Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Ἀξία καὶ ἀξιώματα

Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης
Στην ἐποχή μας εἶναι πολύ δύσκολο νά βρεῖς ἀνθρώπους μέ ἠθικές ἀρχές, καλό χαρακτήρα, εὐγένεια, ἐργατικότητα καί προπαντός μέ ταπείνωση. Νά συνομιλήσεις καί νά συνεργαστεῖς μέ ἁγνούς καί πρόθυμους γιά ἀγαθοεργία ἀδελφούς, πού νά ἔχουν πνεῦμα προσφορᾶς καί αὐτοθυσίας. Ἀντίθετα, ὅπου καί νά πᾶς, συναντᾶς ἀνθρώπους, πού δέν ἔχουν ἀρχές καί δύσκολα μπορεῖς νά ἐπικοινωνήσεις μαζί τους. Εἶναι δοῦλοι τῶν ἁμαρτωλῶν τους παθῶν, τούς διακρίνει ἡ θρασύτητα καί ἡ σκληρότητα ἀπέναντι στούς ἄλλους καί εἶναι ἀδίστακτοι συμφεροντολόγοι. Χτυπητά παραδείγματα εἶναι οἱ συνδικαλιστές, οἱ διάφοροι διευθυντές, οἱ πολιτικοί, οἱ στρατιωτικοί, οἱ ἀστυνομικοί καί πολλές ἄλλες κατηγορίες ἀξιωματούχων.
Ὁ Γέροντας Ἰωήλ τῆς Καλαμάτας ἔλεγε σχετικά τά ἑξῆς: «Στόν κόσμο ἔχουμε ἀνθρώπους μέ ἀξία καί ἀνθρώπους χωρίς ἀξία. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν, ὅπου καί ἄν τύχουν, ὅπου καί ἄν βρεθοῦν γίνονται σεβαστοί καί ἀγαπητοί.
Ἡ ἀξία τους θέλοντας καί μή τούς φέρνει στήν ἐπιφάνεια, στό προσκήνιο. Βγαίνουν στήν ἐπιφάνεια μέ τήν ἀξία τους. Ἀντίθετα ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν ἀξία βουλιάζουν μέσα στό νερό τῆς κοινωνίας σάν βαρίδι καί πᾶνε στό πάτο.
Αὐτοί μή ἔχοντας ἀξία γιά νά βγοῦν στήν ἐπιφάνεια ἀπό μόνοι τους, ζητοῦν μέ μανία τά ἀξιώματα. Τό ἀξίωμα γι᾽ αὐτούς εἶναι ἕνας φελλός, πού ὅσο πιό μεγάλος εἶναι, τόσο πιό πολύ ὑπάρχει ἐλπίδα ὅτι θά μπορέσει νά βγάλει στήν ἐπιφάνεια τό βαρίδι, πού ἀπό μόνο του μόνο στόν πάτο μπορεῖ νά βρίσκε- ται.
Καί ἐδῶ βρίσκεται ἡ αἰτία τῆς μανιακῆς ἀπό μερικούς ἀναζήτησης μεγάλων ἀξιωμάτων.Ἄλλο ἀξία καί ἄλλο ἀξίωμα». Ἡ ἀξία ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἀξιοσέβαστο. Ἐκτιμᾶται ἀπό τούς πολλούς καί ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη.
Ἡ προβολή του δέν εἶναι ἀποτέλεσμα κάποιου ἀξιώματος, τό ὁποῖο συνήθως ἀποφεύγει. Ἐνῶ ἐπιλέγει τόν ἀθόρυβο τρόπο ζωῆς καί στό ἐπάγγελμά του εἶναι συνεπής καί ἀποδοτικός, ὁ λαός τοῦ ἀναγνωρίζει ἀνωτερότητα καί ἀξιοπρέπεια.
Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο καί μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἀξία. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπιφυλακτικοί ἀπέναντί του. Δέν τόν προσέχουν καί δέν τοῦ ἀναγνωρίζουν τήν παραμικρή ἱκανότητα. Στή συνείδησή τους εἶναι ὑποβαθμισμένος.
Τό γεγονός αὐτό τόν πληγώνει, γι᾽ αὐτό θέλει νά ἀποκτήσει κάποιο ἀξίωμα, προκειμένου νά διαλύσει τίς εἰς βάρος του ἀρνητικές ἐντυπώσεις, καί φορώντας τό ἔνδυμα τῆς ὑποκρισίας θέλει νά ἐπιβληθεῖ καί ν᾽ ἀπολαύσει τήν κοσμική δόξα, συγχρόνως δέ νά ἐξυπηρετήσει καί τά συμφέροντά του. Γιά νά εἴμαστε δίκαιοι κάτι παρόμοιο συμβαίνει καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν πρέπει νά ἐλέγχουμε τήν κοινωνία καί νά ἐξιδανικεύουμε τά ἀρνητικά τῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων.Ὅλοι γνωρίζουμε τόν τρόπο ἀνάδειξης τῶν ἐπισκόπων καί τά πρόσωπα, πού πασχίζουν νά δεχτοῦν στούς ἀσθενικούς ὤμους τους τό βαρύτατοφορτίο τῆς ἀρχιερωσύνης.
Στίς περισσότερες περιπτώσεις ἡ κατάσταση εἶναι ἀποκαρδιωτική. Καί γίνεται ἀφόρητη, γιατί δέν ὑπάρχει ἐλπίδα βελτίωσης.

Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1994, 18 Ὀκτωβρίου 2013