββᾶ, ἔδωσα ὅρκο στόν διάβολο ὅτι δέν θά πῶ τίποτε ἀπό τήν πρότασή του. Κι ἡ πρότασή του ἦταν νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας᾽. Ξέσπασε σέ ἀναφιλλητά ὁ Γέροντας, κατανοώντας προφανῶς τό μέγεθος τοῦ σφάλματός του καί τόν ἐμπαιγμό πού εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τόν πονηρό. 

Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τόν παρηγόρησε καί τόν νουθέτησε. ῎Εκλαψε κι αὐτός, κατανοώντας καί συγκαταβαίνοντας στόν πειρασμό τοῦ καλοῦ καί ἀγωνιστῆ ἀδελφοῦ του. Τρόμαξε μέ τήν πονηριά τοῦ δαίμονα ἀλλά ἐλεεινολόγησε καί τήν ἀνημπόρια του μπροστά στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό καί τήν Θεοτόκο Μητέρα Του. 

῾Μή στενοχωριέσαι, ἀδελφέ μου᾽, τοῦ εἶπε ταπεινά καί μέ ἀγάπη. ῾῾Ο Κύριος δέν σέ ἄφησε. ᾽Εκεῖνος σέ ἐνίσχυσε νά ἀποκαλύψεις αὐτό πού σοῦ συνέβη μέ τόν δαίμονα, γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν λογισμῶν καί τῆς ὅλης ζωῆς μας στόν πνευματικό καί σέ ἄλλους ἐμπείρους τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀδελφούς καίει τόν τρισκατάρατο, τοῦ τυφλώνει τούς ὀφθαλμούς γιά νά μή βλέπει τίς πτώσεις μας καί τόν ἀποδυναμώνει πλήρως. Οὐαί σ᾽ αὐτούς πού τά κρατᾶνε μέσα τους. Αὐτοί γίνονται τά παιχνίδια κυριολεκτικά τοῦ σατανᾶ. ᾽Ακόμη καί τό παραμικρό ἁμάρτημα ἄν τό θεωρήσουν περιττό πρός ἐξομολόγηση, θά θεριέψει μέσα τους καί μέσω αὐτοῦ θά ἁλώσει ἐντελῶς τήν ψυχή τους ὁ πονηρός. ῎Εκανες λοιπόν τήν καλύτερη δουλειά πού ἀποκάλυψες τήν ψυχή σου. 

Βεβαίως, πρέπει νά παραδεχτεῖς ὅτι κάποια δίοδο βρῆκε ὁ πλάνος μέσα σου γιά νά προκαλέσει τόν πειρασμό αὐτόν. ῎Ισως κάποια ἀδιόρατη κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια. Καί σύ μέ τόσα χρόνια πνευματικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς δέν θά ἔπρεπε νά τοῦ δώσεις αὐτό τό δικαίωμα. Γιατί ὁ διάβολος ὅ,τι λέει εἶναι ψέμα. ῾Ο Κύριος δέν μᾶς λέει ὅτι εἶναι ῾ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους;᾽ ᾽Ακόμη καί οἱ ἀλήθειες του στό βάθος λειτουργοῦν γιά τό ψέμα, μέ σκοπό τήν ὑποταγή τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου. Καλά λοιπόν ἔκανες καί πάτησες τόν ὅρκο σου στόν ψεύτη αὐτόν. Τώρα χαίρεται μαζί σου ὅλος ὁ οὐρανός, γιατί βλέπει τήν μετάνοιά σου. Καί νά ξέρεις, Γέροντα, τώρα θά δεῖς τήν δύναμη τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας γιά τό ξεπέρασμα τοῦ πειρασμοῦ σου. Γιατί ἔδειξες ταπείνωση. Κι ὅπου ὑπάρχει ἡ ταπείνωση ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ᾽. 

Σταμάτησε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος. Κοίταξε τό γαληνεμένο τώρα πρόσωπο τοῦ Γέροντα καί χάρηκε γιατί εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Κύριε, ἐνίσχυσέ τον᾽ ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Σάν νά ᾽δε πιό φωτεινό τό καντήλι της πού κουνιόταν πέρα δῶθε, χωρίς ἰδιαίτερο φυσικό λόγο. Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. ῾Η Παναγία συγκατένευε στήν μετάνοια πού ἐξελισσόταν ἐνώπιόν της καί ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. 

῾Καί θά σοῦ πῶ καί κάτι ἀκόμη, Γέροντα᾽, εἶπε ἀργά καί μέ ἐπίγνωση τοῦ βάρους τοῦ λόγου του ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς λαύρας τῆς Φαράν, ὁ ἔμπειρος πνευματικός, ὁ σοφός καί διακριτικός ἀσκητής, στρέφοντας τό βλέμμα του καί πάλι πρός τόν γερμένο στό ἔδαφος ἔγκλειστο ἐρημίτη. 

᾽Ανασήκωσε τό πρόσωπό του ὁ Γέροντας, γιά νά ἀκούσει αὐτό πού φαινόταν ξεχωριστά βαρυσήμαντο. 

῾Λοιπόν, νά ξέρεις μιά γιά πάντα στόν πειρασμό πού περνᾶς. Σέ συμφέρει - ναί, μάρτυς μου ὁ Θεός γιά τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου μου – σέ συμφέρει πολύ περισσότερο νά μήν ἀφήσεις πορνεῖο γιά πορνεῖο σέ ὅλην τήν χώρα στό ὁποῖο δέν θά μπεῖς μέσα, ἀπό τό νά ἀρνηθεῖς νά προσκυνᾶς τόν Κύριό μας ᾽Ιησοῦ Χριστό μαζί μέ τήν ῾Υπεραγία Μητέρα Του! Γιατί στήν πρώτη περίπτωση ὑπάρχει τίς περισσότερες φορές ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας πού φέρνει τήν μετάνοια. Στήν δεύτερη ὅμως; Ποῦ θά στραφεῖ κανείς γιά μετάνοια, ἄν ἀρνηθεῖ τό λατρευτό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του; ῾Η ἄρνηση αὐτή σημαίνει τήν πλήρη ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου᾽. 

Τοῦ ᾽πε κι ἄλλα ὁ ἀββᾶς, στήριξε καί παρηγόρησε τόν Γέροντα, τοῦ διάβασε τήν εὐχή. Τόν ἀγκάλιασε καί ἔφυγε, ἀφήνοντάς τον μέ εἰρήνη ψυχῆς, κυρίως ὅμως γιγαντωμένο τόσο, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει εὔκολα τόν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πράγματι δέν ἄργησε νά ξαναφανεῖ. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἶχε φύγει ἀπό τό ταραγμένο καί μαῦρο πρόσωπό του ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας. 

῾Τί συμβαίνει, κακόγερε;᾽ τοῦ εἶπε τώρα ἐντελῶς ἐπιθετικά. ῾Δέν ὁρκίστηκες ὅτι δέν θά πεῖς τίποτε σέ κανένα; Καί πῶς τόλμησες νά τά πεῖς σ᾽ ἐκεῖνον πού ἦρθε σέ σένα;᾽ Καί πάλι δέν μπόρεσε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τοῦ ἀββᾶ, τοῦ ἐκλεκτοῦ σκεύους τοῦ Θεοῦ ὁ πονηρός. ῾Σοῦ λέω λοιπόν, κακόγερε, πώς θά κριθεῖς σάν ἐπίορκος τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, γιατί παρέβης τούς ὅρκους πού μοῦ ᾽δωσες᾽. 

῏Ηταν ἡ σειρά τοῦ Γέροντα νά γελάσει μέ τά λόγια τοῦ δαίμονα. ῾῎Ηξερα πάντα βέβαια᾽ τοῦ εἶπε, ῾ὅτι εἶσαι πονηρός, ἔστω κι ἄν προσωρινά φάνηκες νά μέ γελᾶς. ᾽Αλλά ἐκτός ἀπό πονηρός φαίνεται ὅτι εἶσαι καί ἀνόητος. Μοῦ λές ὅτι ὁρκίστηκα καί παραβίασα τόν ὄρκο μου. Τό ξέρω. ᾽Αλλά γιατί; Γιά νά μείνω πιστός στόν δικό μου Δεσπότη καί Ποιητή. Μακάρι ὅλοι νά παραβιάζουν τόν λόγο τους καί τούς ὅρκους τους σ᾽ ἐσένα, γιατί ἡ ὑπακοή σ᾽ ἐσένα εἶναι ἡ τέλεια καταστροφή τους. Κι ἄκου κι αὐτό, τρισκατάρατε πού νά ᾽σαι πάντα ἔξω ἀπό ἐδῶ. ῎Ακου κι αὐτό ἀπό ἐμένα, ἕνα ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ πού μέ δυνάμωσε ὅμως ὁ Κύριος μέ τόν ἀπεσταλμένο δοῦλο του: θά τιμωρηθεῖς ἀπό ᾽Εκεῖνον πολύ περισσότερο μ᾽ αὐτό πού μοῦ ζήτησες, γιατί ἐσύ ἤσουν ὁ αἴτιος καί τῆς κακῆς συμβουλῆς καί τῆς ἐπιορκίας᾽. 

Μ᾽ ἕναν ἰσχυρό κρότο κι ἀφήνοντας πίσω του μιά μεγάλη βρῶμα ἐξαφανίστηκε τό πονηρό πνεῦμα, μή ἀντέχοντας τήν δύναμη ψυχῆς τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ. 

῾Ο Γέροντας στράφηκε μέ δάκρυα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του, προσκύνησε βαθιά κι ἔμεινε ἐκεῖ γιά πολλές ὧρες δοξολογώντας τό ἅγιο ὄνομά Τους. 

Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἡ ταπείνωσή του ἦταν μεγάλη κι ἔκτοτε οὐδέποτε προσβλήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς σάρκας.