Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Οι Ψάλτες κατά τους Ιερούς Κανόνες

ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ
ΟΙ ΨΑΛΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
(Άρθρο του Μητροπολίτου από Πατρών κ. Νικοδήμου Βαλληνδρά, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1964 στα πρώτα φύλλα της Εφημερίδας «Ιεροψαλτικά Νέα», Μηνιαίου Οργάνου του Πανελληνίου Συνδέσμου Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο Δαμασκηνός».

Είναι βεβαίως γνωστόν ότι, κατά τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας οι Ψάλται θεωρούνται κατώτεροι Κληρικοί.  Όπως δε οι ανήκοντες εις τον ανώτερον Κλήρον (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι) καθίστανται τοιούτοι δια χειροτονίας, παρομοίως και οι αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον λαμβάνουσιν ειδικήν χειροθεσίαν υπό του οικείου Επισκόπου.

* * * 
1. Πρώτος Κανών, όστις ομιλέι ρητώς περί Ψαλτών και χαρακτηρίζει τούτους ως ανήκοντας είς τον Κλήρον, είναι ο 26ος Αποστολικός Κανών. Δια του κανόνος τούτου ρυθμίζεται το θέμα του γάμου των Κληρικών εν γένει. Καθορίζεται η γνωστή απαγόρευσις του μετά την χειροτονίαν γάμου των ανωτέρων Κληρικών. Και προστίθεται: «των εις Κλήρον προελθόντων αγάμων κελεύομεν βουλομένως γαμείν Αναγνώστας και Ψάλτας μόνον.» Δηλαδή εκ πάντων των Κληρικών, μετά την εγκατάστασιν αυτών εις το εκκλησιαστικόν αυτών λειτούργημα (δια χειροτονίας ή δια χειροθεσίας), ο γάμος επιτρέπεται μόνον είς τους Αναγνώστας και τους Ψάλτας.

Η σημασία του Κανόνος τούτου εν σχέσει πρός τους Ψάλτας έγκειται όχι τόσο εις την περί του γάμου αυτών διάταξιν, αλλ' είς τό ότι ρητώς συγκαταριθμεί τους Ψάλτας μετά του Κλήρου, και δη προβαίνει και εις ρύθμισιν σοβαρού ζητήματος αφορώντος εις τους Κληρικούς εν γένει λαμβάνων ειδικήν πρόνοιαν περί των Ψαλτών.

2. Κατά την παλαιάν εποχήν οι Ψάλται, ως Κληρικοί, είχον το προνόμιον να ανέρχωνται επί του άμβωνος και επ' αυτού ιστάμενοι να ψάλωσιν ωρισμένα ψάλματα. Σχετικώς ο 33ος Κανών της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου όπως μή επιτρέπηται εις ουδένα μή έχοντα κανονικήν χειροθεσίαν επισκόπου να αναβαίνη εις τον άμβωνα και να ψάλλη. Διατάσσει δε τούτο ελέγχων ωρισμένους «μή αποκειρομένους Ιεροψάλτας...» (τ.έ. μή προβαίνοντας εις χειροθεσίαν και κουράν των Ιεροψαλτών). Όθεν παραγγέλει: «μηδέ τινά συγχωρείν, επ' άμβωνος κατά τήν τών έν κλήρω καταλεγομένων τάξιν, τους θείους τώ λαώ λόγους υποφωνείν εί μήτι άν ιερατική κουρά χρήσηται ο τοιούτος, και την ευλογίαν υπό του οικείου ποιμένος κανονικώς υποδέξηται».

Συνοπτικώτερος αλλ' εξίσου απόλυτος, ο 15ος Κανών της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου διαλαμβάνει: «περί του μή δειν πλέον των κανονικών Ψαλτών των επί τον άμβωνα αναβαινόντων, και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς εν τη Εκκλησία». Απαγορεύει δηλαδή να ψάλλει οιοσδήποτε εν τη Εκκλησία. Μόνον κανονικοί Ψάλται (κανονικώς χειροθετημένοι και κανονικώς εντεταγμένοι εις τον κατώτερον Κλήρον της Εκκλησίας) δύνανται να ψάλλωσιν. 

3.
Είναι επόμενον ότι, εφ' όσον η Εκκλησία θεωρεί τους Ψάλτας ως Κληρικούς και παρέχει εις αυτούς χειροθεσίαν παρά του Επισκόπου, επιβάλλονται εις αυτούς και ωρισμέναι υποχρεώσεις. Κυρίως η Εκκλησία, δια των ιερών αυτής Κανόνων, παροτρύνει του Ψάλτας να συνειδοτοποιήσουν την ιερότητα του λειτουργήματος αυτών και να διάγωσιν βίον μή απάδοντα προς την διακεκριμένην εν τη Εκκλησία θέσιν των.

Θα αναφέρωμεν, επί του παρόντος, δύο μόνον Αποστολικούς Κανόνας, τον 43ον και τον 69ον, οίτινες ρητώς ομιλούντες περί Ψαλτών αξιούσι παρ αυτών ιεροπρέπειαν και εκκλησιαστικήν συνειδησιν. Επιφυλασσόμεθα δ' όπως εν συνεχεία αναφέρωμεν και άλλας κανονικάς διατάξεις ομιλούσας περί ηθικών υποχρεώσεων των ανηκόντων εις τον κατώτερον εν γένει Κλήρον.

Και ο μεν πρώτος εκ των μνημονευθέντων Κανόνων επιτάσσει:« ...Ψάλτης τα όμοια ποιών (κύβοις σχολάζων και μέθαις) ή παυσάσθω ή αφοριζέσθω». Είναι προφανές ότι αξίωσις του Αποστολικού τούτου Κανόνος είναι όπως οι Ψάλται, καθό Κληρικοί, μή εκτρέπωνται εις αναρμόστους πράξεις, ώς είναι η χαρτοπαιξία και η μέθη. Παραλλήλως δ' ως θα είδομεν άλλοι Αποστολικοί Κανόνες απαγορεύουσιν εις τους κατωτέρους Κληρικούς ότι δεν είναι σύμφωνον προς τον ηθικόν νόμον. Απαίτησις άρα της Εκκλησίας είναι, όπως οι Ψάλται ίστανται εις υψηλήν ηθικήν στάθμην και μή εκπίπτωσιν εις χαμηλόν ηθικόν επίπεδον. Ο δε μνημονευθείς Κανών, ομιλών περί της τηρήσεως της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εκάστης Τετάρτης και Παρασκευής αξιοί ίνα δίδωσι το παράδειγμα οι Κληρικοί, Ανώτεροι και Κατώτεροι, δεν παραλείπει δε να αναφέρη ρητώς και τους Ψάλτες: «Ει τις ...Ψάλτης την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ού νηστεύει, ή Τετράδα ή Παρασκευήν», ορίζει ίνα εκπίπτη του κληρικού αυτού αξιώματος.

Ενδεικτικώς βεβαίως αναφέρομεν την περί νηστείας ταύτην κανονικήν διάταξιν. Είναι πρόδηλον ότι τοιαύται κανονικαί διατάξεις, διαλαμβάνουσαι μάλιστα ρητώς περί Ψαλτών και κατωτέρων Κληρικών, εκφράζουσι την απαίτησιν της Εκκλησίας όπως οι εν οιωδήποτε βαθμώ (ανωτέρω ή κατωτέρω) υπηρετούντες ώς κληρικοί Αυτής, σέβονται τας εκκλησιαστικάς εν γένει διατάξεις, έχωσιν ανεπτυγμένον το Εκκλησιαστικόν φρόνημα, και είναι πρόσωπα εγνωσμένης ευσεβείας και αρετής.

Πλήν των ιερών εκείνων Κανόνων, οίτινες ρητώς αναφέρουσι τους Ψάλτας και θεσπίζουσιν ειδικάς περί αυτών διατάξεις και πλήστοι άλλοι κανόνες της Εκκλησίας αφορώσιν είς τους Ψάλτας, βεβαίως και αναμφισβητήτως, εφ' όσον ομιλούσιν ευρύτερον περί των κατωτέρων εν γένει Κληρικών μετά των οποίων συγκαταλέγονται οι Ψάλται ως «κληρικοί έξω του Βήματος».

1.-Μεταξύ των Κανόνων τούων όχι ολίγοι καθορίζουσι τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών. Ο 25ος Αποστολικός Κανών, επί παραδείγματι, λέγει ότι θεωρείται ανάξιος της τιμής να είναι Κληρικός - ούτε Κατώτερος - ο «επί πορνεία ή επορκία ή κλοπή αλούς». Ως ποινήν δε εις τους τα τοιαύτα πράξαντας ορίζει την έκπτωσιν από του αξιώματος του Κληρικού. Και ως μόνην επιείκειαν διά τους τοιούτους αναφέρει, να μή εξωεκκλησιάζονται, και αφορίζωνται δια να μή είναι διπλή η τιμωρία των (έκπτωσις από του βαθμού του Κληρικού και αφορισμός). «Λέγει γαρ η Γραφή: ούκ εκδικήσεις δις επί τω αυτώ». Δια να είναι δε σαφές ότι είς τήν διάταξιν ταύτην δεν περιλαμβάνονται μόνον οι ανώτεροι Κληρικοί (Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος) ο Κανών ρητώς επιλέγει: «ωσαύτως και οι λοιποί Κληρικοί» οι κατώτεροι δηλαδή, εν οίς, εκ των πρώτων είναι και οι Ψάλται.
Εκ του Κανόνος τούτου συνάγεται ότι, ούτως ειπείν, καθαιρείται ο Ψάλτης ο διαπράτων τας προμνημονευθείσας πράξεις. Καταβιβάζεται από την υψηλήν και διακεκριμένην εν τη Εκκλησία θέσιν του, και -επιεικώς - δεν εξάγεται εις τον Νάρθηκα, έξω του Ναού, οπού ήτο άλλοτε η θέσις των βαρέως αμαρτανόντων, αλλά του επιτρέπεται να μένη εντός του Ναού μετά των άλλων πιστών ώς εκπεσών Κληρικός. Ρητώς δε περί «καθαιρέσεως» και των Ψαλτών ομιλεί ο 4ος κανών της 6ης οικουμενικής Συνόδου.
Ο 54ος Αποστολικός Κανών, εξάλλου, αξιοί παρά παντός Κληρικού, Ανωτέρου και Κατωτέρου να μή συχνάζη εις ύποπτα κέντρα, «εν καπηλείω», και εις άλλα παρόμοια, διότι ταύτα δεν αποτελούν περιβάλλον κατάλληλον δι άνθρωπον υπηρετούντα τον Θεόν και την Εκκλησίαν.

2. - Άλλοι ιεροί Κανόνες ρυθμίζουσι πειθαρχικά ζητήματα. Απαιτούσι δ' όπως πάντες οι κατώτεροι σέβωνται τους ιεραρχικώς ανωτέρους των. Και ο μεν 55ος Αποστολικός κανών περιφρουρεί το κύρος του Επισκόπου και απαγορεύει είς πάντα κληρικόν οιουδήποτε βαθμού (και εις τους ψάλτας επομένως) να συμπεριφερθή υβριστικώς και ανευλαβώς προς Επίσκοπον. Ο δε επόμενος (56ος) επιβάλλει σεβασμόν προς πάντα Πρεσβύτερον και Διάκονον. Είναι πρόδηλον ότι ο Κανών ούτος, δια της φράσεως «εί τις Κληρικός υβρίσει Πρεσβύτερον ή Διάκονον αφοριζέσθω», αναφέρεται μάλλον εις τους κατωτέρους Κληρικούς (Αναγνώστας, Ψάλτας κ.τ.λ.), οίτινες οφείλουσι σεβασμόν πρός τους έσω του Βήματος Κληρικούς, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Έστω λοιπόν προς γνώσιν των ψαλτών των εν τω Ναώ υπηρετούντων, ότι δεν είναι «κανονικόν» να απολείπει αυτούς η διάκρισις και ο σεβασμός προς Διακόνους και Πρεσβυτέρους, και ότι ουδαμώς συμβιβάζονται προς την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας διαπληκτισμοί και φιλονικίαι μετά των ιερουργούντων εν γένει εν τη Εκκλησία. Και η παρακοή απλώς προς τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας (είτε Προϊσταμένους, είτε λειτουργούς), ακόμη και προς τους Διακόνους, επιτιμάται υπό των Κανόνων ως ανευλάβεια. 

3.- Οι ιεροί Κανόνες δεν παραλείπωσι να ρυθμίσωσι και τας έναντι των πολιτικών αρχόντων υποχρεώσεις των εν τω Ναώ υπηρετούντων. Σχετικώς ο 84ος Αποστολικός Κανών λέγει: «Ει τις υβρίσει Βασιλέα ή Άρχοντα ...Κληρικός καθαιρείσθω». Το νόημα του Κανόνος τούτου είναι ευρύτερον παρ' ότι έκ πρώτης όψεως φαίνεται. Απαιτεί κυρίως νομιμοφροσύνην από τους εν τω Ναώ υπηρετούντας, ίνα γίνονται παράδειγμα είς πάντας. Εγγύησιν νομιμοφροσύνης και υποταγής είς τα κελεύσματα των νομίμων Αρχών αξιοί ο Κανών. Εγγύησιν, ώς θα ελέγομεν σήμερον, υγιών κοινωνικών φρονημάτων, θεσπίζει. Κατά το πνεύμα δηλ. τού Κανόνος τούτου, δεν έχουσι θέσιν εν τη υπηρεσία της Εκκλησίας άνθρωποι ανατρεπτικών αρχών, μή σεβόμενοι τα θεία παραγγέλματα τα καθορίζοντα: «τον Βασιλέα τιμάτε» (Α' Πετρ.2, 17), «άρχοντα του λαού σου ούκ ερείς κακώς» (Πραξ.23,5), «ού γαρ εστίν εξουσία, εί μή υπό Θεού» (Ρωμ.13,1) κλπ. Είναι λοιπόν κανονικώς απαράδεκτον να ψάλλωσι και εν γένει να υπηρετώσιν εν τη Εκκλησία πρόσωπα μή ηγγυημένης νομιμοφροσύνης.

Και εις άλλους ιερούς κανόνας απαντάται η αξίωσις, όπως οι άνθρωποι του Ναού είναι υπόδειγμα νομοταγών πολιτών. Εις τον 66ον Αποστολικόν ωσαύτως Κανόνα στίγματίζεται: «εί τις Κληρικός εν μάχη τινά κρούσας». Γνωστή βεβαίως η παραγγελία του Αποστόλου Παύλου η απαιτούσα πάντα ανώτερον Κληρικόν «μή πλήκτην» (Α' Τιμοθ. 3,3). ο δε Αποστολικός ούτος Κανών, επεκτείνων το πράγμα πρός πάντα Κληρικόν (και Κατώτερον δηλ. ώς οι Ψάλται), παραγγέλει να απέχωσιν οι άνθρωποι της Εκκλησίας πάσης αυτοδικίας. Αλλοίμονον, εάν εν τω Ναώ στεγάζωνται και εργάζονται άνθρωποι φιλόνικοι, φθάνοντες μέχρι χειροδικίας! Προνοητικώτατος ο Κανών ορίζει, όπως, όταν παρουσιασθώσι τοιαύτα συμπτώματα, αποβάλλωνται εκ της εκκλησιαστικής υπηρεσίας τα φιλόνεικα πρόσωπα , δια το αδιάβλητον της Εκκλησίας, και χάριν της εν τη Εκκλησία ειρήνης και της εν αυτή αρμονικής συνεργασίας πάντων των συνυπηρετούντων , εν οιωδήποτε βαθμώ προσώπων.
Και την εντιμότητα , τέλος, των εν τω Ναώ υπηρετούντων απαιτούσιν οι Ιεροί Κανόνες. Ενδεικτικώς δε αναφέρωμεν τον 72ον Αποστολικόν Κανόνα, όστις επιτιμά τους εκ του υπηρετικού προσωπικού του Ναού (Κληρικούς ή και λαϊκούς) αφαιρούντας και ιδιοποιουμένους υλικά πράγματα ανήκοντα εις τον Ναόν. Είναι φανερόν ότι, κατά το πνεύμα του Κανόνος τούτου, οι εν τω Ναώ υπηρετούντες οφείλουσι να είναι κατά πάντα έντιμοι και ακέραιοι άνθρωποι , ανώτεροι και της παραμικράς υποψίας δια την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα και το άδολον αυτών.

Θαυμάζει κανείς, ομολογουμένως, περί πόσων ζητημάτων έλαβον αφορμήν να προνοήσουν οι Ιεροί Κανόνες. Πολύπλευροι κανονικαί διατάξεις ρυθμίζουσι μετ' αυθεντικού κύρους τα επισυμβαίνοντα εν τη Εκκλησία, και ανακαλούσι εις την τάξιν και εις την «κανονικήν» δεοντολογίαν τους οπωσδήποτε σφάλωντας . 
Συμπληρούντες τάς επιταγάς των ιερών Κανόνων περί των ψαλτών, εφιστώμεν δια του παρόντος την προσοχήν των ασκούντων το ιερό λειτούργημα του ψάλλειν εν τη Εκκλησία επί τριών εισέτι ζητημάτων, (παραλείποντας άλλα αναφερόμεν είς καθοριζομένας ηθικάς προϋποθέσεις και υποχρεώσεις των ψαλτών, περί των οποίων αρκούμεθα ενδεικτικώς εις τα σημειωθέντα εν τοις προηγουμένοις).

1. Ρητή διάταξις του 8ου Αποστολικού Κανόνος διαλαμβάνει πεί της υποχρεώσεως πάντων των «εκ του καταλόγου του ιερατικού» δηλ. και των κατωτέρων κληρικών (και των ψαλτών επομένως), όπως μεταλαμβάνωσι τακτικώς των αχράντων Μυστηρίων. «Εί τίς (δέ) μή μεταλάβοι, την αιτίαν ειπάτω, και εάν ή εύλογος, συγγνώμης τυγχανέτω...».
Ο κανών ούτος αναφέρεται βεβαίως εις την συνεχή θείαν Κοινωνίαν, ήτις επί των Αποστολικών χρόνων και επί των ημερών των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων ήτο εν ευρυτάτη χρήσει. Οπωσδήποτε όμως θέτει το ζήτημα της συμμετοχής (των ψαλτών εν προκειμένω) εις την θείαν Κοινωνίαν, κατά το μάλλον και ήτον τακτικώς.
Θα είμεθα ευτυχείς εάν ηδυνάμεθα να βεβαιώσωμεν ότι ευρίσκει ικανήν ανταπόκρισιν ο κανών ούτος εις τους παρ' ημίν ψάλτας.
Δια τούτο προσημειώσαμεν τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών, ίνα, προσέχοντες εις ταύτας, μή εμποδίζονται να μεταλαμβάνωσι. Και είναι ωραίο πράγματι και εποικοδομητικόν δια το εκκλησίασμα, να κατέρχεται ο ψάλτης εκ του στασιδίου του, ίνα προσέλθη εις την θείαν Κοινωνίαν. Όπως εξάλλου δίδει πολύ κακήν εντύπωσιν εις τον θρησκεύοντα λαόν ο αδιάφορος προς τα θεία μυστήρια και ξένος προς αυτά ιεροψάλτης.

2. Ωσαύτως ρητή διάταξις του 15ου Αποστολικού Κανόνος κάμνει λόγον περί των μετακινήσεων από πόλεως εις πόλιν καί από επαρχίας είς επαρχίαν (κατά πρώτον βεβαίως λόγων τών Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, έν συνεχεία όμως και «ό λ ω ς τ ο υ κ α τ α λ ό γ ο υ τ ώ ν κ λ η ρ ι κ ώ ν», οπότε περιλαμβάνονται αφεύκτως και οι ψάλται). Είς ουδένα επιτρέπει ο κανών, ίνα «μεταστάς διατρίβη εν άλλη (επαρχία) παρά γνώμην του ιδίου Επισκόπου αυτού επανελθείν, ούχ υπήκουσεν». Είναι σαφές ότι, κατά την κανονικήν ταύτην διάταξιν, καί ο ψάλτης, ώς κληρικός, υπάγεται εις τον οικείον Επίσκοπον, είς τήν αρμοδιότητα τού οποίου υπόκειται νά επιτρέψει ή μή τήν μετάθεσιν ψάλτου είς άλλην Επαρχίαν. Ο δέ ακολουθών 16ος αποστολικός Κανών απαγορεύει είς τόν Επίσκοπον εταίρας Επαρχίας «ίνα δέξηται αυτούς ώς Κληρικούς», τούς άνευ αδείας τού οικείου Επισκόπου αποχωρήσαντας εκ τής Επαρχείας αυτού. Ρητώς δέ αναφέρεται ότι κατωχυρώνεται τοιουτοτρόπως η τάξις και η πειθαρχία εν τη Εκκλησία, αποδοκιμάζεται δε «ως διδάσκαλος αταξίας» ο τά αντίθετα επιτρέπων και ανεχόμενος υπεύθυνος εκκλησιαστικός λειτουργός.

Σκοπός τής υπομνήσεως τής κανονικής ταύτης διατάξεως είναι ουχί η δέσμευσις βεβαίως των επιθυμούντων μετάθεσιν τινά, είτε εντός της ιδίας επαρχίας είτε και εκτός αυτής, αλλ' η αποφυγή των αυθαιρεσιών εκείνων και μονομερών αποφάσεων ψαλτών τινών, οίτινες εγκαταλείπουσιν αυτοβούλως και τελεσιγραφικώς τάς θέσεις των, ίνα μεταπηδήσωσιν είς άλλας, χωρίς να προηγηθή η υπό του οικείου Επισκόπου ρύθμισης τού ζητήματος, διά τής οποίας θά αποφεύγετο οιαδήποτε ανωμαλία είς τήν λειτουργίαν των ιερών Ναών καί θά ετηρήτο ή επιβεβλημένη εκκλησιαστική ευταξία και δεοντολογία.

3. Καιρός ήδη νά γίνη λόγος καί περί τών υπό τών ιερών Κανόνων οριζομένων δικαιωμάτων των Ιεροψαλτών.  Συναφής διάταξις υπάρχει είς τον 4ον Αποστολικόν Κανόνα. Δι' αυτής καθορίζεται ότι τά προσφερόμενα υπό των πιστών «δ ή λ ο ν» (είναι αυτονόητον) ώς ο Επίσκοπος και οί Πρεσβύτεροι επιμερίσουσι τοίς Διακόνοις και τοις λοιποίς Κληρικοίς». Η ρητή αύτη μνεία τού «επιμερισμού», τ.ε. τής διανομής είς πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας τών προσφορών τών πιστών (ούτως ειπείν, των «τυχηρών»), είναι άξιον προσοχής ότι ειδικεύεται έτι περισσότερον είς τας λεγομένας «Διαταγάς των Αποστόλων» βιβλ. Β' κεφ. 28), ένθα, προκειμένου περί τών ψαλτών, αφ' ενός μέν αναφέρονται ούτοι ώς δικαιούχοι επί λέξει: «ω σ α ύ τ ω ς κ α ι ψ α λ τ ω δ ό ς», αφ' ετέρου δέ καθορίζεται καί τό δί αυτούς αναλογούν ποσοστόν τής διανομής, τιθεμένης ώς αρχής ίνα οί έσω τού Βήματος Κληρικοί λαμβάνωσιν έκαστος διπλάσιον μερίδιον τών έξω τού Βήματος τοιούτων.

Τέλος, ο 59ος Αποστολικός Κανών λαμβάνει πρόνοιαν διά τάς περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης τών Κληρικών έν γένει (ανωτέρων και κατωτέρων) και αξιοί στοργήν πρός τους κατωτέρους υπό τών ανωτέρων. «Εί τίς Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος τινός τών Κληρικών ενδεούς όντως, μή επιχορηγοί τα δέοντα κρίνεται αυστηρώς διά τήν αστοργίαν ταύτην, με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν: ως φονεύσας τον αδελφόν αυτού».

Τοιουτοτρόπως συνάπτοντες οί ιεροί Κανόνες πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας διά του ιερού δεσμού τής αγάπης (έν συνδυασμώ μετά τής οφειλομένης πειθαρχίας και σεβασμού, ώς προείπομεν επιθέτουσιν αρίστην κορωνίδαν, την υψίστην τών αρετών, την θεοδίδακτον αγάπην, είς την κλίμακαν τών ηθικών υποχρεώσεων καί καθηκόντων, τών βαρυνόντων τούς διακονούντας έν οιωδήποτε βαθμώ, τον Άγιον τών Αγίων εν τώ Αγίω Ναώ.
Αντιγραφή από την ιστοσελίδα της ΟΜΣΙΕ (Ομοσπονδία Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος), το 2008.