Τρίτη 17 Απριλίου 2018

«Ούκ έστιν ώδε, άλλ' ήγέρθη»

Καθημερινώς πολλές ειδήσεις μετα­δίδονται άττό τά μέσα μαζικής ένημερώσεως κι άπό τό διαδίκτυο κι άνάλογα μέ τή βαρύτητά τους χαρακτη­ρίζονται ώς πρώτη είδηση, δεύτερη εί­δηση... Άλλά ή σπουδαιότερη άπ' όλες τις ειδήσεις της παγκόσμιας ιστορίας πού έχουν μεταδοθεί έπάνω στόν πλα­νήτη μας είναι τό χαρμόσυνο άγγελμα τής Αναστάσε­ως τοΰ Χριστού πού άνήγγειλε ό άγγελος στις Μυροφόρες.
Μας πληρο­φορούν οι ιεροί Εύαγγελιστές μέ χαρακτηρι­στικές λεπτο­μέρειες ό κα­θένας τους ότι τήν πρώτη ημέ­ρα τής έβδομάδας άπό τά βα­θιά χαράματα ήλθαν οί γυ­ναίκες στό μνήμα φέρνοντας τά αρώμα­τα πού εΐχαν έτοιμάσει. Βρήκαν τότε τήν πέτρα πού έφραζε τό μνημείο νά είναι κυλισμένη μακριά άπ' αύτό.
Κι όταν μπήκαν στό μνημείο, δέν βρήκαν τό σώ­μα τού Κυρίου Ιησού. Κι ένώ βρίσκον­ταν σέ μεγάλη άποριά γιά τό γεγονός αύτό, ξαφνικά δύο άγγελοι παρουσιά­στηκαν μπροστά τους ώς άνδρες με στολές πού άστραφταν άπό λαμπρότητα. Κι ένώ αύτές κα­τατρομαγμένες έγερναν τό πρό­σωπο προς τή γή άπό εύλάβεια κι έπειδή δέν άντε­χαν τή λάμψη τών άγγέλων, είπαν οί άγγε­λοι σ' αύτές: «Τί ζητείτε τόν ζώντα μετά τών νεκρών; ούκ έστιν ώδε, άλλ' ήγέρθη» (Λουκ. κδ' 5-6).
Οί μυροφόρες γυναίκες ήταν πρόσω­πα πολύ σεβαστά. Άνηκαν στόν ιδιαίτερο κύκλο των γυναικών πού ύπηρετούσαν τόν Χριστό και τούς μαθητές Του άπό τά ύπάρχοντά τους. Δέν έγκατέλειψαν τόν Κύριο ούτε στό Σταυρό. Μόνο «τό σάββατον ήσύχασαν» (Λουκ. κγ' 56), σύμ­φωνα μέ τήν έντολή του Μωσαϊκού νό­μου για τήν άργία της ήμέρας αύτης. Αλλά τό πρωί της έπόμενης μέρας τοΰ Σαββάτου, πρώτης της εβδομάδας, της «μιας τών σαββάτων», πριν καλά-καλά ξημερώσει, βρίσκονταν στό δρόμο κρα­τώντας τά πολύτιμα μύρα τους, γιά νά αλείψουν τό σώμα τοΰ Ίησοϋ.
Πήγαιναν στό μνημείο, σύμφωνα μέ τά έθιμα της έποχής, γιά νά μυρώσουν τόν πεφιλημένο νεκρό τους. Καθώς βά­διζαν μέ βήμα γοργό, άναρωτιόντουσαν ποιός θά τις βοηθούσε νά άποκυλίσουν «τόν λίθον έκ τής θύρας τοΰ μνημείου» (Μάρκ. ιστ' 3). Άλλά έκεί τούς περίμενε ή μεγάλη έκπληξη: Βρήκαν τήν ταφόπετρα παραμερισμένη και τόν τάφο άδειανό. Οί νεκρικοί έπίδεσμοι πού είχαν χρησιμο­ποιηθεί κατά τήν ταφή ύπήρχαν στό μνη­μείο και «τό σουδάριον... έντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Ιω. κ' 7), άλλά τό σώμα τοΰ Ίησού δέν βρισκόταν έκεί, διότι ό Κύ­ριος είχε άναστηθεί.
Ό Χριστός άναστήθηκε αύτεξουσίως μέ τή δύναμη τής θεότητάς Του και άναδείχθηκε ό νικητής τού θανάτου! Πώς ή­ταν δυνατόν νά κρατήσει ό τάφος «τόν άρχηγόν τής ζωής»; (Πράξ. γ' 15). Πολύ σωστά είπε ό άγγελος στις Μυροφό­ρες: Γιατί ζητάτε άνάμεσα στούς νεκρούς Αύτόν πού τώρα πλέον είναι ζωντανός; Δέν είναι έδώ, άλλά άναστήθηκε! Θυμη­θείτε πώς, όταν άκόμη ήταν στή Γαλιλαία, σάς είπε ότι σύμφωνα μέ τό προκαθορισμένο σχέδιο τοΰ Θεού πρέπει νά παραδοθεί σέ χέρια άνθρώπων άμαρτωλών και νά σταυρωθεί, και τήν τρίτη ή μέρα άπό τόν θάνατο Του νά άναστη­θεί (Λουκ. κδ' 5-7).
Τό άδιαμφισβήτητο κοσμοϊστορικό και κοσμοσωτήριο γεγονός τής Αναστάσε­ως τοΰ Χριστού βεβαιώνει πανηγυρικά τή θεότητα τοΰ Κυρίου μας Ίησοϋ Χρι­στού και στηρίζει τήν πίστη μας σ' αύτήν. Όπως δέν μπορούν οί έχθροί τοΰ Σταυ­ρού και τής Αναστάσεως τοΰ Χριστού νά άμφισβητήσουν ότι ο Χριστός σταυ­ρώθηκε, έτσι δέν μπορούν νά ύποστηρίξουν ότι ό 'Εσταυρωμένος έξακολουθεί νά παραμένει στόν τάφο νεκρός, διό­τι άναστήθηκε! Κι άφού άναστήθηκε, δέν πεθαίνει πλέον. Ό θάνατος δέν έχει πιά έξουσία έπάνω Του, δέν μπορεί νά τόν κυριεύσει. «Χριστός εγερθείς έκ νεκρών ούκέτι άποθνήσκει, θάνατος αύτοΰ ούκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).
Άναστήθηκε! Και μέ τήν Άνάστασή Του άνοιξε τόν δρόμο και γιά τή δική μας άνάστασή. Έγινε ή άρχή τής άναστάσεως όλων τών νεκρών. «Χριστός έγήγερται έκ νεκρών, άπαρχή τών κεκοιμημένων έγένετο» (Α' Κορ. ιε' 20). "Οπως οί πρώιμοι καρποί προαναγγέλλουν ότι θά άκολουθήσει και (ολόκληρη ή συγκο­μιδή, έτσι και ό Χριστός άναστήθηκε και βεβαιώνει μέ τήν Άνάστασή Του ότι θά άκολουθήσει ή άνάστασή και τών άλλων νεκρών. Μέ πόση έλπίδα και φώς λούζει τούς τάφους τών προσφιλών μας έκείνο τό «ούκ έστιν ώδε» πού άκουσαν οί Μυ­ροφόρες άπό τό στόμα τού άγγέλου!
Ό Κύριος μέ τήν Άνάστασή Του άνοιξε τόν δρόμο, γιά νά ζούμε κι έμείς άναστη- μένη ζωή, «έν καινότητι ζωής» (Ρωμ. στ 4). 'Εγκαινιάζει «άλλης βιοτής, της αιωνίου άπαρχήν», γιά νά σκιρτούμε άπό άγαλλίαση και χαρά και εύγνωμόνως νά «ύμνοϋμεν τόν αίτιον, τόν μόνον εύλογητόν τών πατέρων, Θεόν και ύπερένδοξον»!         

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
http://aktines.blogspot.gr