Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Η Ρωσία αλλάζει τον κόσμο στη Συρία

Του δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα 
Η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στον εμφύλιο της Συρίας έχει θέσει νέα δεδομένα στις διεθνείς γεωστρατηγικές ισορροπίες. Και δεν είναι ότι τα ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη θα καταφέρουν να κατανικήσουν το Ισλαμικό Κράτος, όπως πολλοί φαίνεται να πιστεύουν. 
Η ρωσική δύναμη που έχει μεταβεί εκεί είναι πολύ μικρή για να πετύχει κάτι τέτοιο και ο εξαιρετικά προσεκτικός πρόεδρος Πούτιν πολύ δύσκολα θα επέλεγε μία μεγάλης κλίμακας επέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων που θα μπορούσε να εγκλωβίσει την Ρωσία σε ένα τέλμα αντίστοιχο με αυτό που έπνιξε μέσα του την αμερικανική πολεμική μηχανή στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και παλαιότερα στο Βιετνάμ. Στην πραγματικότητα, οι άμεσες στοχοθετήσεις της ρωσικής παρέμβασης δείχνει να είναι πολύ μετριοπαθείς, περιοριζόμενες στο να εξασφαλίσουν την επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ και μαζί του και των τελευταίων υπολειμμάτων της πολιτισμένης Συρίας. Μόνο όταν εξασφαλιστεί αυτό θα καταστεί δυνατή η σχεδίαση του επόμενου σταδίου.

Αν όμως οι άμεσες στρατιωτικές συνέπειες της ρωσικής επέμβασης δεν μοιάζουν ιδιαίτερα εντυπωσιακές, οι επιδράσεις της στο υψηλότερο γεωπολιτικό επίπεδο ενδέχεται να είναι κατακλυσμιαίες. Κατ΄ αρχάς, με αυτή την ενέργεια η Μόσχα επιφέρει σκληρό πλήγμα στα απομεινάρια των αντιλήψεων περί μονοπολικού κόσμου. Επεμβαίνοντας δραστικά στη Συρία, η Ρωσία αποδεικνύει ότι αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα διαμόρφωσης των διεθνών εξελίξεων, ενώ, αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες οπισθοχωρούν από την προνομιακή θέση του ρυθμιστή των παγκόσμιων εξελίξεων. Και ενδέχεται να το κάνουν όχι με ιδιαίτερη απροθυμία. Σε αντίθεση με τα διάφορα τρομολαγνικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία είναι θέμα χρόνου να προκύψει εμπλοκή αμερικανικών και ρωσικών αεροπορικών δυνάμεων στη Συρία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, φαίνεται ότι υπάρχει κάποιος βαθμός συνεννόησης μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον. Όπως έχουμε αναφέρει, το πλέγμα εξουσίας στις ΗΠΑ ούτε ενιαίο είναι ούτε έχει κοινή γραμμή. Ορισμένοι εντός του επιμένουν σε μία σκληρή όσο και άγονη αντιρωσική στάση, ενώ κάποιοι άλλοι φαίνεται ότι προωθούν μία συνεργασία με τη Μόσχα, τουλάχιστον σε τακτικό επίπεδο.

Παρεπιμπτόντως, πολύ σκληρότερο πλήγμα από τη ρωσική επίθεση στη φαντασίωση περί μονοπολικού πλανήτη και στην καθιέρωση ενός πολυπολικού κόσμου ενδέχεται να έδωσε και η κινεζική παρουσία στην περιοχή, με το κατεξοχήν σύμβολο της ανερχόμενης κινεζικής ισχύος, το αεροπλανοφόρο “Liaoning”. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η Κίνα διεκδικεί ρόλο σε μία περιοχή του κόσμου η οποία βρίσκεται πολύ μακριά από το δικό της γεωσύστημα, αποδεικνύοντας τόσο ότι η ίδια εξελίσσεται σε δύναμη παγκοσμίων στοχοθετήσεων, με ζωτικά συμφέροντα σε όλη τη γήινη σφαίρα, όσο και ότι το παγκόσμιο σύστημα μετατρέπεται σε πολυπολικό. Ειρήσθω εν παρόδω, με αυτή του την κίνηση το Πεκίνο επιβεβαιώνει ότι έχει αναπτύξει βαθιά γεωστρατηγική σχέση με τη Μόσχα, η οποία φαίνεται ότι καταφέρνει να υπερβεί τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις σχέσεις των δύο χωρών. Μιλάμε, δηλαδή, για έναν σινορωσικό άξονα, μοναδικό στην ανθρώπινη ιστορία, που ενισχύει ολοένα και περισσότερο τη δυναμική του, θέτοντας τα θεμέλια για τη δημιουργία του κυρίαρχου παράγοντα διαμόρφωσης των διεθνών εξελίξεων κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο στη ρωσική επέμβαση στη Συρία ενδέχεται να είναι ότι εμβαθύνεται η στρατηγική σχέση της Μόσχας με τον σιιτικό κόσμο, κέντρο του οποίου είναι το Ιράν. Με άλλα λόγια, με την επέμβαση στη Συρία, οι ρώσοι πιθανώς στοχεύουν όχι τόσο στην ενίσχυση της παρουσίας τους εκεί όσο στην περαιτέρω σύσφιξη των δεσμών τους με την Τεχεράνη. Πράγματι, με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν η Ουάσιγκτον είχε μία μικρή πλην υπαρκτή ευκαιρία να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Τεχεράνη, την οποία φαίνεται να χάνει.

Όπως έχει αναφέρει ο γράφων σε παλαιότερα άρθρα, το Ιράν θα μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει σημαντικότατο φράγμα έναντι της Ρωσίας, με την οποία δεν είχε και τις καλύτερες ιστορικές σχέσεις τόσο την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και εκείνη της τσαρικής Ρωσίας. Όμως, απ’ ότι φαίνεται, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Επιδεικνύοντας μεγάλη επιδεξιότητα στις κινήσεις της, η Μόσχα δείχνει να «τσιμεντώνει» τις σχέσεις της με την Τεχεράνη, δημιουργώντας έναν άξονα τεράστιας γεωπολιτικής δυναμικής, που θα είναι ακόμη μεγαλύτερη αν σε αυτόν ενταχθεί και το Πεκίνο.

Απώλειες και κέρδη
Φυσικά, η Ρωσία έχει και απώλειες στο γεωπολιτικό επίπεδο από τις κινήσεις της. Η πιο σημαντική από αυτές ενδέχεται να είναι η εκ νέου δραστική επιδείνωση των σχέσεών της με την Τουρκία, οι οποίες διέρχονταν μία περίοδο άνθησης που μάλλον αποδεικνύεται απατηλή. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να προβληματίζει και τόσο το Κρεμλίνο. Η ρωσική εξωτερική πολιτική αισθανόταν μάλλον άβολα μέσα σε αυτή τη σύντομη άνοιξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων, δεδομένων των βαθιών και διαρκών ανταγωνιστικών στοιχείων στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο χωρών.

Όσο δε για την άλλη μεγάλη δύναμη της περιοχής, το Ισραήλ και τις επιδράσεις στις σχέσεις του με την Ρωσία, δεν θα πρέπει να βιαστούμε να εξάγουμε συμπεράσματα. Το Τελ Αβίβ έδειχνε μάλλον αμήχανο όσον αφορά στον προσδιορισμό του τι το συμφέρει σε βάθος χρόνου αναφορικά με τις εξελίξεις στην περιοχή. Ναι μεν δεν επιθυμούσε την ύπαρξη ενός ισχυρού συμπαγούς σιιτικού άξονα που θα περιλάμβανε μία ενιαία Συρία υπό τον Άσαντ, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, αλλά δύσκολα θα επεδίωκε και τη δημιουργία μίας Συρίας στην οποία θα κυριαρχούσαν οι τζιχαντιστές. Επιπροσθέτως, είναι περίπου βέβαιο ότι θα ήθελε να δει τη δημιουργία ενός μεγάλου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ και τη Βόρεια Συρία. Η επέμβαση της Ρωσίας δείχνει ότι μπορεί να λειτουργήσει αποφασιστικά προς μία εξισορρόπηση αντίρροπων δυνάμεων στη Συρία αλλά και το Ιράκ και αυτό ενδέχεται να βολεύει το Τελ Αβίβ, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.

Χαμένοι της υπόθεσης είναι, φυσικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία. Κυρίως η τελευταία. Σε μεγάλο βαθμό, η Άγκυρα είχε επενδύσει στην κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και στην κυριαρχία ενός σουνιτικού πολιτικού συστήματος στη Συρία, το οποίο θα ετίθετο υπό τη σφαίρα επιρροής της. Αυτή η προσπάθεια δείχνει να καταρρέει. Η προσπάθεια κυριαρχίας στη Συρία τελειώνει για την Τουρκία με την δημιουργία ενός ακόμη de facto κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της και με δραστική επιδείνωση των σχέσεών της τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις ΗΠΑ.

Όσον αφορά στους αμερικανούς και τους δυτκοευρωπαίους κολαούζους τους, τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλύτερα. Και δεν είναι τόσο ότι αποτυγχάνει η στρατηγική τους. Το πρόβλημα είναι ότι μάλλον δεν είχαν ποτέ στρατηγική. Ο γράφων επιμένει πεισματικά ότι, κόντρα στις πανίσχυρες στερεοτυπικές αντιλήψεις περί του αντιθέτου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να σχεδιάσουν και, πολύ περισσότερο, να υλοποιήσουν μία στοιχειωδώς ρεαλιστική γεωπολιτική στρατηγική. Παραδοσιακά περνάνε από λάθος σε λάθος, από γκάφα σε γκάφα, από παρανοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας σε ακόμη πιο παρανοϊκή. Απλώς είναι τόσο μεγάλα τα μεγέθη και τόσο αστείρευτο το γεωπολιτικό τους δυναμικό που μπορούν να αντέξουν τις συνεχείς αποτυχίες, ενώ πολλές φορές με έναν μαγικό τρόπο, τις μετατρέπουν σε κάποιου είδους «επιτυχία». Άλλωστε, σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Πρώσου καγκελάριου Ότο φον Μπίσμαρκ, «φαίνεται πως υπάρχει ένα είδος θείας πρόνοιας που προστατεύει τα παιδιά, τους ηλίθιους, τους μεθυσμένους και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».

Μεταξύ άλλων παρανοϊκών τους αντιλήψεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν πράγματι να πιστεύουν ότι η μεγάλη μάζα του συριακού πληθυσμού είναι εναντίον τόσο του Άσαντ όσο και του ISIS. Έτσι επιμένουν σε φαντασιώσεις περί της ανάγκης ενίσχυσης των «μετριοπαθών ανταρτών», που οι ομάδες τους αριθμούν μερικές δεκάδες ανθρώπων η καθεμία, οι οποίοι μάλιστα, συνήθως σπεύδουν να αυτομολήσουν στο ISIS μόλις τελειώσουν την (αμερικανική) εκπαίδευσή τους. Η έγκυρη αμυντική ιστοσελίδα DefencePoint, που κάθε άλλο παρά φιλορωσική ή «φιλοασαντική» μπορεί να χαρακτηριστεί, έχει αρκετά σχετικά άρθρα για τις κωμικοτραγικές επιδόσεις των αμερικανών όσον αφορά στη δημιουργία «μετριοπαθών ανταρτών» που πολεμούν τον Άσαντ χωρίς να είναι τζιχαντιστές.

Η πραγματικότητα, την οποία οι αμερικανοί αλλά και οι δυτικο-ευρωπαίοι ισχυρίζονται ότι δεν βλέπουν, είναι ότι αν το καθεστώς Άσαντ πέσει, στη Συρία θα μείνουν μόνο τζιχαντιστές και νεκροί. Οι μειονότητες, θρησκευτικές και εθνοτικές, θα σφαγιαστούν και η Ευρώπη ξα σαρωθεί από ένα κύμα προσφύγων πολύ μεγαλύτερο από αυτό που δέχεται σήμερα.
Και ίσως η πιο «χτυπητή» αποτυχία των αμερικανών είναι ότι δείχνουν να απαξιώνονται ακόμη και από τους Κούρδους, που ήταν οι φυσικοί τους σύμμαχοι στην περιοχή, οι οποίοι ενισχύουν ολοένα και περισσότερο τους δεσμούς τους με τη Μόσχα, αφού αυτή είναι που διασφαλίζει την επιβίωσή τους.

Εν κατακλείδι, οι εξελίξεις στη Συρία ξεπερνούν τα στενά όρια της συγκεκριμένης χώρας, αλλά και της Μέσης Ανατολής εν συνόλω και ενσωματώνονται σε μία ευρύτερη μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος που ξεφεύγει ολοένα και περισσότερο από την απατηλή ψευδοπραγματικότητα της αμερικανικής παντοδυναμίας και περνά σε πιο ρεαλιστική ταυτότητα της πολυπολικότητας.

Ο δρ. Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνων.

Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 309
http://kostasxan.blogspot.gr