Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Υπάρχει προοπτική επανάστασης χωρίς ποιότητα συνείδησης;

ΦΩΤΟ: http://info-war.gr
Σαράντου Ι. Καργάκου, Ἱστορικοῦ
Κάποτε, περί το 1968, οι Γάλλοι φοιτητές του πανεπιστημίου της Ναντέρ έγραψαν στους τοίχους το ακόλουθο σύνθημα: «Μπορεί να υπάρχει επανάσταση μόνο εκεί όπου υπάρχει συνείδηση. Η επανάσταση πρέπει να γίνει πρώτα στους ανθρώπους κι έπειτα στα πράγματα». Άραγε, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κατά πόσο ευνοεί μια τέτοια επαναστατική διαδικασία; Η πάντα ευπαθής σε πολιτικούς κραδασμούς χώρα μας, κατά πόσο μπορεί ν’ ανεχθεί μια επανάσταση, που θ’ αποσκοπεί στην εσωτερική αναμόρφωση του Έλληνα;

Το να ζητάς από το σημερινό Έλληνα να επαναστατήσει, είναι σαν να ζητάς από ένα φανατικό οπαδό του Χομεΐνί να αλλαξοπιστήσει. Ο Έλληνας θα έδινε ακόμη και τη ζωή του, για να μην ταράξει κανείς τη ζωή του! Αυτό το πάντοτε ταραγμένο και το πιο επαναστημένο πλάσμα της Ιστορίας, βρήκε, επιτέλους, την πλήρωση της πολιτικής του αποστολής σε μια κατάσταση πολιτικής νιρβάνα. Δεν αντέχει σε μια πολιτική χημεία, στην οποία θα έπαιζε ρόλο καταλύτη η συνείδηση.

Γι’ αυτό σήμερα —και πάντα— στην Ελλάδα, επανάσταση μπορεί να σημαίνει το να λες πράγματα περίεργα, που δεν είναι καθόλου αρεστά, με αποτέλεσμα να κινδυνεύεις να μείνεις χωρίς δουλειά. Για παράδειγμα: η αλήθεια, έλεγε ο Μαρξ, είναι επαναστατική, αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως κάθε πράξη που βαφτίζεται επαναστατική, είναι και πράξη αληθινά επαναστατική. Επίσης, οι εκλογικές επιτυχίες δεν μπορούν να γίνονται «άλλοθι» για πολιτικές ασυδοσίες. Κι ακόμη, ότι η ηθική πρέπει να είναι γνώμονας της πολιτικής κι όχι η πολιτική να καθορίζει τα όρια της ηθικής.

Κάποτε ο Κάφκα είχε πει: η πολιτική υπάρχει στα πάντα αλλά δεν είναι το παν. Συνεπώς, δεν μπορούμε να θυσιάσουμε το παν για μια πολιτική που «κάνει το παν» για να εξαχρειώσει και να εξαγριώσει ένα λαό, να τον διχάσει εσωτερικά, να τον διασπάσει ψυχικά, να διαστρέψει τη συνείδηση και την ηθική του βούληση.

Αυτά τα δυσάρεστα λέγονται γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1948, χρονιά που ο Όργουελ έγραψε το «περίφημο «1984». Ο Μεγάλος Αδελφός ενηλικιώθηκε. Τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου τελειοποιούνται. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Ένας τεχνοκρατικός ολοκληρωτισμός μας περιμένει στον ορίζοντα της…… ήττας μας. Και φυσικά, όπως όλοι οι ολοκληρωτισμοί, δεν ανέχεται την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Στη θέση της λογικής βάζει την υπολογιστική και στη θέση της συνείδησης μια μικρή μπαταρία. Χρειάζεται, λοιπόν, να περάσουμε σε μια νέα φάση επαναστατικής διαδικασίας, που θ’ αποσκοπεί, σύμφωνα με το σύνθημα των Γάλλων φοιτητών, στο ξύπνημα της συνείδησης. Το να γίνει κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον, δεν το βλέπουμε ορατό. Αλλ’ αυτό δεν είναι λόγος να μην το επιχειρήσουμε.

Λένε πολλές φορές για τον έναν ή τον άλλο ματαιόσκοπο επαναστάτη ότι δεν έχει βρει τον εαυτό του! Όμως, ο εαυτός μας δεν είναι κάτι που βρίσκουμε είναι κάτι που το δημιουργούμε. Είναι η επίμονη καλλιέργεια της συνείδησης.

Πάντα μια επανάσταση θα οδηγείται σε αδιέξοδα, εάν προηγουμένως δε γίνει επανάσταση μέσα στον άνθρωπο. Πρέπει, δηλαδή, η επανάσταση να ξεκινάει πρώτα από μια ριζική αναμόρφωση της συνείδησης και μετά να εξωτερικεύεται στα πράγματα. Η Επανάσταση του 1821 πέτυχε, γιατί υπήρχε συνείδηση κατάλληλα διαμορφωμένη. Η Ελλάδα, πρώτα αποτίναξε το ζυγό τετρακοσίων χρόνων από τη συνείδηση της κι έπειτα από το έδαφος της. Η επανάσταση, δηλαδή, δεν ξεκίνησε το 1821, αλλά πολύ πιο πριν, στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Δεν μπορεί κανείς να διεκδικεί ελευθερία, αν δεν έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη της ελευθερίας.

Σήμερα, λειτουργεί, άραγε, η ελληνική συνείδηση και το «δαιμόνιο της φυλής», για να ξεκινήσουμε μια νέα επαναστατική διαδικασία, ώστε να επιλυθούν προβλήματα πιο ανώδυνα από την τουρκική σκλαβιά αλλ’ όχι για το λόγο αυτό λιγότερο αγκαθερά; Ας ξεκινήσουμε από έναν τομέα, που πολίτες και πολιτικοί —κακώς κατά τη γνώμη μας- του έχουν δώσει προτεραιότητα. Πρόκειται για την ανάπτυξη της οικονομίας. Εμείς πιστεύουμε ότι χωρίς ανάπτυξη της συνείδησης δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη ούτε και στην οικονομία. Κι ακόμη πιστεύουμε πως η ανάπτυξη της συνείδησης είναι πιο παραγωγική από οποιοδήποτε επενδυτικό πρόγραμμα. Όμως, αντί να καλλιεργούμε συνείδηση ευθύνης, καταρτίζουμε προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης ή προσπαθούμε να τονώσουμε τον «οικονομικό πατριωτισμό» μας με διαφημιστικές ενέσεις του τύπου «ο επιμένων ελληΝΙΚΑ». Δυστυχώς, το έμβλημα αυτό, με το οποίο θελήσαμε ν’ αντικαταστήσουμε το «εν τούτω νίκα», δεν απέδωσε, απλώς συνέβαλε στην αφισορρύπανση. Ο Έλληνας όχι μόνο δεν επιμένει ελληνικά αλλά συνεχώς φροντίζει για την ανθοφορία της ξένης οικονομίας.

Ασφαλώς, μια επανάσταση στην οικονομία είναι μάταιη, γιατί ο Έλληνας δεν έχει συνείδηση του προβλήματος. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το σλόγκαν που αναφέραμε παραπάνω πέρασε στη δικαιοδοσία των γελοιογράφων. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού δεν έχει συνείδηση του οικονομικού προβλήματος. Έχει μια επιδερμική γνώση, που δεν αρκεί να ενεργοποιήσει τη συνείδηση του. Γι’ αυτό, λοιπόν, μια επαναστατική διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει από άτομα που ενδιαφέρονται να έχουν «ήσυχη» τη συνείδηση τους. Βέβαια, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Έλληνες είναι οι κατ’ εξοχήν οπαδοί του «ωχαδερφισμού» και της αρχής «ας κάνουν την αρχή πρώτα οι άλλοι», καταλαβαίνουμε πως κάθε προσδοκία επανάστασης στον τομέα της οικονομίας είναι ανεκπλήρωτο όνειρο.
Αλληλένδετο πρόβλημα με την οικονομία, αλλά που προεκτείνεται ευρύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι το σχετικό με την εργασία και πιο συγκεκριμένα μ’ αυτό που ονομάζουμε επαγγελματική συνείδηση. Ο Έλληνας ποτέ δεν κατάλαβε πως το επάγγελμα του είναι εκπλήρωση χρέους προς το σύνολο. Πιστεύει πως είναι μια απλή σχέση εργαζόμενου-εργοδότη (εργοδότης μπορεί να είναι και το κράτος). Πιστεύει πως συνιστά επαναστατική διαδικασία η ένταση των σχέσεων, που συχνά εκδηλώνεται —κυρίως στον τομέα του δημοσίου— με την απεργία.

Ασφαλώς, η απεργία είναι απαραίτητο όπλο του εργαζομένου για την υπεράσπιση και διαφύλαξη των δικαιωμάτων του. Άλλωστε το δικαίωμα του «συνδικαλίζεσθαι» και, φυσικά, του «απεργείν» είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα. Στην Ελλάδα, όμως, εκτός του ότι ο συνδικαλισμός δε διδάσκεται, δε γίνεται καμιά προσπάθεια για την ανάπτυξη της λεγόμενης συνδικαλιστικής συνείδησης. Ο συνδικαλισμός δεν έχει μόνο διεκδικητικό αλλά και διαπαιδαγωγητικό χαρακτήρα. Αφήνοντας αδιαπαιδαγώγητο τον εργαζόμενο, του στερούμε τη δυνατότητα ν’ αναπτύξει εργατική συνείδηση και να διεκδικεί αμοιβή ανάλογη με την προσφορά του.

Στην Ελλάδα έχουμε πάντα πολλές απεργίες, που αβασάνιστα εγγράφονται στις επαναστατικές διεργασίες. Όμως, όλες αυτές οι δήθεν εργατικές κινητοποιήσεις, μπορεί να προκαλούν αναστατώσεις στην οικονομία, στη συγκοινωνία, στα νοσοκομεία, στην παιδεία κ.λπ., αλλά είναι καταδικασμένες —έστω κι αν ικανοποιηθούν κάποια οικονομικά αιτήματα-, διότι δεν έχουν το υπόβαθρο τους στη συνείδηση του επαγγελματικού χρέους. Πολλοί εργαζόμενοι,, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, απεργούν σε περιόδους αιχμής, προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους. Όμως, έτσι δε λύνουν το πρόβλημα, απλώς το μεταθέτουν σε άλλους, ώστε συνεχώς ν’ ανακυκλώνεται. Συνεπώς, η επαναστατική διεργασία, αφού δεν μπορεί να ξεκινήσει από μια διευρυμένη συνείδηση πολιτικής ευθύνης, είναι αδύνατο να καρποφορήσει. Όταν, όμως, η επανάσταση κυοφορείται στη συνείδηση των εργαζομένων, τότε και μ’ ένα απλό οικονομικό αίτημα μπορεί να έχουμε επαναστατικές αλλαγές, που ν’ αλλάξουν ριζικά όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικές δομές.

Εξάλλου, η ελληνική πραγματικότητα καθώς δημιουργεί ανυπόστατες επαναστατικές διαδικασίες, αποπροσανατολίζει το ενδιαφέρον του κόσμου από τα σοβαρότερα προβλήματα. Ποια επανασταστική διαδικασία ξεκίνησε —αν εξαιρέσουμε τα πολιτικά «ξόρκια»— για την αντιμετώπιση του νέφους, που κινδυνεύει να μας πνίξει; Η Ελλάδα που υποδέχεται σαν εθνοσωτήρα δυο φορές το χρόνο κάποιον διάσημο ή άσημο ποδοσφαιριστή, ποια «μεγαλειώδη» συγκέντρωση γνώρισε σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μόλυνση του περιβάλλοντος; Αυτό είναι φυσικό, διότι η μόλυνση είναι βέβαια κοινό πρόβλημα αλλά δεν αφορά σε κάποιον περισσότερο, ώστε να διαμαρτυρηθεί έντονα. Αυτό είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας: ο Έλληνας φροντίζει για τον εαυτό του• όχι για την Ελλάδα. Για ποιο λόγο να επαναστατήσει «χωρίς αιτία»;

 Από την άλλη, τα ελάχιστα δάση που μας έχουν απομείνει πυρπολούνται, αλλά καμιά κομματική νεολαία δεν κάνει τον κόπο «να πάρει τα βουνά», όχι να κάνει «αντάρτικο», αλλά για να αγωνισθεί για την πρόληψη και κατάσβεση των πυρκαϊών. Ή, μήπως, η διάσωση των δασών δε συνιστά επαναστατική πράξη; Μαζί με τα δάση αφανίζονται, λεηλατούνται, βεβηλώνονται, καταρρέουν ή κατεδαφίζονται όλα τα μνημεία του παρελθόντος. Λαός και πολιτική ηγεσία υπνώττουν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη συντήρηση τους. Κάποτε οι κάτοικοι της Φλωρεντίας, που φημίζονται για τους κοινωνικο-πολιτικούς αγώνες και για την αγάπη προς την πόλη τους, είχαν «ρίξει» το σύνθημα: «Συντήρηση σημαίνει επανάσταση». Στην εκλεπτυσμένη συνείδηση τους η συντήρηση της παλιάς τους πόλης ήταν μια επαναστατική πράξη. Εμείς θεωρούμε επαναστατική ενέργεια την εισβολή της μπουλντόζας και επαναστατικό εμβατήριο τον ήχο του κομπρεσέρ.

Θα ήταν επίσης χρήσιμο να συγκρίνουμε την «επαναστατική» δραστηριότητα των Ελλήνων στα πολιτικά και σε κάποια άλλα προβλήματα. Λέγοντας πολιτικά προβλήματα, εννοούμε πρωτίστως προβλήματα ήθους και κάποια άλλα σοβαρά, που ο Νεοέλληνας είναι ακόμη ανώριμος, λόγω ατελούς πολιτικής παιδείας, ν’ αντιμετωπίσει. Οι φαιδρές διαμάχες και οι συγκεντρώσεις που δημιουργούν οι πολιτικοί οξύνουν τα προβλήματα, ιδίως το συγκοινωνιακό. Συνήθως στις προεκλογικές περιόδους ξοδεύονται τεράστια ποσά, για να δημιουργηθούν οι γνωστές «λαοθάλασσες», που κάνουν την πολιτική μας να μοιάζει με θάλασσα. Με την προβολή της δύναμης του και το φανατισμό των ψηφοφόρων κάθε κόμμα δημιουργεί και τη δική του «επανάσταση», που είναι απλώς αναστάτωση. Αν όμως ο πολιτικός λόγος έβρισκε τρόπο ν’ αγγίξει και ν’ αφυπνίσει τη συνείδηση του πολίτη, δε θα υπήρχε τέτοιο φαινόμενο και δε θα παρουσίαζαν τις πολιτικές μας συγκεντρώσεις οι ξένες τηλεοράσεις σαν εθνογραφικό αξιοπερίεργο. Θα δείχναμε τη δύναμη μας με την ψήφο μας.

Ένα ελπιδοφόρο μήνυμα θα ήταν, οι «μεγαλειώδεις» αυτές συγκεντρώσεις να γίνονταν γι’ άλλους σκοπούς, όπως παραδείγματος χάριν για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, που αναφέραμε, ή για την απαράδεκτα χαμηλή στάθμη της παιδείας ή των υπηρεσιών κοινωνικής ωφελείας. Το έργο των πολιτικών, επίσης, θα ήταν αξιολογότερο, εάν φανάτιζαν τα πλήθη τους, με τον τρόπο που εκείνοι ξέρουν, για δενδροφύτευση ή απλώς για τη διατήρηση και την προστασία του πρασίνου. Καμιά φορά η επανάσταση, για να κρατηθεί, αναγκάζεται να κόψει κεφάλια. Αλλά καμιά επανάσταση δεν έκοψε ή έκαψε δέντρα. Εκτός πια κι αν θεωρούμε επαναστατικό μας πρότυπο τον Ιμπραήμ, που επί τρία χρόνια δεν άφησε δέντρο στο Μοριά. Ο σημερινός Έλληνας βέβαια αγαπάει το πράσινο κι είναι έτοιμος να επαναστατήσει γι’ αυτό, εάν βέβαια το πράσινο γίνει χρώμα κάποιου ισχυρού χαρτονομίσματος.

Το φαινόμενο της «ασυνείδητης επανάστασης» ή της «επανάστασης χωρίς αιτία» παρατηρείται πολύ έντονο στις τάξεις των νέων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο. Οι νέοι είναι κατ’ εξοχήν αντιδραστικά στοιχεία, διατυπώνουν πάντα έναν αντιρρητικό λόγο απέναντι σ’ οποιοδήποτε πολίτευμα, κοινωνικό σύστημα ή θεσμό. Η τάση ν’ αμφισβητούν τα πάντα δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για φασαρία, που εύκολα βαφτίζεται επανάσταση ή ανταρσία. Είναι γεγονός όμως ότι οι εκρήξεις των σημερινών νέων τις περισσότερες φορές δεν έχουν κανένα στόχο• είναι αυτοσκοπός. Αντίδραση για την αντίδραση και άλλα παρόμοια ηχηρά. Εφόσον, όμως, και σ’ αυτή την περίπτωση δε λειτουργεί η συνείδηση, για να καθοδηγεί τη νεανική εκρηκτικότητα, κάθε εξέγερση είναι καταδικασμένη να εκφυλιστεί.

Τα συνήθη γεγονότα των Εξαρχείων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο θόρυβος, που προκαλεί συχνά μια χούφτα «αναρχικών», κατάφερε να προσελκύσει εκατοντάδες «θερμόαιμους» νεαρούς, με διάφορες ιδιότητες, όπως «πανκ», «χούλιγκαν», έτοιμους για «επανάσταση», πρόθυμους να φτύσουν αλλ’ όχι να χτίσουν. Το ότι τα μικροεπεισόδια αυτά με επίκεντρο πάντα το ταλαίπωρο Χημείο θυμίζουν τρικυμία σε μελανοδοχείο, φαίνεται από το γεγονός ότι εξατμίζονται σε λίγα εικοσιτετράωρα μόνα τους, αν δεν υπάρξει «μετωπική» σύγκρουση με την αστυνομία, που με την παρουσία της προσφέρει ένα στόχο-σκοπό.

Δε χρειάζεται, όμως, ν’ αναζητήσουμε αυτή την «ασυνείδητη επανάσταση» μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, όπου μπορούν να παίρνουν μορφή τρομοκρατικών ενεργειών μπορούμε να τη βρούμε σ’ ένα περιβάλλον πιο οικείο και καθημερινό: το σχολείο. Οι «αποχές» και οι «καταλήψεις» είναι τα κύρια «επαναστατικά όπλα» των μαθητών. Βέβαια, το να απέχει ο μαθητικός κόσμος από τα μαθήματα, δεν είναι πάντα κατακριτέο, εάν τα αιτήματα αφορούν, για παράδειγμα, την πνευματική τους κατάρτιση ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Τις περισσότερες φορές, όμως, τα αιτήματα δείχνουν ότι η συνείδηση τους δεν έχει καλλιεργηθεί αρκετά, ώστε να επιτρέπει την προβολή αιτημάτων (πέρα από εκείνα που προωθούνται μέσω των κομμάτων), που ν’ αποτελούν όντως μια επαναστατική σύλληψη του εκπαιδευτικού ζητήματος. Το ν’ απέχεις από τα μαθήματα, διότι αναβλήθηκε μια εκδρομή, οπωσδήποτε δεν είναι επαναστατική πράξη. Τα Ελληνόπουλα, δυστυχώς, δεν έχουν αρθρώσει ακόμη επαναστατικό λόγο, γιατί δεν έχουν καλλιεργήσει επαναστατική σκέψη.

Οι πιο φαιδρές όμως περιπτώσεις «επαναστάσεων» στην πατρίδα μας, είναι αυτές που συμβαίνουν στον πολιτικό κόσμο, που δυστυχώς εκπροσωπεί την Ελλάδα στο διεθνή χώρο. Η Βουλή, που θα έπρεπε να είναι από τους πιο σεβαστούς και τιμημένους χώρους, θυμίζει θίασο ποικιλιών (variete). Είναι γεγονός ότι οι συνεδριάσεις της προσελκύουν πολλούς θεατές (τα θεωρεία είναι σχεδόν πάντα γεμάτα, ενώ τα έδρανα των βουλευτών είναι σχεδόν πάντα άδεια), που παρακολουθούν όχι το περιεχόμενο της συζήτησης αλλά τον τρόπο διεξαγωγής της. Κάθε κόμμα δίνει το δικό του «επαναστατικό» στίγμα κι όλα μαζί συνθέτουν στις συνήθεις συνεδριάσεις μια ατμόσφαιρα νεκροτομείου, ενώ στις «εκρηκτικές» συνεδριάσεις δημιουργούν μιαν «επαναστατική» ατμόσφαιρα, που θυμίζει αίθουσα κακουργοδικείου κι όχι αίθουσα πολιτικών ομιλιών. Δεν είναι καθόλου τιμητικό να χρειάζεται το καμπανάκι, που χρησιμοποιούν στα δι¬καστήρια, για να επιβληθεί η τάξη στους «πατέρες του έθνους»!

Είναι χαρακτηριστικό πως σχεδόν πάντα προσωποποιούνται τα προβλήματα, που συζητούνται στη Βουλή. Η ανάπτυξη ενός θέματος συνοδεύεται σχεδόν πάντα από προσωπικές επιθέσεις βουλευτών, που καταλήγουν σε ύβρεις, οι οποίες κηλιδώνουν το πολιτικό ήθος και το πολιτικό λεξιλόγιο της χώρας μας. Συχνά μέσα στον υποθετικά ιερό χώρο της Βουλής η πολιτική αναμέτρηση έχει μετατραπεί σε σωματική. Οι λεγόμενοι «πατέρες του έθνους» δε σκέπτονται ότι μεγαλώνουμε παιδιά, εκπαιδεύουμε παιδιά και συνεπώς δεν μπορούμε να τους εμπνεύσουμε σεβασμό προς την πολιτική, όταν οι πολιτικοί δε σέβονται το λειτούργημα τους. Ποια συνείδηση πολιτικής να δημιουργήσουμε στη νέα γενιά, όταν οι «πρώτοι των πολιτών» δίνουν τέτοια παραδείγματα; Ο πολιτικός μας κόσμος, που τον εξετάζουμε σαν σύνολο κι όχι μεμονωμένα, επιχειρεί να δημιουργήσει «επαναστατική» ατμόσφαιρα γύρω από τις θέσεις και τις αποφάσεις ενός κόμματος ή κυβέρνησης, χωρίς προηγουμένως να επιχειρήσει την ίδια επαναστατική διαδικασία να την περάσει στη συνείδηση του λαού. Θέλουμε ένα λαό υπναλέο και πειναλέο. Αυτό είναι και θα μείνει το στίγμα της πολιτικής μας.

Η ορθή πολιτική πράξη επιτελείται από λαό σωστά ενημερωμένο κι όχι αποβλακωμένο ή παθιασμένο. Όμως, οι Έλληνες πολιτικά χωρίζονται, παρά την αφθονία κομμάτων, σε δύο κατηγορίες, σε ημετερόφρονες και αλλόφρονες. Οι πρώτοι, οι «δικοί» μας, είναι το σαράκι που τρώει την αξιοκρατία: οι άξιοι ανέντακτοι παραμερίζονται για χάρη των ανάξιων ενταγμένων. Οι άλλοι είναι οι φανατικοί. Ο φανατικός είναι καλός αγωνιστής, αλλά κακός οπαδός. Ένας τρελός, που κανείς δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει μέσα στον κόσμο των τυφλών, όπως είναι η παθιασμένη μάζα. Κοντά σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί κι ένα είδος κομματικού ρατσισμού, που παίρνει έκταση στον καιρό μας. Η Ελλάδα γίνεται κομματικό φέουδο, λες και την έφτιαξε ένα κόμμα, το δικό μας.

Η Ελλάδα, παρ’ όλο που υπήρξε η μητέρα της πολιτικής επιστήμης, ποτέ δε δίδαξε σωστή πολιτική συμπεριφορά στα παιδιά της. Έτσι η πολιτική κατήχηση περιορίζεται σε δυο παροιμίες, που μας άφησαν οι Τούρκοι: « Όποιος βλέπει, δεν τρώει- όποιος αρπάζει τρώει» – «Ο έξυπνος το ασημένιο κουτάλι δεν το χώνει στο στόμα του αλλά στην τσέπη του». Με τέτοια αντίληψη πολιτικής, που συμβαδίζει παράλληλα με τη λαϊκή αρχή του «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις», είναι φυσικό να μην περιμένουμε τίποτα επαναστατικό στον πολιτικό μας χώρο, εκτός κι αν θεωρούμε επαναστατική πράξη την πλιατσικολογία* των δημόσιων ταμείων. Είναι, λοιπόν, ανώφελο να ψάχνουμε για λύση; Ίσως επανάσταση συνιστά και το να ελπίζεις και παράλληλα ν’ αγωνίζεσαι. Για το κοντινό μέλλον, οπωσδήποτε μια επαναστατική μεταβολή στο πολιτικό status δε φαίνεται ορατή, γιατί αυτοί που θα κρατήσουν τα ηνία κάθε πολιτικής δραστηριότητας, έχουν διαμορφώσει τη συνείδηση τους στο περιβάλλον που περιγράψαμε. Πρέπει λοιπόν, η ελπίδα μας να μετατεθεί κάπως μακρύτερα, σ’ ένα μακροπρόθεσμο επαναστατικό κίνημα, αν μας επιτρεπόταν η πρόβλεψη του σχηματισμού του.

* Από τη λέξη «πλιάτσικο» που σημαίνει λεία. Η λέξη προέρχεται από την αλβανική plasecke.

Όμως από τα παραπάνω φάνηκε πως η συνείδηση παίζει λειτουργικό ρόλο σε κάθε επαναστατική διαδικασία. Συνεπώς, οι λύσεις περνάνε μέσα από τη σωστή δια-μόρφωση της συνείδησης. Κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη επαναστατική πολιτική της παιδείας. Το σχολείο είναι η θερμοκοιτίδα ενός επαναστατικού αύριο. Δεν αρκεί ένας στεγνός εφοδιασμός γνώσεων, που σήμερα το παιδί μπορεί να πάρει μέσα σε λίγο χρόνο με μια εντατική «κατ’ οίκον» διδασκαλία ή με τα σύγχρονα μέσα ηλεκτρονικής μάθησης. Αν είναι απλώς να γεμίσουμε το κεφάλι των παιδιών με κάποιες γνώσεις, το σχολείο δε χρειάζεται. Υπάρχουν γι’ αυτό άλλα πιο αποτελεσματικά μέσα. Αν, λοιπόν, πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης και στο μέλλον, πρέπει, επιτέλους, να κατανοηθεί πως η αποστολή του είναι να δώσει το νέο άνθρωπο. Αν δεν έλθει ο νέος άνθρωπος, δε θα έλθει ο καινούργιος κόσμος. Και καινούργιος κόσμος δε σημαίνει καινούργιος μηχανικός εξοπλισμός, αλλά μια νέα συνείδηση, που θα δονείται από τον ανθρώπινο πόνο, που θα είναι άγρυπνος φύλακας των ανθρώπινων συμφερόντων, και που δεν θα κάμπτεται μπρος στη δύναμη των ύποπτων συμφερόντων.

Πρέπει, όμως, το σχολείο να μείνει απερίσπαστο στην παιδευτική του αποστολή. Κι ο εκπαιδευτικός ν’ αφήνει την πολιτική του «ταυτότητα» έξω από το προαύλιο του σχολείου. Γιατί καλή πολιτική μέσα στο σχολείο σημαίνει όχι το να προπαγανδίζει κάποιες πολιτικές θέσεις. Πολιτική του εκπαιδευτικού είναι το μάθημα του. Κι όσο πιο καλό μάθημα κάνει, τόσο πιο καλή πολιτική κάνει. Αν δεν υπάρξει η προϋπόθεση αυτή, η επαναστατική αλλαγή θα μοιάζει με χίμαιρα. Όμως, πάντα θα υπάρχουν οι επιτήδειοι, που ξέρουν καλά πώς να στιλβώνουν τη σκοτεινή και πολιτική μας ζωή.

27 Φεβρουαρίου 1986
(Στο ΣΤΡΑΤΗ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, που επιμένει Τηνιακά)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄ GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997 - από orp.gr/αντιγραφή
https://proskynitis.blogspot.gr/2017/01/blog-post_8.html