Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

Το "στοιχειωμένο" Ιβηρίτικο κελί

Υπάρχει στο Άγιο Όρος ένα Ιβηρίτικο κελί, ο Άγιος Αθανάσιος, ανάμεσα στη Μονή Κουτλουμουσίου και στη Σκήτη των Ιβήρων, που ονομάζεται «στοιχειωμένο», γιατί ήταν κατοικητήριο δαιμόνων. Πως όμως έγινε; Να τι διηγούνται οι γεροντάδες της περιοχής.
Κάποτε εγκαταστάθηκε σʼ αυτό το κελί κάποιος, που κανείς δεν γνώριζε τίποτα για την προέλευσή του, τη κουρά του και τη χειροτονία του. Σύντομα έβγαλε φήμη ησυχαστή μοναχού και έμπειρου πνευματικού. Αποδείχθηκε όμως πως δεν ήταν παρά ένας μεγάλος μάγος και αδίσταχτος εγκληματίας. Η πραγματική του ιδιότητα αποκαλύφθηκε όταν δύο μοναχοί πήγαν να εξομολογηθούν σε αυτόν. Μπήκε ο ένας ενώ ο άλλος περίμενε σε κάποια απόσταση., ώσπου να έρθει η σειρά του. Περνούσαν όμως οι ώρες και ο πρώτος δεν έβγαινε. Ανησύχησε ο δεύτερος και χτύπησε τη πόρτα. Άνοιξε ο «πνευματικός», αλλά είχε τόση αγριάδα το πρόσωπό του, που έκανε το μοναχό να τρομάξει.
Ωστόσο ρώτησε απορημένος : - Τόσες ώρες και δεν τελειώσατε ακόμα με τον αδερφό; Ήρθαμε από μακριά και θα βραδιαστούμε ώσπου να επιστρέψουμε. - Ποιον αδερφό; ρώτησε εκείνος. Δεν ήρθε κανείς ως τώρα εδώ, εκτός από σένα. Έλα. Πέρνα μέσα… Έφριξε ο μοναχός Και αντί να μπει, άρχισε να τρέχει με όλη τη του τη δύναμη προς τις Καρυές. Ύστερα από καταγγελία στην Ιερά Επιστασία, ο μάγος συνελήφθη. Τότε αποκαλύφθηκαν η ιδιότητά του και ο σκοπός της παραμονής του στο Άγιο Όρος. Όσο για το μοναχό που πήγε να εξομολογηθεί, τον είχε σκοτώσει και τον είχε θάψει στο δάσος της περιοχής. Το κελί ελευθερώθηκε από το μάγο, αλλά έμεινε έρημο για δεκαετίες. Φαίνεται πως οι δαίμονες είχαν αποκτήσει εξουσία από τον καιρό της θητείας του μάγου και τώρα ενοχλούσαν τους περαστικούς με διάφορους πειρασμούς. Ο πρώτος που τόλμησε να κατοικήσει στο στοιχειωμένο πια κελί, ήταν ο διακο-Γιάννης. Το 1935 διορίστηκε ψάλτης στο Πρωστάτο από την Επιστασία για την καλλιφωνία και τη μουσική του κατάρτιση. Θέλησε, λοιπόν, να εγκατασταθεί κάπου στις Καρυές. - Θα σε συμβούλευα, διάκο, του πρότεινε ο π. Θεοδόσιος, γέροντας του κελιού της Αγίας Άννης, να πάρεις το κελί του Αγίου Αθανασίου. Έχει σίγουρο εισόδημα τα φουντούκια και μεγάλη καλλιεργήσιμη περιοχή. Ο διακο-Γιάννης πείστηκε στα λόγια του και άρχισε να μετακομίζει στο κελί. Τότε ο π. Θεοδόσιος τον προετοίμασε και για το επίμαχο θέμα. - Θα πρέπει να ξέρεις διάκο, πως σʼ αυτό το κελί συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Ακούγονται θόρυβοι και ομιλίες χωρίς να διακρίνονται πρόσωπα. Εσύ, όμως δεν φοβάσαι κάτι τέτοια. Αλλά και αν σου συμβεί τίποτα, κάνε το σταυρό σου, ζήτησε τη θεϊκή βοήθεια και όλα θα γίνουν καπνός. - Παραμύθια θα ʽναι γέροντα, γνωμάτευσε ο διακο-Γιάννης. Δεν είμαι δα και μωρό παιδί, να τρομάξω και να το βάλω στα πόδια! Σύντομα ο νέος ένοικος εγκαταστάθηκε στο στοιχειωμένο κελί μαζί με τον υποτακτικό του. Μα από τις πρώτες κιόλας μέρες άρχισαν τα προβλήματα. - Γέροντα, του γκρίνιαζε ο υποτακτικός, δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Κάθε τόσο σαν να ακούω κάποιους να μουρμουρίζουν από τα διπλανά κελιά και από το ταβάνι. - Δεν είναι τίποτα, τον καθησύχαζε εκείνος. Να κάνεις τη προσευχή σου και να μην φοβάσαι κοτζάμ άντρας! - Αν όμως γέροντα είναι δαίμονες; - Και τι μʼ αυτό; Στο Όρος ήρθαμε για να πολεμήσουμε εναντίον των παθών και των δαιμόνων. Και δαίμονες να είναι εσύ να τους περιφρονείς. Κοίτα τη δουλειά σου και άσε τους να μουρμουρίζουν. Ένα δειλινό, κατάκοποι από τη δουλειά, κάθισαν να δειπνήσουν με το φως της λάμπας. Στη μέση όμως του φαγητού ακούνε ομιλίες στο ταβάνι, πάνω ακριβώς από τα κεφάλια τους. Χλόμιασε ο υποτακτικός, αλλά και του γέροντα αλλοιώθηκε η όψη, γιατί τώρα άρχισε και αυτός να καταλαβαίνει… - Ποιος είναι; Φώναξε δυνατά. - Να κατέβουμε να σας κάνουμε παρέα; Ακούστηκε μία φωνή από πάνω Τώρα ο δόκιμος άρχισε να τρέμει, ενώ ο γέροντας έμεινε άναυδος. Έκαναν και οι δύο το σταυρό τους. Ακολούθησε σιωπή και αμηχανία. - Πάμε να φύγουμε, δεν είναι για ζωή και προκοπή εδώ μέσα. Μόλις πήραν τα ράσα και δρασκέλισαν τη πόρτα ακούστηκαν ακράτητα δαιμονικά γέλια στο ταβάνι. Νυχτιάτικα χτύπησαν τη πόρτα του π. Θεόδωρου. Έκπληκτος τους δέχθηκε και άκουσε το πάθημά τους. Πήγε κάτι να τους πει, να τους ενθαρρύνει, να τους μεταπείσει. Θέλησε να τους συνοδέψει και ο ίδιος και να μείνει μαζί τους στην ανάγκη, για κάμποσο καιρό. Ο διακο-Γιάννης όμως ήταν ανένδοτος Έδειξε μάλιστα και τον υποτακτικό του που δεν είχε συνέλθει ακόμα από την τρομάρα. Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλη τη περιοχή. Κάποιος μοναχός, φίλος του διακο-Γιάννη, ο γερο-Γρηγόριος, έσπευσε να τον συναντήσει και να τον … περιποιηθεί: - Βρε, δεν ντρέπεσαι, άντρακλας δυο μέτρα, να πιστέψεις σε παραμύθια, να το βάλεις στα πόδια σαν λαγός και να πας να κρυφτείς στου παππού Θεοδόση τα ράσα; Του είπε και άλλα προσβλητικά και ταπεινωτικά. Ο διάκος, αφού τα άκουσε όλα με μακροθυμία, δήλωσε : - Στο κελί δεν ξαναγυρίζω. Το εγκατέλειψα οριστικά. Θα ψάξω για αλλού. Όσο για τα «παραμύθια», αν σου βαστάει, πήγαινε να μείνεις εκεί τη νύχτα και έλα να τα ξαναπούμε. Ο π. Γρηγόριος (+1987) γέροντας του κελιού του Αγίου Γοβδελαά, δεν μπορούσε να χωνέψει πως ο διακο-Γιάννης που διακρινόταν για το ανάστημα, το φρόνημα και την αντρεία του, καταλήφθηκε από δαιμονοφοβία. Ο ίδιος ήταν από τους ελάχιστους εκείνους Αγιορείτες που δεν πίστευαν καθόλου σε δαιμονικές εμφανίσεις και περιγελούσαν όσους ασχολούνται με τέτοιες ιστορίες. Μέχρι που την έπαθε και αυτός. Μετά τη συνομιλία με τον διακο-Γιάννη, κατέβηκε ένα απόγευμα στον ιδιόκτητό του αρσανά, πιο πέρα από τον Πύργο της Καλλιάγρας, για ψάρεμα. Ήταν θαλασσινός, από την Ιερισσό, και γνώριζε καλά τη τέχνη. Κατά το ηλιοβασίλεμα ανοίχτηκε με τη βάρκα του στον ψαρότοπο και άρχισε να ρίχνει τα δίχτυα. Ήταν κακοδιάθετος, απʼ όσα είχαν προηγηθεί, μα τώρα του προστέθηκαν και τα παιχνίδια του καιρού. - Περίεργο! Μουρμούρισε. Αν ήταν του μελτεμιού έπρεπε τέτοια ώρα να είχε καλμάρει. Λες να μου βγάλει κανένα τρελομαϊστρο; Γύρισε λοιπόν στον αρσανά, έδεσε πρόχειρα το κάβο κι ετοίμασε κάτι για να δειπνήσει. Στο μεταξύ η υποψία του βγήκε αληθινή. Σηκώθηκε αέρας και η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Αν είχε παρέα, θα πήγαινε να μαζέψει τα δίχτυα, αλλά τώρα μόνος του δεν μπορούσε. Κατέβηκε να διπλοδέσει τη βάρκα, για να μην χτυπάει στο μουράγιο. Ενώ βάδιζε προς τα κει άκουσε κάποιον να τον φωνάζει με το όνομά του : - Εεε, πάτερ Γρηγόριε! Παραξενεύτηκε. Τέντωσε ταʼ αυτί του. Και ξαφνικά είδε κάποιον μέσα από τη θάλασσα που προσπαθούσε με απλωτές να έρθει προς το μέρος του. - Γνωστός θα είναι, σιγοψιθύρισε. Αλλά τόση τρέλα; Και πως βρέθηκε τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό στη θάλασσα; Έμειναν ακόμη είκοσι ως τριάντα μέτρα για να φτάσει. Τότε ο γερο-Γρηγόριος δεν άντεξε. -Ποιος είσαι; του φώναξε - Της γειτονιάς, της γειτονιάς, απάντησε ο κολυμβητής. Και αμέσως σταμάτησε να κολυμπάει και άρχισε να αναδύεται μέσα από το κύμα κατάμαυρος, γιγαντόσωμος, άσχημος. Είχε κέρατα στο κεφάλι και κουνούσε το χέρι του σε χαιρετισμό - Παναγία μου! ξεφώνησε ο γερό-Γρηγόριος, κάνοντας το σταυρό του. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε σφίξιμο στη καρδιά και τρέμουλο στα γόνατα. Στο άκουσμα του ονόματος της Παναγίας ο έξω από δω «της γειτονιάς» βούτηξε στη θάλασσα και εξαφανίστηκε. Όσο για τον «άφοβο» γερο-Γρηγόριο, μόλις συνήλθε από τη τρομάρα του, παράτησε βάρκες και δίχτυα και κλειδώθηκε στον αρσανά. Εκεί μετά άρχισε, μετανοημένος για όσα δεν πίστευε και περιγελούσε να απαγγέλλει με δάκρυα τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου πάλι και πάλι, μέχρι το πρωί. Ύστερα ανέβηκε στο κελί και τα περιέγραψε όλα στη συνοδεία του και στους γείτονες. Πήγε μάλιστα και ζήτησε συγγνώμη από τον διακο-Γιάννη για τα προσβλητικά λόγια που του είχε πει. Μια χρονιά η Μονή των Ιβήρων, στην οποία ανήκει το στοιχειωμένο κελί, διόρισε επιστάτη για τη συγκομιδή των φουντουκιών τον μοναχό Παρθένιο. Ως επιστάτης έπρεπε να παραμείνει ολόκληρο δίμηνο στο στοιχειωμένο κελί, ώσπου να μαζέψουν οι εργάτες όλα τα φουντούκια του τεράστιου εκείνου λεπτοκαρεώνα και να τα μεταφέρουν στο δοχειό της μονής. Ο π. Παρθένιος (+1965) ως άνθρωπος είχε και τα ελαττώματά του Ήταν αγριωπός στην όψη, αλλά και… στη γλώσσα Είχε, όμως δύο μεγάλα προτερήματα, πίστη στο Θεό και αφοβία προς τους δαίμονες, που φάνηκαν και απʼ όσα είπε στη Γεροντία της μονής και απʼ όσα έπραξε στο στοιχειωμένο κελί. - Γεροντάδες μου, ξέρω που με στέλνετε, αλλά θα κάνω υπακοή, αφού είναι ανάγκη της μονής και απόφαση σας. Θα μπορούσα βέβαια να κοιμάμαι έξω από το στοιχειωμένο, όπως οι εργάτες, αφού οι πειρασμοί των δαιμόνων συμβαίνουν μόνο τη νύχτα. Δεν είναι όμως σωστό καλόγερος άνθρωπος να ξαπλώνω με τους κοσμικούς. Πάντως δεν φοβάμαι καθόλου τους δαίμονες. Και ξέρετε γιατί; Γιατί με προστατεύει η Πορταϊτισσα και με σπλαχνίζεται ο Χριστός που περιμένει αν όχι τη διόρθωση τουλάχιστον τη μετάνοιά μου. Ο γέροντάς μου με δίδαξε, πως αν δεν δώσει άδεια ο Θεός, είναι ανίκανοι οι δαίμονες να με βλάψουν. Και το πιστεύω αυτό. Γιατί αν είχαν εξουσία, τότε και εδώ στην Ιβήρων θα μπορούσαν να με πειράξουν και να με κατασπαράξουν ακόμα. Βάζω μετάνοια, ζητώ την ευχή σας και ο Θεός βοηθός. Κατσούφιασαν οι εργάτες όταν άκουσαν πως θα τους επιστατούσε καλόγερος γιατί θα έπαιρνε τέλος το κλέψιμό τους. Θα χόρταιναν όμως από τις διηγήσεις και ταʼ αστεία του. Το βράδυ ο π. Παρθένιος μπήκε στο στοιχειωμένο κελί, έσβησε τη λάμπα και έπεσε να κοιμηθεί. Οι εργάτες τρόμαξαν. Περίμεναν να στρώσει και αυτός κάπου έξω. - Η τρελός είναι ή δεν ξέρει τι γίνεται εκεί μέσα, είπε κάποιος. Δεν είχε καλά-καλά αποκοιμηθεί και άκουσε βήματα στο διάδρομο και στο διπλανό δωμάτιο. Υπέθεσε πως θα ήταν εργάτες. Οι θόρυβοι όμως συνεχίζονταν και γιʼ αυτό σηκώθηκε να δει ποιοι ήταν. Άναψε κερί και πήγε να βγει στο διάδρομο. Τότε κάποιος που δεν πρόλαβε να τον δει έκανε ένα «φου» και το ʽσβησε. Όρμησε ο π. Παρθένιος να τον πιάσει αλλά παραπάτησε και λίγο έλειψε να σωριαστεί στο πάτωμα. - Τον πρώτο που θα πιάσω, θα τον ξυλοφορτώσω, μουρμούρισε οργισμένος. Ψηλαφητά έκλεισε τις πόρτες των δωματίων και ασφάλισε την αμπάρα της εξώπορτας. Ήξερε τι έκανε. Αν ήταν εργάτες που μπήκαν για να κλέψουν φουντούκια θα τους κανόνιζε το πρωί. Αν ήταν στα αλήθεια δαίμονες, θα ήξερε στο εξής με ποιους είχε να κάνει. Το υπόλοιπο της νύχτας κοιμήθηκε ανενόχλητος. - Πάτερ Παρθένιε, πέρασες καλά απόψε; ρώτησαν το πρωί οι εργάτες. - Ακούστε παιδιά! Αν ξαναμπεί κανείς τη νύχτα στο κελί για να κλέψει, θα τον δέσω και θα τον παραδώσω στην αστυνομία. Και αν κάποιος από σας τολμήσει να παίξει μαζί μου, για να με τρομάξει τάχα και να το βάλω στα πόδια, θα το μετανιώσει πικρά. - Τίποτα απʼ όλα αυτά δεν συμβαίνει, διαμαρτυρήθηκαν οι εργάτες. Μα δεν έχεις ακούσει για το στοιχειωμένο σπίτι και για τα όσα παθαίνουν από τους σατανάδες εκείνοι που τολμούν να ξενυχτήσουν σʼ αυτό; Ο π. Παρθένιος προτίμησε τη σιωπή. Την άλλη νύχτα έλαβε τα μέτρα του. Κλείδωσε όλες τις πόρτες, άναψε το φανάρι θυέλλης, για να μην μπορούν να το σβήσουν, ετοίμασε ένα χοντρό ραβδί και έπεσε να κοιμηθεί. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά όταν ακούστηκαν στο διάδρομο βαριά βήματα - Περίεργο! Εγώ έκλεισα με αμπάρα και λουκέτο. Πως μπήκαν μέσα; Πετάχτηκε από το κρεβάτι, δυνάμωσε τη φλόγα του φαναριού, έσφιξε στο δεξί του χέρι το ραβδί και βγήκε στο διάδρομο. Δεν είδε κανέναν. Ένιωσε όμως ένα δυνατό φύσημα που του έσβησε το φανάρι θυέλλης σαν να ήταν το χθεσινό κερί. Η απορία του μεγάλωσε. Μπήκε στο ναό του κελιού και προσευχήθηκε στον Κύριο, προσθέτοντας στο τέλος : - Και δαίμονες να είναι Χριστέ μου, πάντως εσύ δεν τους δίνεις το δικαίωμα να με βλάψουν, και Σε ευχαριστώ. Φίλησε και την εικόνα της Θεοτόκου, παρακαλώντας την : - Και εσύ Παναγία μου, να είσαι μαζί μου. Το πρωί οι εργάτες δεν μπόρεσαν να μην τον ρωτήσουν. - Είχες πάλι καμία ανησυχία; Ακούσαμε θορύβους αργά τη νύχτα και είδαμε να ανάβεις το φως. - Βρε παιδιά, έχω ακούσει και εγώ αρκετά απʼ όλα αυτά που τάχα συμβαίνουν μέσα σʼ αυτό το ρημαδιό, μα δεν πίστεψα ποτέ. Αφού όμως τα χθεσινά δεν ήταν φάρσα δική σας και αφού τα ίδια συνεχίστηκαν και απόψε, πράγματι κάτι παράξενο συμβαίνει… Την τρίτη νύχτα οι αόρατοι επισκέπτες έγιναν θρασύτεροι. Τα μεσάνυχτα οι κουβέντες ακούγονταν ακριβώς έξω από τη πόρτα του. Σηκώθηκε και έστησε αυτί. Άκουσε καθαρά να προφέρουν το όνομά του. Δεν άντεξε άλλο και φώναξε : - Ποιοι είσαστε; - Οι νοικοκυραίοι πάτερ Παρθένιε. - Και τι θέλετε από μένα; - Τίποτα, συντροφιά σου κρατάμε. Έκανε αμέσως το σταυρό του, αλλά τους πέταξε και μερικά… κοσμητικά επίθετα! Ακούστηκαν γέλια από έξω. - Αν νομίζετε βρε σεις, τους αγρίεψε ο π. Παρθένιος, πως έχετε να κάνετε με τον διακο-Γιάννη και τον γερο-Γρηγόριο, είστε γελασμένοι. Κάνω υπακοή στη μονή και δεν θα φύγω από δω μέχρι να μαζευτούν τα φουντούκια. Πάλι γέλια ακούστηκαν. Αυτή τη φορά θύμωσε γα τα καλά. Έκανε να ανοίξει τη πόρτα αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Του φάνηκε πως κάποιος απʼ έξω κρατούσε γερά το πόμολο και την τραβούσε προς το μέρος του. Όταν και αυτός την τράβηξε πιο δυνατά, ο απέξω επίτηδες την άφησε απότομα, οπότε άνοιξε διάπλατα και ο π. Παρθένιος βρέθηκε ανάσκελα στο πάτωμα. Τώρα τα γέλια στο διάδρομο ακούστηκαν ασυγκράτητα. Έτσι πέρασε όλες τις νύχτες της περιόδου της συγκομιδής ο π. Παρθένιος μέσα στο στοιχειωμένο κελί. Τα όσα τράβηξε μόνο οι δαίμονες μπορούσαν να τα επινοήσουν. Αλλά και όσα άκουσαν οι δαίμονες τότε, μόνο από τον π. Παρθένιο μπορούσαν να τα ακούσουν!… Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής (1941-1944) κάποιος λαϊκός Νώντας πήγε στη μονή των Ιβήρων, όπου φιλοξενήθηκε για καιρό. Από τον τρόπο που μιλούσε φαινόταν αρκετά σπουδασμένος, από τα λεγόμενά του όμως μάλλον ελαφρόμυαλος. Αφού κούρασε τους πατέρες με τις αερολογίες του, η Σύναξη με εύσχημο τρόπο τον απομάκρυνε. Τότε εκείνος ζήτησε να εγκατασταθεί στο στοιχειωμένο κελί χωρίς υποχρέωση μοναχικής δοκιμής. - Εμείς σου επιτρέπουμε, συμφώνησαν οι επίτροποι. Έχουμε όμως χρέος να σου πούμε πως θα δυσκολευτείς πολύ γιατί εκεί συμβαίνουν από δαιμονική ενέργεια πολλά και παράξενα. - Τυγχάνω γνώστης των φημολογουμένων. Πλην πρόκειται ή περί ψευδολογημάτων ή περί οφθαλμαπάτης, απάντησε εκείνος σε άπταιστη καθαρεύουσα, όπως πάντα. Έτσι εγκαταστάθηκε ο Νώντας στο στοιχειωμένο. Με τη φροντίδα και την αγάπη που του έδειχναν τα κοντινά μοναστήρια και τα κελιά, οι μέρες του περνούσαν μάλλον καλά. Κάποτε όμως ήρθε καιρός να δοκιμάσει και αυτός τα καλά του κελιού του. Μόλις είχε τελειώσει η θεία Λειτουργία στο κελί της Αγίας Άννης ένα κυριακάτικο πρωινό και οι πατέρες ήταν συγκεντρωμένοι στʼ αρχονταρίκι για το συνηθισμένο κέρασμα. Ξάφνου, ένας μοναχός, κοιτάζοντας από το παράθυρο, είδε πυκνό καπνό και τεράστιες φλόγες να βγαίνουν από την πόρτα και τα παράθυρα του στοιχειωμένου. - Πάει, το ʽκαψε το κελί ο λειψός! Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα, είπε κάποιος. Χτύπησαν αμέσως τη καμπάνα για να πάρουν είδηση οι άλλοι και ξεκίνησαν για να γλιτώσουν τουλάχιστον το δάσος. Μερικοί έτρεξαν για να σώσουν τον Νώντα, πιστεύοντας πως δεν είχε προλάβει να βγει. Ξαφνικά όμως, να τος μπροστά τους! - Το ʽκαψες το κελί αχαϊρευτε! τον «στόλισε» ένας μολονότι λαχανιασμένος από τη τρεχάλα. - Ουχί πάτερ, διαμαρτυρήθηκε εκείνος - Στραβομάρα έχεις; Δεν το βλέπεις που λαμπάδιασε; Οι καπνοί φτάνουν μέχρι τα σύννεφα! - Το είδον και άπαξ και δις, πλην πρόκειται περί οφθαλμαπάτης Στο μεταξύ πλησίασαν και οι άλλοι πατέρες. - Γιατί χασομεράτε με τούτον; παρατήρησε κάποιος. Εμείς νομίζαμε πως θα είχατε φτάσει. - Ειρηνεύετε πατέρες μου, τους καθησύχασε ο Νώντας. Μάτην κοπιάζετε και ταράττεσθε. Είπον ήδη ότι πρόκειται περί οφθαλμαπάτης. - Εσύ το βιολί σου! τον μάλωσε ο γεροντότερος. Μήπως σε έβαλε ο διάβολος να μας καθυστερήσεις για να βρούμε μόνο στάχτες και αποκαϊδια; Έτσι είπε και ξεκίνησε πρώτος. Μα δεν πρόλαβαν καλά-καλά να απομακρυνθούν και ο Νώντας έβαλε τις φωνές. - Ιδέτε, ιδέτε πατέρες! Που ο καπνός και οι φλόγες; Πραγματικά, ούτε φλόγες φαίνονταν ούτε καπνός στον ορίζοντα! Φυσικά το γεγονός δεν ήταν απλή οφθαλμαπάτη, καθώς υποστήριζε ο Νώντας. Ήταν μια ολοφάνερη δαιμονική ενέργεια. Ήταν ένας ακόμα πειρασμός από εκείνους που συνέβαιναν στο στοιχειωμένο κελί λόγω της κατοχής του από πονηρά πνεύματα. Ένα καλοκαίρι, ύστερα από συμφωνία με τη Μονή Ιβήρων, ανέλαβε τη συγκομιδή των φουντουκιών στη περιοχή του στοιχειωμένου η Κοινοβιακή Σκήτη του Αγίου Ανδρέου (Σεράι). Επιστάτης τοποθετήθηκε ο π. Λεόντιος. Οι γείτονες του κελιού τον αποκαλούσαν «Τάταρο» τόσο για τη Ρωσική καταγωγή του όσο και για την εντυπωσιακή εμφάνισή του. Φορούσε και αυτός, όπως όλοι οι Ρώσοι Αγιορείτες, βαριές, πέτσινες και μέχρι το γόνατο μπότες, ακόμα και το καλοκαίρι. Από τη πρώτη μέρα που μπήκε ο π. Λεόντιος στο στοιχειωμένο συνάντησε στρατιά ποντικών, που κυκλοφορούσαν άφοβα μπροστά του μέρα μεσημέρι και λέρωναν τα πάντα. Γιʼ αυτό έφερε από το Σεράι έναν καλοθρεμμένο γάτο. Μια νύχτα οι γνωστοί θόρυβοι και τα χτυπήματα του χάλασαν τον ύπνο. - Σίγουρα έκλεισα το γάτο έξω, μονολόγησε. Ας πάω να του ανοίξω. Μόλις όμως έκανε να σηκωθεί, πάτησε το γάτο, που κοιμόταν πλάι στο κρεβάτι του και λίγο έλειψε να τον ξεκοιλιάσει. Σε κάμποση ώρα, πάλι τα ίδια, θόρυβοι και φασαρία. Σηκώνεται να εξακριβώσει την αιτία. Μόλις έπιασε το πόμολο, άκουσε τέτοια οχλοβοή που ξεκουφάθηκε. Έκανε να ανοίξει τη πόρτα και τότε έπεσε πάνω του όλη η ντάνα των καυσόξυλων που ήταν στοιβαγμένα στο διάδρομο. - Ισκουσένιε! (= Πειρασμέ!) αναφώνησε με φόβο και οργή. Κατάφερε βέβαια να ελευθερωθεί από τα ξύλα αλλά την υπόλοιπη νύχτα την πέρασε στην εκκλησία. Με τη χαραυγή ξεκίνησε και με την ανατολή βρέθηκε στο Σεράι. Πήγε κατευθείαν στον δικαίο και του αφηγήθηκε το πάθημά του. - Γέροντα, απόψε τη νύχτα έπαθα και αυτό. Δεν ξαναπηγαίνω στο στοιχειωμένο. Ας αναλάβει άλλος. - Που είναι η πίστη σου; τον αποπήρε εκείνος. Που είναι η ευλάβειά σου στο τόπο που αφιερώθηκες; Αν μας πείραζαν οι δαίμονες περισσότερο από το συνηθισμένο τι έπρεπε να κάνουμε; Να γυρίζουμε εδώ και εκεί στο Άγιο Όρος και τελικά να φύγουμε στο κόσμο, επειδή μόνο εκεί θα μας… άφηναν ήσυχους; Ύστερα απʼ αυτά, ο π. Λεόντιος μετάνιωσε για τη φοβία και την απόδρασή του από το στοιχειωμένο. Ξαναβρήκε μάλιστα το θάρρος του όταν άκουσε το γέροντα να συμπληρώνει : - Σήμερα κιόλας μαζί με άλλους ιερείς θα κάνω λιτανεία στο χώρο εκείνο με το Τίμιο Ξύλο και με άγια λείψανα. Επιπλέον θα έχεις στο κελί μόνιμη συνοδεία από δύο αδερφούς. Πραγματικά πήγαν στο στοιχειωμένο, έκαναν Αγιασμό και διάβασαν τους εξορκισμούς. Από τότε ο π. Λεόντιος και η συνοδεία του άκουγαν σπάνια μερικούς θορύβους και φωνές, όχι όμως μέσα στο κελί πια αλλά από πολύ μακριά.

Πηγή: Οι δαίμονες και τα έργα τους, Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 193-205