Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ἐν Κωνσταντινουπόλει

Γιώργος Θαλάσσης
Έφτασε ο καιρός. Βρέθηκα στα μονοπάτια του Γένους.
Περνάω μέσα από καστροπύλες και οφικιάλιους με χρυσές πανοπλίες και εισέρχομαι στην καρδιά του Ρωμαίικου, στο Μεγάλο Κάστρο του Χριστιανισμού. Η Μέση Οδός καταστόλιστη απλώνεται πέρα ως πέρα με όμορφα καταστήματα και ανθοστόλιστες πλατείες με χαρούμενα πρόσωπα, ευλογημένους ανθρώπους, που σε ό,τι και αν κάνουν δεν παραλείπουν να σιγοψιθυρίζουν την Ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με...». Ρωμιοί, που έχουν αιώνιο σύντροφο και συνοδοιπόρο τον Κύριο και Θεό.
Οι σημαίες και τα λάβαρα του Γένους σε όλο το μήκος της Μέσης Οδού κυματίζουν τον Σταυρό με τα τέσσερα βήτα, το Χριστόγραμμα και το δικέφαλο της Ρωμιοσύνης. Αρχαία ηρωικά μνημεία δοξασμένων Αυτοκρατόρων και ηρώων, επικές αψίδες, μεγαλοπρεπείς στήλες και αρχαία κειμήλια του Γένους εμψυχώνουν και εμπνέουν τη Ρωμιοσύνη για νέους αγώνες και νέα ηρωικά έπη.
Πανέμορφοι βυζαντινοί ναοί, Ιερά δημόσια εικονοστάσια, Ιερά αγιάσματα και Ιερές Μονές, θυμίζουν το ποιοι είμαστε και τι αποστολή έχουμε στην Οικουμένη.
Κοιτάζω στο βάθος του δρόμου και σκέφτομαι που καταλήγει η μεγάλη μαρμαρόστρωτη αυτή οδός και ανατριχιάζω από δέος καθώς φέρνω στο νου μου την Αγιά Σοφιά.
Η γλυκιά μελωδία από καμπάνες και σήμαντρα κάπου στα βόρεια, πίσω από τα μνημειακά κτίρια της Μέσης οδού με σπρώχνει να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Στρίβοντας σε ένα κάθετο λιθόστρωτο δρόμο κατευθύνομαι βόρεια και αφήνοντας την Μέση συναντώ αλσύλια και αριστουργηματικές κρήνες, αλλά και αγάλματα της αρχαίας εποχής. Ο μικρός λόφος, που διακρίνω στο βάθος, είναι αναμφισβήτητα ο τέταρτος της επτάλοφης, αυτός των Αγίων Αποστόλων.
Ο μυρωμένος αέρας από Πολίτικο θυμίαμα και η κατανυκτική υμνολογία στο βάθος του λιθόστρωτου με οδηγούν στο μεγάλο Βυζαντινό ναό. Δίπλα μου οι αψιδωτές πύλες των αρχοντικών με τα Ρωμαίικα οικόσημα, οι αναμμένοι δαυλοί, τα όμορφα παρτέρια και τα φωτισμένα παράθυρα με το ζεστό σπιτικό φως μού θυμίζουν ότι βρίσκομαι στην παλιά μας γειτονιά. Προχωράω σταθερά καθώς το λιθόστρωτο ανηφορίζει και περνάω μέσα από αψίδες και δημόσια εικονοστάσια και ολοένα πλησιάζω στην κορφή του λόφου. Πέρα δυτικά, στην θρακική πεδιάδα, ο κατακόκκινος ήλιος που δύει λάμπει πορφύρα και χρυσό. «Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!…», φωνάζω με ενθουσιασμό νοερά.
Πλησιάζω. Το λιθόστρωτο ανοίγει και τα λάβαρα με τους δικέφαλους αετούς, που βλέπω να ανεμίζουν περήφανα πίσω από τα τελευταία αρχοντικά του δρόμου, φανερώνουν ότι έφτασα.
Τελευταία στροφή πριν την κορφή του λόφου, η θέα του μεγάλου ναού των Αγίων Αποστόλων μού κόβει την ανάσα. Πάνω στους πέντε τρούλους του μεγάλου ναού ο Σταυρός ο Πανάγιος κυρίαρχος στους αιθέρες της Βασιλευούσης.
«Απόστολοι του Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών», ψιθυρίζω με δέος και κάνω το σταυρό μου.
Η μελωδία των ύμνων από το εσωτερικό του ναού με συνεπαίρνει. «Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.»
Ένα χρυσό φως κεριών και πολυελαίων, που αντανακλάει στα χρυσά ψηφιδωτά και στα πολύχρωμα μάρμαρα, ξεχύνεται από τα μεγάλα παράθυρα φέρνοντάς με σε άλλες εποχές.
Πριν εισέλθω στην κοινή χαρά, κοιτάζω ολόγυρα του λόφου την πανοραμική θέα. Η Πόλη των πόλεων, απλώνεται με μεγαλοπρέπεια και γαλήνη από τον Κεράτιο ως τον Βόσπορο και την θάλασσα του Μαρμαρά, αλλά και την Θρακική πεδιάδα. «Η δοξασμένη πρωτεύουσα της Οικουμένης, το λίκνο της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας!», συλλογίζομαι και καθώς το βλέμμα μου χαϊδεύει τους αμέτρητους καστρόπυργους, τα ψηλά καμπαναριά, τα παλάτια και τους περικαλλείς ναούς, καταλήγει εκεί που καταλήγουν όλοι οι δρόμοι, εκεί που καταλήγει και συγκλίνει και η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Στην Αγιά Σοφιά, στον επίγειο ουρανό, που σαν κορόνα της Πόλης λάμπει ως τα πέρατα της Οικουμένης τη δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν!

ΕΚΤΑΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ