Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

«Κάποια μέρα». Πατήρ Εὐμένιος - ὁ κρυφός Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας".

ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ, πού λειτουργοῦσε ὁ πατήρ Εὐμένιος στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ Νοσοκομείου Λοιμωδῶν, στό Αἰγάλεω, εἶχε πολύ κόσμο καί πολλά παιδιά. Τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ, βγῆκε στήν Ὡραία Πύλη νά συγχωρεθῆ ἀπό τό ἐκκλησίασμα. 
Ἐκείνη τήν στιγμή, βλέπει νά κάθωνται μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας, κοντά στό τέμπλο, 3-4 παιδάκια. Λέει στό ἐκκλησίασμα: «Σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι δέν θέλω, τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, παιδιά νά κάθωνται ἐδῶ μπροστά». Καί κατεβαίνει κάτω, παίρνει τά παιδάκια ἀπό τό χέρι καί τά πάει πίσω-πίσω στόν ναό.
Μετά, μπαίνει στό Ἱερό καί  παίρνει τά Ἅγια γιά τήν Μεγάλη Εἴσοδο. Ὡστόσο, ἕνα ἀπό τά παιδάκια αὐτά φεύγει ἀπό πίσω καί πάει πάλι μπροστά, στήν βορεινή ὅμως τώρα Πύλη, καί, τήν ὥρα πού ἔβγαινε ὁ πατήρ Εὐμένιος μέ τά Ἅγια, φωνάζει τό παιδάκι στήν μητέρα του: «Μαμά, μαμά, ὁ Παππούλης πετάει, ὁ Παππούλης πετάει!»

Ἕνα παρόμοιο γεγονός μαρτυρεῖ καί ἡ κυρία (Φωτεινή Γιαννάκη), ἀσθενής τοῦ Λεπροκομείου. Μᾶς εἶπε ὅτι τόν εἶχε κάποια γυναίκα, συνασθενής της, καί δέν πατοῦσε κάτω. Αὐτή ἡ γυναίκα καθόταν κοντά στό Ἱερό, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ πατήρ Εὐμένιος. 
«Φαινόταν», μᾶς εἶπε, «ὅτι δέν πατοῦσε στήν γῆ. «Αὐτά συμβαίνουν στούς Ἁγίους», λέω ἐγώ. Τήν λέγανε Εὐριδίκη. Αὐτή εἶδε αὐτό τό πρᾶγμα. Πῆγα κι ἐγώ μιά μέρα μπροστά, γιά νά δῶ, ἀλλά λέγανε ὅτι ἦταν ἁμαρτία αὐτό, πού ἤθελα. Γιατί αὐτή ἡ γυναίκα (ἡ Εὐρυδίκη) ἔκανε μεγάλες προσευχές, εἰκοσιτετράωρες προσευχές, γι΄αὐτό τήν ἀξίωνε ὁ Θεός νά βλέπη καί τόν πατέρα Εὐμένιο νά πετάη.»

Ο ΠΑΤΗΡ ΕΥΜΕΝΙΟΣ θεράπευε κρυφά ἤ κάνοντας μικροσαλότητες. Ἡ κυρία (Εὐαγγελία Προδρόμου), πού ὑπέφερε ἀπό φρικτούς πόνους στό στομάχι καί τό ἔντερό της, ἰδίως μόλις ἔτρωγε ἤ ἔπινε κάτι ἀντίθετο, ἔλεγε ὅτι πῆγε κάποια ἡμέρα στόν πατέρα Εὐμένιο, ὁ ὁποῖος καθόταν ἔξω ἀπό τό κελλάκι του, τήν καλωσώρισε καί, γιά νά τήν κεράση, τῆς γέμισε ἕνα ποτήρι πορτοκαλάδα νά τό πιῆ. 

Τοῦ λέει ἐκείνη: «Γέροντα, ἀδύνατον νά πιῶ τέτοιο πρᾶγμα. Ἔχω τό ἔντερό μου καί τό στομάχι μου καί θά μέ διαλύση». «Πιές, πιές», ἐπέμενε ἐκεῖνος καί τῆς τό ἔδωσε, μάλιστα, στό στόμα. Τό ἤπιε καί τῆς ἔδωσε καί δεύτερο ποτήρι. Κι ἐπειδή τελείωσε ἡ πορτοκαλάδα, τῆς γέμισε τό τρίτο ποτήρι μέ sprite ἀεριοῦχο. Ἀφοῦ ἐκείνη τά ἤπιε ὅλα, λέει στόν πατέρα Εὐμένιο: «Γέροντα, σέ δύο λεπτά κλάψε με». «Πήγαινε, πήγαινε, δέν ἔχεις τίποτε», τῆς ἀπάντησε ὁ πατήρ Εὐμένιος. Ἀπό τότε ἔγινε καλά καί ἰάθη τελείως.

ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, ὁ πατήρ Εὐμένιος αἰσθάνθηκε ἕνα ἀφόρητο πόνο στό στομάχι του, σέ βαθμό ἀπελπιστικό. Τό πῶς θεραπεύτηκε, μοῦ τό διηγήθηκε ὀ ἴδιος: «Δέν ἤξερα τί νά κάνω. Ἐμένα τό στομάχι μου δέν μέ εἶχε πονέσει ποτέ. Πῆγα κι ἐγώ μέσα στόν Ναό, μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καί ἄρχισα νά σταυρώνω τό στομάχι μου καί νά παρακαλῶ τούς Ἁγίους Ἀναργύρους νά μέ κάνουν καλά. Σταυρωνόμουν γιά πάνω ἀπό τέσσερες ὧρες. 
Μετά κάθισα λίγο νά ξεκουραστῶ, καί μέ πῆρε ὁ ὕπνος. Βλέπω τότε τούς Ἁγίους Ἀναργύρους μέ λευκές μπλοῦζες, σάν γιατρούς, νά μοῦ κάνουν ἐγχείρηση. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω τό στομάχι καί μοῦ τό ἔδειχναν. Ἀμέσως μετά ξύπνησα καί ἤμουν μιά χαρά. Ἀπό τότε δέν μέ ξαναπόνεσε καθόλου».

ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Η ΕΘΙΑ, ἡ πατρίδα τοῦ πατρός Εὐμενίου, εἶναι ἕνα ὀρεινό χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτη. Βρίσκεται σέ ὑψόμετρο 740μ. καί ἀπέχει ἀπό τό Ἡράκλειο 38χλμ. Εἶναι πολύ ἄγονο μέρος, γι΄αὐτό καί οἱ κάτοικοί του μετοίκησαν σ΄ἕνα χαμηλότερο μέρος, στό χωριό Ροτάσι.
Στήν Ἐθιά ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες: Ἡ κεντρική εἶναι ἀφιερωμένη στήν Παναγιά μας καί φυλάσσει θαυματουργό εἰκόνα της. Ἐκεῖ ἡ Παναγία εἶχε ἐμφανισθεῖ σάν γυναίκα ντυμένη στά μαῦρα κάποια ἡμέρα, πού ὁ πατήρ Εὐμένιος, μικρό παιδί τότε, ἄναβε τά κανδήλια τοῦ ναοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μιά μερα θά γίνεις ἱερεύς». Ἐκεῖ, στόν αὔλιο χῶρο της, ἔμελλε νά εἶναι καί ὁ τάφος, ὅπου ἀναπαύεται τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Γέροντός μας. Ἡ ἄλλη εἶναι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἐκεῖ κοντά ὑπάρχει καί ἁγίασμα. Ὑπάρχουν καί πολλά μικρά ἐκκλησάκια, γιά τήν ἀνακαίνισι τῶν ὁποίων ὁ πατήρ Εὐμένιος ἔστελνε χρήματα.

Ο ΠΑΤΗΡ Εὐμένιος ἦταν γόνος μιᾶς πολυμελοῦς καί πάμπτωχης οἰκογενείας. Γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1931. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Σοφία Σαριδάκη, ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Εἶχαν ὀκτώ παιδιά. Τό ὄγδοο καί τελευταῖο τους παιδί ἦταν ὁ πατήρ Εὐμένιος, πού στήν βάπτιςί του πῆρε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Τά ἀδέλφια του, κατά σειρά ἡλικίας, ἦταν: Ἑλένη, Μιχαήλ, Αἰκατερίνη, Βαςίλειος, Ἁμαλία, Μαρία καί Εὐγενία.

Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ὀρφάνεψε ἀπό πατέρα σέ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν, δηλαδή ἡ οἰκογένειά του ἔχασε τόν προστάτη της πολύ νωρίς. Ἦταν πού ἦταν φτωχή, χάνοντας καί τό στήριγμά της βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη κατάστασι. Ἡ χήρα μάνα του μέ τί δυνατότητες νά θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε γιά νά τά φέρη κάπως βόλτα. Μετά ἦρθε καί ἡ γερμανική κατοχή, ἡ ὁποία χειροτέρευσε κατά πολύ τά πράγματα. Σ΄ αὐτό τό περιβάλλον καί μέ πολλές στερήσεις μεγάλωσε ὁ Παππούλης μας. Παπούτσια φόρεσε στά δώδεκά του χρόνια. 
Παρ΄ ὅλα αὐτά, δηλαδή τίς στερήσεις, τήν πεῖνα καί τήν ἀνέχεια, τό ἦθος καί τό φρόνημα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παιδιοῦ δέν ἀλλοιώθηκαν.
Γιά παράδειγμα, ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ τους ἤθελε νά τοῦ δίνη μιά μικρή βοήθεια, ἐπειδή πήγαινε καί τόν βοηθοῦσε στόν ναό. Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος, ὅμως, τοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, Παπα-Γιάννη, δέν παίρνουμε ποτέ χρήματα ἀπό τήν Ἐκκλησία». (Μαρτυρία Ἀριστέας Σαριδάκη). Ἤ, ὅταν τοῦ ἔδιναν μιςή κουλούρα ψωμί γιά κάποια δουλειά πού ἔκανε, ποτέ δέν τήν ἔτρωγε μόνος του, ἀλλά τήν πήγαινε στό σπίτι του καί τήν ἔτρωγε μέ τ΄ ἀδέλφια του, ὅλοι μαζί.
«Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς ἀναπαύεται στήν καρδίαν μας, ὅταν τήν καθαρίσωμε καί τήν ἀφιερώσωμε καί τήν κάμωμε δῶρον τοῦ Χριστοῦ μας».

Πατήρ Εὐμένιος