Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

† Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης (15 Ιανουαρίου)

Ὁ ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κα­λυ­βί­της ὁ διὰ Χριστὸν πτω­χός
­σιος ­ω­άν­νης Κα­λυ­βί­της γεν­νή­θη­κε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὴν ­πο­χὴ ποὺ βα­σί­λευ­ε Λέ­ων Α΄ (457-474), ­πὸ ­πι­φα­νεῖς καὶ ­ρι­στο­κρά­τες γο­νεῖς, τὸν συγ­κλη­τι­κὸ Εὐτρό­πιο καὶ τὴ Θε­ο­δώ­ρα.
Στὸ πλού­σιο ἀρ­χον­τι­κό του ὁ μι­κρὸς Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πο­λάμ­βα­νε ὅ­λες τὶς ἀ­νέ­σεις. Τί­πο­τε ὑ­λι­κὸ δὲν στε­ρή­θη­κε. Ἀλ­λὰ καὶ στὴ γνώ­ση μορ­φώ­θη­κε ἀ­πὸ φη­μι­σμέ­νους δα­σκά­λους τῆς ἐπο­χῆς του. Ὅ­μως ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν τὸν ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σαν. Ἡ καρ­διά του ἀλ­λοῦ στρε­φό­ταν. Στὸ Θε­ό! Ἐ­κεῖ ἔ­βρι­σκε πλή­ρω­μα εὐ­φρο­σύ­νης καὶ εὐ­τυ­χί­ας. Ὁ γνή­σιος πό­θος νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύ­ριο ὅ­λο καὶ με­γά­λω­νε μέ­σα του. Με­τὰ δὲ ἀ­πὸ μιὰ «τυ­χαί­α» ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ποὺ εἶ­χε μὲ μο­να­χὸ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀ­κοι­μή­των, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἐ­πι­σπεύ­σει τὴν ἔξοδό του ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴ μο­να­χι­κὴ πο­λι­τεί­α.
Πρὶν ὅ­μως ἀ­να­χω­ρή­σει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του, πα­ρα­κά­λε­σε τοὺς γο­νεῖς του νὰ τοῦ δω­ρί­σουν ἕ­να Εὐ­αγ­γέ­λιο. Οἱ πλού­σιοι γο­νεῖς του πα­ρήγ­γει­λαν ἀ­μέ­σως σὲ ἄ­ρι­στο καλ­λι­γρά­φο νὰ τοὺς ἑ­τοι­μά­σει ἕ­να χει­ρό­γρα­φο τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, μά­λι­στα ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­νο καὶ ποι­κιλ­μέ­νο μὲ μαρ­γα­ρι­τά­ρια καὶ πο­λύ­τι­μους λί­θους...
Μὲ τὸν πο­λύ­τι­μο αὐ­τὸ πνευ­μα­τι­κὸ θη­σαυ­ρὸ στὰ χέ­ρια του ὁ μι­κρὸς Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φοῦ εὐ­χα­ρί­στη­σε τοὺς γο­νεῖς του, ἀ­να­χώ­ρη­σε κρυ­φὰ γιὰ τὸ μο­να­στή­ρι τῶν Ἀ­κοι­μή­των. Μὲ πό­θο πο­λὺ με­λε­τοῦ­σε ἐ­κεῖ κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Δι­όρ­θω­νε τὸ βί­ο του, χά­ρα­ζε μέ­σα του ὅ­λο καὶ νέ­ες πο­ρεῖ­ες τε­λει­ώ­σε­ως ἐ­φαρ­μό­ζον­τας μὲ ἀκρί­βεια τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ἡ­μέ­ρα μὲ τὴν ἡ­μέ­ρα προ­έ­κο­πτε στὴ μο­να­χι­κὴ ζω­ή. Οἱ μο­να­χοὶ τὸν θαύ­μα­ζαν γιὰ τὴν ἀ­δο­λό­τη­τα καὶ τὴν εἰ­λι­κρί­νειά του, πιὸ πο­λὺ ὅ­μως γιὰ τὴν ἄ­σκη­σή του καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή του. Γιὰ ὅ­λους ἦ­ταν ἕ­να ζη­λευ­τὸ πα­ρά­δειγ­μα πρὸς μί­μη­ση...
Τὰ χρό­νια κυ­λοῦ­σαν γιὰ τὸν Ἰ­ω­άν­νη μὲ νί­κες πνευ­μα­τι­κές. Δὲν ἄρ­γη­σαν ὅ­μως νὰ φα­νοῦν καὶ οἱ πει­ρα­σμοί. Ἦλ­θαν λο­γι­σμοὶ γιὰ τοὺς γο­νεῖς του: «Τί νὰ κά­νουν;... Σὲ περιμένουν!...» Μα­ζὶ ἦλ­θαν καὶ εἰ­δή­σεις: «Ξέ­ρεις, ὁ πα­τέ­ρας σου ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἔ­φυ­γες σκλη­ρύνθη­κε... Ἡ μάν­α σου εἶ­ναι ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τη».
Ὁ κα­λὸς μο­να­χὸς ἐ­ξα­γό­ρευ­σε ὅ­λο τὸ θέ­μα στὸ Γέ­ρον­τά του. Καὶ ὁ φω­τι­σμέ­νος ἡ­γού­με­νος ἔ­δω­σε λύ­ση εἰ­δι­κὴ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση: νὰ πά­ει ὁ Ἰ­ω­άν­νης στὸ σπί­τι του, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἀ­φή­σει τὴν ἄ­σκη­σή του.
Ἔ­τσι ὁ Ἰ­ω­άν­νης μὲ τὶς εὐ­χὲς τῶν πα­τέ­ρων ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὸ ἀρ­χον­τι­κό τους πα­τρι­κὸ σπί­τι. Ἔ­φθα­σε ἐ­κεῖ μὲ ροῦ­χα φτω­χοῦ ζη­τιά­νου, μὲ ὄ­ψη κα­τα­πο­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση ἀλ­λὰ ἐ­ξα­γνι­σμέ­νη καὶ φω­τει­νὴ ἀ­πὸ τὴ θεί­α Χά­ρη.
Οἱ γο­νεῖς του δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν. Ἔ­δω­σαν ἐν­το­λὴ στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες νὰ τοῦ φτιά­ξουν μιὰ πρό­χει­ρη κα­λύ­βα στὴν εἴ­σο­δο τοῦ κτή­μα­τος, καὶ ἐ­κεῖ νὰ μέ­νει σὰν ξέ­νος... Ἐ­κεῖ ὁ Ἰωάν­νης, ὁ ἄ­ση­μος καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλ­λὰ τό­σο γνω­στὸς καὶ ἀ­γα­πη­τὸς στὸ Θε­ό, συ­νέ­χι­σε τὸν εὐ­λο­γη­μέ­νο ἀλ­λὰ καὶ τό­σο πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ἀσκήσεως.
Κα­θὼς περ­νοῦ­σε ὁ και­ρός, τὸ πε­ρίσ­σευ­μα τῆς ψυ­χι­κῆς του χα­ρᾶς καὶ εἰ ρή­νης ἀ­βί­α­στα ἁ­πλω­νό­ταν καὶ πρὸς τοὺς ἔ­ξω. Κέρ­δι­ζε σι­γά-σι­γὰ τὴ συμ­πά­θεια τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν. Σ’ ὅλους ἀ­σκοῦ­σε μὲ τὴν πρα­ό­τη­τά του μιὰ εὐ­ερ­γε­τι­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ή. Τὸ ἴ­διο αἰ­σθά­νον­ταν καὶ οἱ κύ­ριοι τοῦ σπι­τιοῦ. Ἡ μη­τέ­ρα του ἄρ­χι­σε νὰ εἰ­ρη­νεύ­ει· καὶ ὁ πα­τέ­ρας του νὰ μα­λα­κώ­νει καὶ νὰ ζεῖ πιὸ συ­νει­δη­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή. Πό­σες ἄ­ρα­γε μυ­στι­κὲς θερ­μὲς προ­σευ­χὲς δὲν θὰ εἶ­χε ἀ­πευ­θύ­νει γι’ αὐ­τοὺς στὸν Θε­ὸ ὁ γιός τους, ὁ πι­στὸς Ἰ­ω­άν­νης!
Τρί­α χρό­νια πα­ρέ­μει­νε ἐ­δῶ στὴν ἀ­πέ­ριτ­τη κα­λύ­βα του. Ζοῦ­σε μὲ προ­σευ­χή, μὲ ἱ­ε­ρὴ ἀ­δο­λε­σχί­α, μὲ με­λέ­τη τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του, μὲ νη­στεῖ­ες ἀλ­λὰ καὶ μὲ φι­λαν­θρω­πί­α, ἀφοῦ ἀ­πὸ τὸ λι­τὸ φα­γη­τὸ ποὺ τοῦ ἔ­δι­ναν ξε­χώ­ρι­ζε καὶ ἔ­δι­νε πάν­τα σὲ πε­ρα­στι­κοὺς ζη­τιά­νους. Κά­ποι­ες φο­ρὲς οἱ κύ­ριοί του τὸν κα­λοῦ­σαν νὰ φά­ει μα­ζί τους. Αὐ­τὸς εὐ­γε­νι­κὰ ἀρνιό­ταν... Καὶ συ­νέ­χι­ζε εἰ­ρη­νι­κὰ τὴν ἄ­σκη­σή του...
Πλη­σί­α­ζε τώ­ρα τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Μιὰ μέ­ρα ἄ­κου­σε μυ­στι­κὰ τὴ φω­νὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ τοῦ ἔ­λε­γε: «Νὰ χαί­ρε­σαι, Ἰ­ω­άν­νη, για­τὶ ἔ­μει­νες στα­θε­ρὸς στὴν κλή­ση σου. Νί­κη­σες μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νή σου τὸν πο­νη­ρὸ δι­ά­βο­λο. Σὲ τρεῖς μέ­ρες ἄγ­γε­λοι θὰ ἔλ­θουν γιὰ νὰ σὲ πα­ρα­λά­βουν καὶ νὰ σὲ φέ­ρουν κον­τά μου». Σκίρ­τη­σε τό­τε ἀ­πὸ χα­ρὰ ὁ δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ. Σκέ­φθη­κε ὅ­μως πὼς τώ­ρα ἦ­ταν ἡ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸν ἑ­αυ­τό του στοὺς δι­κούς του. Σὲ λί­γο συγ­κι­νη­μέ­νος ἔ­λε­γε στὴν οἰ­κο­δέ­σποι­να:
–Εὐ­χα­ρι­στῶ θερ­μὰ γιὰ τὴ συγ­κα­τά­βα­σή σας ποὺ μὲ εἴ­χα­τε αὐ­τὰ τὰ χρό­νια κον­τά σας. Σὲ λί­γο θὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τό. Θέ­λω νὰ τα­φῶ μέ­σα σ’ αὐ­τὴν τὴν κα­λύ­βα μὲ τὰ ροῦ­χα ποὺ φο­ρῶ.
Καὶ πρὶν τε­λει­ώ­σει ἅ­πλω­σε τὰ χέ­ρια του καὶ τῆς ἔ­δει­ξε καὶ τῆς πα­ρέ­δω­σε τὸ θη­σαυ­ρό του, τὸ χρυ­σό­δε­το Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ ἐ­δῶ καὶ δέ­κα χρό­νια κρα­τοῦ­σε.
Ἔκ­πλη­κτη ἡ Θε­ο­δώ­ρα ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως στὸ σύ­ζυ­γό της:
–Ἔ­λα νὰ δεῖς! τοῦ λέ­ει, ὁ ζη­τιά­νος κα­τέ­χει τὸ δῶ­ρο ποὺ εἴ­χα­με δώ­σει κά­πο­τε στὸ παι­δί μας.
Φθά­νον­τας καὶ οἱ δυ­ὸ γο­νεῖς μα­ζὶ στὴν κα­λύ­βα ρω­τοῦν μὲ ἀ­γω­νί­α τὸν κα­λο­συ­νά­το ξέ­νο τους:
–Πές μας, ποῦ τὸ βρῆ­κες αὐ­τὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο;
Καὶ ἀ­κοῦ­νε ἔκ­πλη­κτοι:
–Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ γιός σας. Κρά­τη­σα σφι­χτὰ αὐ­τὸ τὸ δῶ­ρο ποὺ μοῦ εἴ­χα­τε δώ­σει, μέ­νον­τας πι­στὸς στὰ προ­στάγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ παρέμει­να ξέ­νος ση­κώ­νον­τας μὲ χα­ρὰ «τὸν χρη­στὸ ζυ­γό του καὶ τὸ ἐ­λα­φρὸ φορ­τί­ο του».
Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι στὰ δά­κρυ­α οἱ γο­νεῖς ἀγ­κά­λια­σαν σφι­χτὰ τὸ παι­δί τους.
Ἔ­μα­θαν με­τὰ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο ἀ­να­λυ­τι­κὰ τὸ βί­ο του. Καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ό... Σὲ λί­γο ὁ Ἰ­ω­άν­νης εἰ­ρη­νι­κὰ πα­ρέ­δω­σε τὸ πνεῦ­μα του στὸν Κύ­ριο. Τὸ γε­γο­νὸς δι­α­δό­θη­κε ἀ­στρα­πια­ῖα στὸν κό­σμο. Ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη συγ­κλο­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὴν εἴ­δη­ση. Ἀ­νά­με­σα στὰ σπί­τια της ζοῦ­σε ἕ­νας κρυμ­μέ­νος ὅ­σιος. Πλῆ­θος κό­σμου ἔ­τρε­ξε στὴν κη­δεί­α τοῦ ἀ­σή­μου καὶ φτω­χοῦ μο­να­χοῦ Ἰ­ω­άν­νου...
Στὸν τα­πει­νὸ τό­πο ὅ­που ἐ­τά­φη, ὑ­ψώ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα με­γα­λο­πρε­πὴς να­ὸς στὴ μνή­μη του. Καὶ πολ­λὰ θαύ­μα­τα γί­νον­ταν μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες του... Οἱ γο­νεῖς τοῦ Ὁ­σί­ου ἀ­φι­έ­ρω­σαν τὰ πλού­τη τους στοὺς πτω­χοὺς καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

«Πο­θή­σας σο­φέ, πτω­χεί­αν χρι­στο­μί­μη­τον, γο­νέ­ων τῶν σῶν, τὸν πλοῦ­τον ἐγ­κα­τέ­λι­πες, καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον ἐν χερ­σί σου κρα­τῶν ­κο­λού­θη­σας, Χρι­στῷ τῷ Θε­, ­ω­άν­νη, πρεσβεύ­ων ­παύ­στως, ­πὲρ πάν­των ­μῶν».

«Ἀπό  τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ταχύ προκατάλαβε
Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς ἐνέδρας παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν.

Κοντάκιον Ἦχος β’.
Τά ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.