Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Πρωτολογία καί Εσχατολογία στό Έργο του Μεγάλου Αθανασίου

Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου - Φιλολόγου
ΜΑ.,ΜΑ. Θεολογίας, Ὕπ. Δρός Πᾶν/μιου Ἀθηνῶν
«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι». Μέ αὐτή τή φράση ἀρχίζει τόν ἐπιμνημόσυνο λόγο τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πρός τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας. «Ὅτι πάσαν ἐν ἐαυτω εἶχε τήν ἀρετήν….Ἀρετήν δέ ἐπαινῶν, Θεόν ἐπαινέσομαι, παρ’οὐ τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀρετή».
Ἡ ζωή τοῦ Ἀθανασίου ὑπῆρξε σταθερή μαρτυρία ὀρθοπραξίας, ἀγάπης καί σεβασμοῦ στήν εὐαγγελική παράδοση καί στήν ἀκεραιότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Διαδραμάτισε ἀποφασιστικό ρόλο στήν καταστολή καί ἀναίρεση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου καί πῆρε μέρος στήν Ἅ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τό 325 μ.Χ., ὡς διάκονος καί γραμματέας τοῦ Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρου1.

Προσωπικότητα ἰσχυρή καί ἀνήσυχη, γνήσιος ἐκφραστής τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους, ὁ Ἀθανάσιος ἀναδείχθηκε τό 328 ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, μέ τή σύμφωνη γνώμη κλήρου καί λαοῦ τῆς θεοσώστου ποιμαντικῆς του περιφέρειας. Ὁ σθεναρός του ἀγώνας γιά τή διάσωση τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος προκάλεσε τήν ὀργή καί τό φθόνο τῶν αἱρετικῶν, κυρίως δέ τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξαπέλυσαν ἀμείλικτο καί μέ κάθε ποταπό μέσο πόλεμο ἐναντίον του.

Ὁ Ἀθανάσιος καταδιώχθηκε καί πέρασε περισσότερο ἀπό δεκαέξι χρόνια της ἀρχιερατείας τοῦ μακριά ἀπό τό ποίμνιό του. Ἐξορίσθηκε πέντε φορές καί ἐπανειλημμένα καταδικάστηκε καί καθαιρέθηκε ἀπό ψευδοσυνόδους. Παρά τίς δοκιμασίες καί τίς στερήσεις, ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε ἀκλόνητος «στύλος Ὀρθοδοξίας» καί μέ τό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο, κυρίως δέ μέ τό Χριστομίμητο παράδειγμα τοῦ βίου του, διέσωσε τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἔθεσε τά δογματικά θεμέλια πάνω στά ὁποῖα οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες στηρίχθηκαν καί ἀποδέχθηκαν καθολικά, καθώς ἐξέφραζαν τόν γνήσιο οἰκουμενικό ἐκκλησιαστικό λόγο2.

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἀποτελεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ «Περί πρωτολογίας καί ἐσχατολογίας» στήν Ἐκκλησία. Σύμφωνα μέ τόν Ἀλεξανδρινό ἱεράρχη, ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ» ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία, τήν ἔναρξη μίας πορείας πρός τήν τελείωση.

Ἡ δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου, μέρους τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος, σηματοδοτεῖ μία κίνηση πρός τά ἔξω της θείας θελήσεως3, εἶναι δηλαδή προϊόν της ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. Τό κατ’ εἰκόνα ὑποθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε στήν ὕπαρξη τοῦ ὁρισμένα στοιχεῖα τοῦ Λόγου (σκιᾶς τινάς ἔχειν τοῦ Λόγου).

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖται ἀπό τόν ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς ἔλεος τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μήν εἶναι «ἔρημός» της θείας γνώσεως. Ἔτσι, οἱ πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν «κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου, τήν εἰκόνα νοοῦντες τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ» καί εἶχαν τή δυνατότητα, κατά σχετικό τρόπο ἀσφαλῶς, «ἔννοιαν δί’ αὐτοῦ του Πατρός λαβεῖν»4.

Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ μία δραματική φάση στήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ πτώση ὑπερβαίνεται μέ τήν συνεχῆ πορεία τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ πορεία καί ἡ κίνηση δηλαδή πρός τό μέλλον καί ἑπομένως πρός τήν τελείωση, πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν», καθορίζεται ἀπό τίς ἀρχικές ρίζες τῆς δημιουργίας, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τούς εἶναι σχηματισμένες καί ἁγιαστικά ἐναρμονισμένες πρός τή μελλοντική τελείωση.

Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πτώση του δέν ἀπώλεσε ἕνα ἀγαθό του παρελθόντος ἀλλά ἕνα ἀγαθό του μέλλοντος, ἀπόδειξη τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ παραλληλισμός καί ἡ συμπόρευση παρελθόντος καί μέλλοντος, τά ὁποία ἀπό κοινοῦ ἐξακολουθοῦν νά καθορίζουν τήν πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί μετά τήν ἀπώλεια τῆς «προτέρας εὐγένειας»5.

Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος κινεῖται δυναμικά πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν καί κάθε πτώση τοῦ ἀποτελεῖ ἀπομάκρυνση ἀπό τό μέλλον καί ὄχι ἀπό τό παρελθόν. Ὑπό αὐτό τό πρίσμα, δύναται κανείς νά κατανοήσει τό νόημα τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς ὁποίας ἡ πορεία εἶναι μελλοντική καί ἄπειρη. Ἔτσι, ἡ ἐσχατολογία εἶναι ἡ ἴδια ἡ δυναμική πορεία τῆς θείας οἰκονομίας, καθώς ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο στήν ὀρθή πορεία πρός τό μέλλον6.

Αὐτή τήν ἐσχατολογική ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τήν ἀντιλαμβάνεται ἐκκλησιολογικά καί ἐκκλησιοκεντρικά. Τό γεγονός τῆς θείας οἰκονομίας βιώνεται στήν Ἐκκλησία, ἑπομένως μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέ τούς δοκιμασμένους τρόπους πού ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μπορεῖ αὐθεντικά νά ἐκφραστεῖ καί νά κατανοηθεῖ7. Τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐκφράζει τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό καί χριστιανικό φρόνημα καί ταπεινά νά δοξολογεῖ «ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἷς δόξαν Θεοῦ Πατρός8».

Πρωτολογία καί ἐσχατολογία στό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου εἶναι ἔννοιες καί μεγέθη ἄρρηκτα συνυφασμένα καί ἀλληλένδετα. Στήν πρωτολογία ἀναφύονται ξεκάθαρα οἱ καταβολές τῆς ἐσχατολογίας καί ἀκολούθως στήν ἐσχατολογία, ὡς δυναμική πορεία, διακρίνεται ἡ ἀνάπτυξη τῶν σπερμάτων τῆς πρωτολογίας.

«Ἡ ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψις συνενώνει πάσαν ἐνέργειαν τοῦ Λόγου ἀπό τῆς δημιουργίας καί ἑξῆς καί συνάμα προεκτείνει αὐτήν εἰς τήν μελλοντικήν πορείαν τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἀκατάπαυστον τελείωσιν9».

Ἄρρηκτος δεσμός λοιπόν πρωτολογίας καί ἐσχατολογίας στήν «ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη». Ἄλλωστε, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου κατέστησε τόν ἄνθρωπο καί πάλι «δεκτικόν θεότητος»10. Τό περισσσευμα τῆς ταπείνωσης τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου θά τόν παρακινήσει νά σημειώσει: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἴνα ἠμεῖς θεοποιηθῶμεν. Καί αὐτός ἐφανέρωσεν Ἑαυτόν διά σώματος , ἴνα ἠμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν. Καί Αὐτός ὑπέμεινε τήν παρ’ ἀνθρώπων ὕβριν, ἴνα ἠμεῖς ἀθανασίαν κληρονομήσωμεν»11.

1. Βλ. Σχ., Σκουτέρη Κωνσταντίνου, Ἱστορία Δογμάτων, τόμος 2ος, Ἀθήνα 2004, σελ. 169-178.

2. Αὐτόθι, σέλ. 180-183.

3. Κατά Ἀρειανῶν, 2,2.

4 Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου,11.

5. Πρβλ., Αὐτόθι, 3.

6. «Ἡ ἐσχατολογική ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἰδιότης σύμφυτος μέ τήν συνολικήν ζωήν της. Ἐσχατολογία λοιπόν δέν εἶναι τό τέλος ,ἀλλά συνόλος ἡ πορεία πρός τό τέλος. Καί τοῦτο συμβαίνει, διότι ἡ πορεία τῆς θείας οἰκονομίας καί ἡ πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ εἶναι δυναμικῆς φορᾶς.», (Βλ., Ματσούκα Νίκου, Θεολογία – Κτισιολογία - Ἐκκλησιολογία κατά τόν μέγαν Ἀθανάσιον, σημεῖα πατερικῆς καί οἰκουμενικῆς θεολογίας, ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σέλ. 150).

7. Πρβλ., Σκουτέρη Κ., Ἱστορία Δογμάτων, σελ. 189.

8 Περί τῶν γενομένων ἐν τή Ἀριμινίω τῆς Ἰταλίας καί ἐν Σελευκεια τῆς Ἰσαυριας Συνόδων, 20,4, Πρβλ., Φιλιπ., 2,11.

9. Ματσούκα Ν., Θεολογία – Κτισιολογία - Ἐκκλησιολογία κατά τόν μέγαν Ἀθανάσιον, σελ. 151-152.
10 . Πρβλ., Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 1καί 4.

11. Αὐτόθι, 54 .