Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Ένα θαύμα της Πορταϊτισσας

Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελιού των Ιωασαφαίων Καρυών
-Πόσα χρόνια έχετε, πάτερ Βασίλειε, στο Άγιον Όρος;
-Σαράντα πέντε στα σαράντα έξι.
-Άραγε γνωρίσατε κάποιους ανθρώπους του Θεού στα χρονιά που είσαστε εδώ;
-Μας αξίωσε ή Παναγία μας να γνωρίσουμε αρκετούς ενάρετους αδελφούς, μοναχούς και λαϊκούς.
-Θα μπορούσατε να μας διηγηθείτε κάτι γι’ αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυμηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε. π. Μάξιμος και π. Γεννάδιος Ιβηρίται και π. Γεώργιος και π. Παχώμιος από το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου.
Ή υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι χρόνια.

Ήρθε ένας μοναχός από την Μονή των Ιβήρων, ο π. Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα μου, τον π. Ιωασάφ. Του λέγει: «Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάμε να επισκεφθούμε τον γέροντα Γεώργιο του Φανερωμένου;» Με τον π. Γεννάδιο είχαμε πάει και άλλη φορά μαζί στον π. Γεώργιο. Τότε μας είχε πει, ότι ο γέροντας του, του είχε πει πριν από σαράντα χρόνια: «Μόλις εσύ παιδί μου φθάσης στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». ο π. Γεώργιος ήτανε από το Σουφλί και έμενε πολλά χρόνια στο κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου. ο γέροντας του λεγότανε Ευλόγιος και Παχώμιος ο παραδελφός του. Εκείνη την χρονιά, απ’ ότι υπολογίσαμε, συμπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήλθε λοιπόν ο π. Γεννάδιος από την Μονή Ιβήρων -ήταν Ιούνιος μήνας- και είπε στον γέροντα μου: «Έχει ευλογία να πάμε να δούμε για τελευταία φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ` ότι μας έχει πει, αυτή την χρονιά θα κοιμηθεί».

Ό π. Γεννάδιος ήταν μοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. ο γέροντας μου τον είχε βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει μοναχός, θαυμαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε μαζί από την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος. ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία, γιατί είχε ένα πρόβλημα: «Παναγία μου, τώρα πού θα μπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος, σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης». Τότε βλέπει εκεί ότι το νούμερο πού είχε στο εισιτήριο του, όταν μπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων Ιωασάφ, ο γέροντας μας. Συνταξιδέψανε λοιπόν μαζί μέχρι τις Καρυές και στον δρόμο συνομιλούσαν. Από τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντας μου τον πήγε στον γέροντα Μάξιμο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου, που ήταν προσμονάριος 50 χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα.

Θα κάνω μία παρένθεση: ο γέροντας Μάξιμος, δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε, πήγαινε και άναβε το καντηλάκι κάθε βράδυ σε ένα προσκύνημα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή εκεί ή Παναγία μας είχε δώσει σ’ ένα φτωχό -το γνωστό αυτό θαύμα- ένα φλουρί. Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιμος μία φωνή που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιμε, να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ πέρα». ο γέρο-Μάξιμος λέει: «Πειρασμός θα είναι». Δεν έδωσε σημασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται ή ίδια φράση: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ». «Μπα!», λέει· «ποιος να μιλάη; Πειρασμός θα είναι». Έκανε τον σταυρό του. Για τρίτη φορά: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω μία Εκκλησία να μου κτίσης εδώ». «Δεν μπορώ, δεν έχω δυνατότητες», απαντάει ο γέρο-Μάξιμος. «Θα σε βοηθήσω εγώ», του λέει. Εκεί ήταν ένα πολύ μικρό προσκυνηταράκι -από αυτά τα εκκλησάκια που βάζουν στους δρόμους- και κάθε απόγευμα πήγαινε μετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι. Υπήρχε και το τεράστιο δένδρο εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και έκλαιγε, ο πεινασμένος. Πήρε από τότε μια μεγάλη χαρά ο γέρο-Μάξιμος και πολλή ψυχική δύναμη και άρχισε να συλλέγει μόνος του τα υλικά εκεί πέρα, κουβαλώντας, απ’ ότι μας έλεγε ο καημένος, στον ώμο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιμέντα. Έτσι έκτισε αυτό που μέχρι σήμερα υπάρχει και το αγιογράφησε από μέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του. Κοιμήθηκε βέβαια στο μοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας λέω, ήταν υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου.

Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: «Γέρο-Ιωασάφ δώσε μου τον πατέρα Βασίλειο, να μη πάω μόνος μου, να πάμε παρέα, να δούμε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος μας είπε ότι θα κοιμηθεί». «Παρ’ τον», του λέει ο γέροντας.

Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος: «Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρά επιθυμία. Να βρούμε κανέναν ξυλόγλυπτη, να μου κάνη μία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο. Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», μου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί ξυλογλύπται. «Θα πούμε σ’ ένα ξυλόγλυπτη να σου κάνη μία καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος.

Εκείνη την στιγμή που τα λέγαμε αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης. Του βάζουμε μετάνοια. Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα μαντηλάκι λέγοντας του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομά του. Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είμαι νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάμε πίσω, για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόμο. «”Ε!», λέω «κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος. Για να δούμε τί σου έδωσε. Έμενα δεν μου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το μαντηλάκι και βλέπουμε μία καρδιά με την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταΐτισσα. Δεν ήταν οποιαδήποτε Παναγία, αλλά ή Πορταΐτισσα.

 Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού με τον γέροντα και με κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας μου, να βρούμε κάποιον ξυλόγλυπτη να σου κάνη μια καρδιά». «Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον αποκάλεσε με το όνομα του· εκείνη την στιγμή που επιθυμούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν κοιμήθηκε ο π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαμε μαζί με την καρδιά. Μάλιστα σήμερα σκεφτόμουνα ότι μπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το μέταλλο το χρυσό… Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή” 7 χρόνια -πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, μπορεί να την βρούμε την Παναγίτσα αυτή. Δεν έπρεπε να την βάλει μέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε.

ΠΗΓΗ: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
http://ahdoni.blogspot.gr/2011/08/blog-post_4349.html