Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Στο καλυβάκι του Γ. Παϊσίου

Πέμπτη 13 Αυγούστου, προπαραμονή της Παναγίας. (Πάντα με το παλαιό ημερολόγιο). 
Ξύπνησα στις 6 το πρωί. Βαριά μέρα σήμερα. Συννεφιά, ζέστη, υγρασία. Το πρωινό μας, πλούσιο: τσάι, καφές, ψωμί, μαρμελάδα, μέλι, γλυκό κερασάκι. Πολύ γεμάτο από πηγαία φιλόξενα αισθήματα. Ότι είχαν οι άνθρωποι, τα έβγαλαν. Ο.τι είχαν στα ντουλάπια τους, ο,τι είχαν στις καρδιές τους. 
Μαζί με την ευλογία παίρνουμε την ευγνώμονα ανάμνηση της αβραμιαίας φιλοξενίας του π. Χρυσοστόμου και αναχωρούμε στις 9:30. Συγκινήθηκα αλλά δεν αναπαύθηκα. Κάτι άλλο περίμενα. Ο καιρός ελαφρώς ξεμπούκωσε. Αμυδρός ήλιος και ατμοσφαιρική θολούρα. Στόχος μας ο π. Παΐσιος. 
Τα μάτια αχόρταγα ρουφούν. Το μυαλό ακατάπαυστα δουλεύει. Σήμερα θα δούμε αυτό που ως τώρα φανταζόμασταν. Θεέ μου! Τι γλυκεία αίσθηση δεν μου δημιουργούσε αυτός ο πόθος του αυθεντικού ασκητισμού μέσα μου! 

Πέρασαν τρία τέταρτα πορείας. Ήδη είμαστε αρκετά κοντά. Θέλω φοβερά να δω, αλλά δεν θέλω καθόλου να μιμηθώ. Αυτό είναι μόνο για να το θαυμάσω- όχι για να το κάνω. Αρνούμαι να το δεχθώ, έστω και ως υποψία ή απόμακρο ενδεχόμενο μέσα μου. Αυτό αποκλείεται. Εγώ θα γίνω επιστήμονας! Θέλω να κατακτήσω αυτήν την ζωή. Αυτήν πού βλέπω. Για την άλλη... «έχει ό Θεός»!
Σε λίγο, να 'σου και φαντάζει το ταπεινό καλυβάκι του π. Παϊσίου. Απέχει περίπου δεκαπέντε λεπτά. Η στέγη του από λαμαρίνα. Ένα κυπαρίσσι ακριβώς δίπλα του σε υποβάλλει. Είναι κάπως πιο χαμηλά από μας. Μπορεί όμως και να 'ναι το ψηλότερο σημείο της γης!...
Κατεβαίνουμε το μονοπάτι με τα πόδια και το ανεβαίνουμε με την ψυχή. 
Δεν μιλούμε μεταξύ μας. Σαν κάτι μυστηριακό να προσδοκούμε. Κι εδώ έχει απόλυτη ησυχία κι ας ακούγονται πουλάκια ή τζιτζίκια ή το θρόισμα των φύλλων. Αυτή ή ησυχία δεν είναι παράξενη ή ασυνήθιστη μόνο, αλλά αναδίδει μια βαθειά αίσθηση μυστηρίου. Δεν σε προκαλεί για απόλαυση, αλλά σου δημιουργεί κατάνυξη. Δεν ξεκουράζει, αλλά αφυπνίζει. Σιωπάς και τα πάντα μέσα σου λειτουργούν τόσο έντονα όσο ποτέ. Αγωνιάς, αλλά είσαι πρωτόγνωρα ειρηνικός. Προσδοκάς... Όχι, ή ησυχία εδώ δεν έχει καμία σχέση με την ησυχία των Καρυών μετά την δύση του ηλίου, ούτε πολύ περισσότερο με την ησυχία της Δάφνης μετά την αναχώρηση του λεωφορείου. Οι άλλες ησυχίες σε κάνουν να μην ακούς τίποτε. Αυτή σου γεννά νέες ακοές, σου φέρνει μηνύματα και μελωδίες πού είναι του άλλου κόσμου. Μέσα σ' αυτήν την ησυχία ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου, κατανοείς τα βάθη σου- αντιλαμβάνεσαι τα βάθη Του, ακούς αυτά πού «ους ουκ ήκουσε»(Α' Κορ. β' 9), «άρρητα ρήματα» (Β' Κορ. ιβ' 4). Κάτι ακούγεται εδώ πού δεν ακούγεται πουθενά άλλου.

Να! Βρισκόμαστε κιόλας έξω από την πόρτα της καλύβης. Της καλύβης του Τιμίου Σταυρού. Έξω από το ασκητήριο του π. Παϊσίου. Έχω φόβο. Αυτό κυριαρχεί μέσα μου. Το καταλαβαίνω. Άλλα απροσδιόριστο φόβο. Ανομολόγητο δέος και ανέκφραστο θαυμασμό Χτυπάμε διακριτικά, αν και κάπως επίμονα, την πόρτα της αυλής. Ένα σίδερο κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από τα σύγχρονα ηλεκτρικά κουδούνια. Περνούν πέντε λεπτά. Απόκριση καμία. Μπορεί και να μη μας ανοίξει. Αυτό, λένε, είναι το πιο πιθανό. Συνήθως δεν διακόπτει την συνομιλία του με τον Θεό. Εμείς πάντως ελπίζουμε. Ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Δεν τολμούμε να μιλήσουμε πιο δυνατά απ' όσο χρειάζεται για να ακουγόμαστε. Ούτε αποφασίζουμε να ξαναχτυπήσουμε. Χωρίς αμφιβολία το πρώτο χτύπημα ακούστηκε μέσα στην υποβάλλουσα ησυχία. Η επανάληψη του θα την μόλυνε με τον εγωισμό και την ανυπομονησία μας. Ό Γέροντας σίγουρα προσεύχεται, αφού αδιαλείπτως αυτό κάνει. Το χτύπημα δεν είναι για να ακούσει αυτός. Αυτός ακούει. Είναι για να ζητιανέψουμε εμείς. Να ζητήσουμε πριν εκείνος δώσει, όχι να λάβουμε χωρίς την ταπείνωση της αιτήσεως. Προκρίνουμε την αναμονή. Περιμένουμε άλλο ένα πεντάλεπτο.
Μόλις αποφασίζουμε να ξαναδοκιμάσουμε, να, κάτι ακούγεται, μια πόρτα πού ανοίγει. Και κάποιος φαίνεται. Είναι αυτός πού κρύβεται και μόλις τώρα φανερώνεται. «Δόξα σοι, ο Θεός», ακούν τ' αυτιά μου την φωνή του. «Δόξα σοι, ό Θεός», ακούει κι ή καρδιά μου την φωνή της. Μας άνοιξε, είπα ανακουφιστικά, αν και με κάποιον φόβο, μέσα μου. Έρχεται αργά και σταθερά, σιωπηλός. Ανοίγει την πορτούλα.
Στον χαιρετισμό μας «ευλογείτε», ή τρεμάμενη από την κατάνυξη και ασθενική από την σπάνια χρήση φωνή του απαντά:"Ό Κύριος. Περάστε".

Ρίχνω μια βιαστική ματιά επάνω του. Ούτε άντεξα ούτε τόλμησα για δεύτερη. Η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Έχω περιέργεια να ανακαλύψω το μυστήριο της αγιοσύνης του. Και φόβο,να μην αποκαλύψει το μυστικό της αμαρτωλότητός μου. Αυτός κρύβεται από ταπείνωση,εγώ από εγωισμό.
Μπαίνουμε στο απέριττο καλυβάκι του. Όλα μικρά. Οι πόρτες στενές και χαμηλές.Τα ταβάνια επίσης χαμηλά. Ακόμη και οι γεωμετρικές διαστάσεις έχουν ταπείνωση εδώ. Προχωρούμε στο εκκλησάκι του. Το τέμπλο απλό, σανιδένιο. Εικόνες ρώσικες αναγεννησιακές, από σκέτο χαρτί, στερεωμένες με πινέζες και καρφιά στο πλαίσιο πού δημιουργεί το σανίδι του τέμπλου, δίχως ξύλινη πλάτη. Με λίγη πίεση σχίζονται. Όλα στα όρια της φυσικής αντοχής και αναγκαιότητος, Εμείς προσκυνούμε και ό π. Παϊσιος συνοδεύει ισοκρατώντας:''Δόξα σοι ό Θεός'', «Κύριε έλέησον».
Μου έκανε εντύπωση ότι, ενώ σ' όλες σχεδόν τις εικόνες τα χέρια των αγίων ήταν λιωμένα, στην εικόνα του Κυρίου, τα πόδια Του ήταν σβησμένα. Κάποια άλλη φορά, έκλεψα την ευκαιρία και του φανέρωσα την παρατήρηση μου. Μου είπε τότε:
"Στο πρόσωπο φιλούμε με αγάπη, στα χέρια από σεβασμό, στα πόδια φιλούμε μόνο με συντριβή. Τον Θεό δεν Τον ασπαζόμεθα στο πρόσωπο, όταν υπάρχουν τα πόδια Του. Τους αγίους τολμούμε να τους φιλήσουμε στα χέρια. Τον Χριστό όμως μόνο στα πόδια αντέχουμε να Τον ασπασθούμε".
Και έτρεχαν τα μάτια του...Έξω από το καλύβι, ό τάφος του παπα-Τύχωνα, γέροντος του π. Παϊσίου, πού είχε κοιμηθεί προ τριετίας. Δύο-τρεις ρίζες δενδρολίβανο, ένα κλήμα κι ένα κυπαρίσσι από αυτά πού μόνο πού τα βλέπεις σου ανεβάζουν την ψυχή στον ουρανό.

Μπαίνουμε στο αρχονταρίκι του, στο καθιστικό του, δύο επί δυόμισι περίπου μέτρα. Όχι μεγαλύτερο. Μια φυσική προεξοχή στην ρίζα του τοίχου, με μια καφέ στρατιωτική κουβέρτα επάνω της,παίζει το ρόλο του καναπέ. Το κέρασμα του, νερό και λουκούμι. Περιμένουμε κάτι να μας πει. Αυτός τίποτε, ήρεμα σκυμμένος, πλέκει ένα κομποσχοίνι χωρίς να βγάλει λέξη για αρκετή ώρα. Κάποιος σπάει την σιωπή. Δεν θυμάμαι τί ακριβώς ρώτησε. Θυμάμαι μόνο το πώς ό γέροντας με την τρεμουλιαστή φωνή του περιέγραφε την αγάπη του Θεού πρώτα, και πώς η αίσθησή της γεννά και την δική μας αγάπη σ' Αυτόν. Όλα τα παρουσίαζε τόσο γλυκά. Μιλούσε για τα γλυκίσματα του Θεού, την λιακάδα της παρουσίας Του, την αρχοντιά των αγίων, την λεβεντιά των μαρτύρων και το δικό μας φιλότιμο.
Μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα, με ανάλογο τόνο, ρυθμό και λεξιλόγιο, περιέγραφε το μεγαλείο της προσευχής ως αίσθησης της παρουσίας του Θεού και κίνησης της δικής μας αγάπης προς Αυτόν. Εγώ μόνο άκουγα. Ρουφούσα με μάτια, αυτιά και σκέψη ο,τι μπορούσα, κυρίως πέραν από όσα έλεγε ή έδειχνε. Το ύφος του εννοούσε, ασφαλώς, περισσότερο από τον λόγο του. Αυτό έλεγε όσα αυτός έκρυβε. Οι ερωτήσεις γίνονταν έτσι για τις ερωτήσεις. Εγώ δεν άνοιξα το στόμα μου, πήρα όμως την απόφαση να ξαναπάω με συγκεκριμένο ρεπερτόριο ερωτήσεων. Διψούσα για το πέραν του συμβατικού, του ηθικά σωστού, του μετρίου. Είχα βαρεθεί τους τσελεμεντέδες της πνευματικής ζωής. Εδώ ήταν εμφανές το αυθεντικό και μερακλίδικο. Έφτιαχνε δικά του φαγητά, πού έγλειφες τα δάχτυλα σου.
Δεν άκουγε μόνο τα «άρρητα ρήματα» της ησυχίας, αλλά μέσα στην αφάνεια του ό άνθρωπος αυτός φανέρωνε. Εδώ ακούς τα άρρητα και βλέπεις τα αθέατα. Κάθε ασκητήριο είναι σαν ένα βαθύ πηγάδι. Από κει μέσα -το εξηγούν οι Φυσικοί- μπορεί καταμεσήμερο να δεις και τ' άστρα. Όπως τα τοιχώματα του πηγαδιού απορροφούν τις ανακλώμενες επάνω τους ακτίνες του ηλίου, έτσι και ό τόπος της ασκήσεως απορροφά κάθε ήχο, εικόνα ή μέριμνα, δίνοντας στον ασκητή την δυνατότητα να ακούει, να βλέπει και να σκέπτεται καθαρά και απερίσπαστα.
Πολύ ευγενικά και χαριτωμένα, μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να πηγαίνουμε. Ήδη εμείς βιαζόμασταν. Βγήκαμε στην αυλή. Εκείνος επιστρέφει να μας φέρει ως ευλογία από ένα κομποσχοινάκι που ο ίδιος έπλεξε. Δίπλα μας, στην κουφάλα ενός δένδρου, διακρίνω ένα γυάλινο βάζο με φουντούκια ωμά. Επάνω έγραφε «ευλογία». Τα πάντα εδώ προσφέρονται ως ευλογία.

 Έρχεται μαζί μας να μας δείξει ένα μονοπάτι για να συντομεύσουμε τον δρόμο μας. Τον αποχαιρετούμε. Παίρνουμε την ευχή του και ξεκινούμε.
Σκέψεις πολλές ζάλιζαν τον νου μου. Μήπως πήγαμε φιλοπερίεργα και όχι από δίψα; Μήπως τελικά έχασε τον χρόνο του μαζί μας; Από την δική μας ζωή εξαρτάται ή αξία του δικού του χρόνου. Γύρισα πίσω να κλέψω μια ματιά, να δω έστω την ράχη του. Είχε εξαφανισθεί. Βιαζόταν να επιστρέψει στην προσευχή του! Στον π. Παίσιο πήγα και το 1976 με έναν συμφοιτητή μου. Και τότε θυμάμαι την χάρη και την γλύκα των λόγων του.

"Τί σπουδάζετε, παλληκάρια;" μας ρώτησε.
"Φυσική", του απαντούμε.
"Και οι δύο φυσικοί είστε; Ε, τότε πρέπει να μάθετε και την φυσική της μεταφυσικής. Ξέρετε για την πνευματική διάσπαση του ατόμου; Όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, όταν δηλαδή φθάσουμε σε αυτογνωσία, τότε γίνεται ή διάσπαση του ατόμου μας. Αν δεν ταπεινωθούμε ώστε να διασπάσουμε το άτομο μας, δεν θα βγει η πνευματική ενέργεια πού χρειάζεται για να ξεπεράσουμε την βαρύτητα της φύσεως μας. Μόνον έτσι, παλληκάρια, θα μπορέσουμε να διαγράψουμε πνευματική τροχιά".
Τι ωραίος αιφνιδιασμός! Μας μίλησε στην γλώσσα μας με την γλώσσα του.
"Η πνευματική ζωή είναι εύκολη, μας είπε. «Ό ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστί» (Ματθ. ια' 30), λέγει ό Κύριος.
"Μα «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός» (Ματθ. ζ' 14)", του αντιλέγει ο φίλος μου χαριτωμένα και ευγενικά.
"Τα ξίγκια, ευλογημένε, την κάνουν στενή. Πέταξε τα και θα δεις πόσο εύκολα είναι τα πράγματα. Η αγάπη μας πρέπει να είναι ίδια προς όλους. Μόνο τότε είναι αγάπη Θεού. Αν αγαπούμε κάποιους περισσότερο και άλλους λιγότερο, πρέπει να υποψιαστούμε εγωισμό. Όσο ξεχνούμε τον εαυτό μας, τόσο γνωρίζουμε στην ζωή μας τις ευλογίες του Θεού. Και τι δεν μας δίνει ό πανάγαθος Θεός! (Τί ζεστά και γλυκά πού το είπε αυτό το «πανάγαθος»!) Ώρες ώρες νοιώθουμε τα κόκαλα της υποστάσεως μας σαν κέρινα, να μην αντέχουν το βάρος των δωρεών Του. Κάτω από την αγάπη του Θεού, τα πάντα λυγίζουν. Δίπλα της όλα λιώνουν."
Μας μίλησε και για τα θαυμαστά της προσευχής και της χάριτος του Θεού, πώς γνώρισε κάποιον μοναχό πού με απλότητα, βασιζόμενος στην αγιογραφική ρήση και στον λόγο του Κυρίου ότι έχει δώσει στους δικούς Του την εξουσία «του πατείν επάνω όφεων και σκορπιών» (Λουκ. ι' 19), αυτός έπιανε δηλητηριώδη φίδια με τα χέρια του και τα πετούσε έξω από την μάνδρα δίχως κανέναν φόβο. Επίσης για κάποιον που η χάρις του Θεού κατά τις στιγμές της προσευχής του τον μετέφερε σε μακρινά μέρη, όπου επιτελούσε θαυμαστά έργα και φανέρωνε την δύναμη του Θεού, και μετά τον επέστρεφε. Αυτός κάποτε, όταν ξύπνησε, βρήκε ένα λουλούδι πού μόνο στην Κασπία φύεται. Εκεί τον είχε πάει ό Θεός.
Μ' όλα αυτά έσπαζε ο Γέροντας το κέλυφος του ορθολογισμού μας. Δημιουργούσε υποψίες άλλου φρονήματος ζωής.  Μια υποψία όμως δεν κατάφερε να γεννήσει μέσα μου. Την υποψία της κλήσεως μου. Εγώ επίμονα αρνιόμουν να δω προς αυτήν την κατεύθυνση...
Ύστερα από δώδεκα χρόνια, το 1988, βρέθηκα στο Όρος με σύμμαχο την κλήση μου αυτήν την φορά. Είχε ένα κατάξερο καλοκαίρι. Για μήνες δεν είχε πέσει ούτε μία σταγόνα βροχής. Οι πηγές, τα ρυάκια είχαν στερέψει, οι βρύσες είχαν στεγνώσει. Κανενός τα κηπευτικά δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν. Έβλεπες τις ντοματιές και καμιά δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο ύψος. Σαν φυματικές κοπέλες κρέμονταν από τα στηρίγματα τους δημιουργώντας ένα θέαμα αποκαρδιωτικό. Το ίδιο και χειρότερα οι πιπεριές, οι κολοκυθιές και οι αγγουριές.

Εξαίρεση ο κήπος του π. Παϊσίου. Αυτός δεν φύτευε απ' όλα τα λαχανικά. Μόνον αυτά που δεν χρειάζονταν μαγείρεμα, μια πού το ασκητικό του πρόγραμμα δεν μπορούσε να συμπορευθεί με κάτι τέτοιο. Έβαζε εννέα ρίζες ντοματιές και μια αγγουράκια. Οι απότιστες ντοματιές του, την χρονιά εκείνη, ξεπερνούσαν τα δυο μέτρα- όσο τους έλειπε το νερό, τόσο κέρδιζαν σε ύψος. Οι δε ντομάτες του ήταν σαν μικρά πεπόνια. Έκθαμβος αντίκριζα το θαύμα. Το ζών ύδωρ της θεϊκής χάριτος αντικαθιστούσε την αναγκαιότητα του νερού της φύσεως. Με το ελάχιστο νεράκι και την πολλή μας προσδοκία στον Θεό. Τον παρακαλούμε πνευματικά και μεταμορφώνει την φύση. Όσο η λογική αυτού του κόσμου και ή παχύτητα της επιγειότητος συστέλλονται μέσα μας, τόσο ζωντανότερος και αληθινότερος προκύπτει ό Θεός και στην ατμόσφαιρα της ψυχής μας, και στο περιβάλλον της ζωής μας.

Αστειευόμενος, μ' έβαζε ανάμεσα στα φυτά και μου έλεγε:
- Κρίμα, και νόμιζα πώς είσαι ψηλός. Εδώ σε ξεπερνούν και οι ντοματιές μου. Και πού να τις πότιζα κιόλας!
Από τις ντοματιές του π. Παϊσίου παρηγορήθηκε ολόκληρη ή περιοχή, όλα τα κελιά. Δεν ξέρω τελικά αν τρεφόμασταν με ντομάτες, σίγουρα όμως γευόμασταν την ευλογία του Θεού.
Αυτός πού ήθελε τα λίγα, απολάμβανε τα πολλά. Μια τέτοια εμπειρία πώς κανείς να την ξεχάσει; Αυτά τα βιώματα αρδεύουν και τις πιο χέρσες ψυχές των Αγιορειτών και τις αναγκάζουν -στους άνυδρους καιρούς μας- να παράγουν με θαυμαστό τρόπο, τους πιο χυμώδεις και εύγευστους καρπούς της εποχής μας. «Αυτών ή πίστις και ζωή την οικουμένην στηρίζει».

Μου έλεγε συχνά ότι όταν επισκέπτεται ό Θεός την καρδιά, ό άνθρωπος γίνεται τόσο λεπτός και απαλός στην σχέση του με την φύση, πού δεν την ενοχλεί, ούτε αμύνεται απέναντι της, δεν σπάει ένα λουλουδάκι, δεν πατάει μια τσουκνίδα, δεν σκοτώνει ένα μυρμήγκι, δεν διώχνει απότομα μια μύγα, αλλά σέβεται το σπασμένο κλαδάκι, το άκαρπο δένδρο, το ενοχλητικό ζωύφιο, το απειλητικό ζώο. Όταν συναντήσεις ένα θηρίο ή ένα φίδι, αν το αγαπάς έτσι, δεν θα σε πειράξει, σε αγαπά κι εκείνο. Γίνεσαι φίλος της κτίσης και αυτή σου ανταποδίδει την αγάπη και την εμπιστοσύνη. Την σέβεσαι στον στεναγμό και στην αδυναμία της,την ποτίζεις με προσευχή και αυτή σου άπαντα με θαυμαστούς καρπούς. Οι ντομάτες, η συγκομιδή πού παίρνεις, δεν είναι συνέπεια μιας φυσικής νομοτέλειας, αλλά απόδειξη της ευλογίας του Θεού. 

Έτσι μεταμορφώνεται το περιβάλλον σε ναό και οι νόμοι αντικαθίστανται από το θαύμα και την θεϊκή παρέμβαση. Αυτή είναι ή ασκητική οικολογία. Ο π. Παΐσιος του 1988 και οι ντοματιές του επαλήθευαν τα λόγια της γλυκόηχης διδασκαλίας του -του 1976- και επιβεβαίωναν τις βαθιές εντυπώσεις πού χάραξαν την υπόσταση μου κατά την ευλογημένη εκείνη συνάντηση του 1971. Θυμάμαι, τότε, δεν είχα ανάγκη να τον βλέπω ούτε ακόμη και να τον ακούω. Μου αρκούσε ή αίσθηση ότι βρέθηκα δίπλα σ' έναν υπερβατικό άνθρωπο, γνώρισα έναν ασκητή, αντάμωσα έναν άγιο.

του μητροπολίτου π.Νικολάου Χατζηνικολάου
(Από το βιβλίο:'''Άγιον "Ορος, το ύπέρτατο σημείο της γης''
Έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000)