Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός»

“Δεν είνε του καθενός, αγαπητοί, να φιλοσοφή περί Θεού· δεν είνε του καθενός. Το πράγμα αυτό δεν είνε τόσον ευθηνόν και χαμηλόν. Και θα προσθέσω, δεν είνε δυνατόν πάντοτε, ούτε εις όλους, ούτε εις όλα, αλλά μόνον μερικάς φοράς, και εις μερικούς, και υπό ωρισμένας προϋποθέσεις. Δεν είνε μεν του καθενός, παρά μόνον των δοκιμασμένων και όσων έχουν προχωρήσει εις την θεωρίαν, και πριν απ' αυτά έχουν καθαρισθή και εις την ψυχήν και εις το σώμα, ή τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα.” 
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: "Προς Ευνομιανούς προδιάλεξις" (Λόγος ΚΖ΄ - Θεολογικός πρώτος)

1. Προς τους κομψευομένους ρήτορας απευθύνεται ο λόγος μου. Και δια ν' αρχίσω από την Γραφήν, «Ιδού εγώ επί σε την υβρίστριαν» εις την μόρφωσιν, εις τον λόγον, εις την διάνοιαν. Διότι υπάρχουν, υπάρχουν μερικοί, που ερεθίζονται από τους λόγους μου εις την ακοήν και εις την γλώσσαν και, καθώς βλέπω, και εις το χέρι, και χαίρουν με τας βεβήλους ματαιολογίας και «αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως» και με τας λογομαχίας που δεν οδηγούν εις τίποτε το ωφέλιμον.
Έτσι χαρακτηρίζει κάθε περιττόν και παράξενον λόγον ο Παύλος, ο κήρυξ και βεβαιωτής του «συντετμημένου λόγου», ο μαθητής και διδάσκαλος των αλιέων. Αυτοί δε, περί των οποίων ο λόγος, όπως έχουν ευλύγιστον και φοβεράν την γλώσσαν εις το να επιτεθούν με λέξεις διαλεχτάς και καταλλήλους, είθε να ήσαν έτσι σχολαστικοί και εις την πρακτικήν ζωήν των, έστω και κατ' ολίγον και τότε θα ήσαν ίσως ολιγώτερον σοφισταί και σαλτιμπάγκοι των λόγων πονηροί και αλλόκοτοι, δια να δώσω και ένα γελοίον χαρακτηρισμόν εις ένα γελοίον πράγμα.

2. Επειδή δε κατέλυσαν κάθε τομέα της ευσεβείας και αποβλέπουν εις τούτο μόνον, τί πρόβλημα θα δέσουν και θα λύσουν (όπως εις τα θέατρα οι επιδειξίαι των παλαιστικών τεχνασμάτων, που επιδεικνύουν όχι τα τεχνάσματα εκείνα τα οποία σύμφωνα με τους κανόνας του αθλητισμού εξασφαλίζουν την νίκην, αλλ' όσα εντυπωσιάζουν αυτούς που δεν έχουν ιδέαν απ' αυτά και συναρπάζουν τον θαυμαστήν), και θέλουν όλη μεν η αγορά να βουίζη από σχόλια δια τους λόγους των, και κάθε συμπόσιον να κατατρίβεται από φλυαρίαν και αηδίαν, κάθε εορτή να κυριαρχήται από κατήφειαν ακατάλληλον δι' εορτήν, και κάθε πένθος να παρηγορήται με συμφορά ν μεγαλυτέραν, τας συζητήσεις, κάθε γυναικωνίτις που έχει σύντροφον την απλότητα να ενοχλήται, και με την γοργήν ροήν του λόγου να λεηλατήται το άνθος της αιδούς. Επειδή αυτά γίνονται έτσι και το κακόν είνε ακατάσχετον και αφόρητον, και κινδυνεύει το μεγάλο μας μυστήριον να γίνη τεχνύδριον, παρακαλώ τους κατασκόπους, εφ' όσον κινούμαι από πατρικά σπλάγχνα και, καθώς λέγει ο θείος Ιερεμίας, σπαράσσομαι κατά τα αισθητήριά μου, να με ανεχθούν τόσον, όσον να μη υποδεχθούν με τραχύτητα τον λόγον μου τον σχετικόν με τα θέματα αυτά· και συγκρατώντας δι' ολίγον την γλώσσαν των, αν φυσικά δύνανται, να βάλουν αυτί να με ακούσουν. Εις καμμίαν περίπτωσιν δεν θα ζημιώσετε τίποτε. Διότι ή ομιλώ εις αυτιά ανθρώπων που ακούουν, οπότε ο λόγος έχει κάποιον καρπόν, την ωφέλειάν σας, (επειδή σπείρει μεν ο σπορεύς τον λόγον εις πάσαν διάνοιαν, καρποφορεί όμως η καλή και γόνιμος), ή μου αποπτύετε και τούτον τον λόγον και φεύγετε έχοντας περισυλλέξει περισσοτέραν ύλην αντιλογίας και εναντίον μου λοιδορίας, ώστε να κορεσθήτε και περισσότερον. Και αν ειπώ λόγον αντίθετον προς τας δοξασίας σας και την συνήθειάν σας, μη καταπλαγήτε, σεις οι οποίοι με πολλήν νεανικήν ορμήν και με επιδεικτικόν εγωϊσμόν, δια να μη ειπώ με αμάθειαν και θράσος και σας στενοχωρήσω, επαγγέλλεσθε ότι τα γνωρίζετε όλα και τα διδάσκετε.

3. Δεν είνε του καθενός, αγαπητοί, να φιλοσοφή περί Θεού· δεν είνε του καθενός. Το πράγμα αυτό δεν είνε τόσον ευθηνόν και χαμηλόν. Και θα προσθέσω, δεν είνε δυνατόν πάντοτε, ούτε εις όλους, ούτε εις όλα, αλλά μόνον μερικάς φοράς, και εις μερικούς, και υπό ωρισμένας προϋποθέσεις. Δεν είνε μεν του καθενός, παρά μόνον των δοκιμασμένων και όσων έχουν προχωρήσει εις την θεωρίαν, και πριν απ' αυτά έχουν καθαρισθή και εις την ψυχήν και εις το σώμα, ή τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα. Διότι είνε και επικίνδυνον εις τον μη καθαρόν να πιάνη το καθαρόν, όπως ακριβώς η ηλιακή ακτινοβολία εις τον άρρωστον οφθαλμόν. Και πότε; όταν είμεθα απηλλαγμένοι από την έξω λάσπην και ταραχήν, και το ηγεμονικόν μας δεν συγχύζεται με μοχθηράς και πεπλανημένας παραστάσεις, ωσάν να αναμιγνύωμεν τα καλλιγραφημένα γράμματα με τα άσχημα, ή την ευωδίαν των μύρων με την ακαθαρσίαν. Διότι πράγματι πρέπει να μείνη κανείς χωρίς ασχολίαν, δια να γνωρίση τον Θεόν. Και μόνον όταν εύρωμεν ευκαιρίαν, να ασχολούμεθα με το κάλλος της θεολογίας. Εις ποίους δε; εις όσους μελετούν σοβαρώς το πράγμα, και δεν το έχουν σαν ένα από τα άλλα αντικείμενον ηδονικής φλυαρίας μετά τας ιπποδρομίας και τα θέατρα και τα άσματα και τα γαστρονομικά και τα σεξουαλικά· εις εκείνους ένας τομεύς ηδονής είνε και τούτο, η περί τα θέματα αυτά φλυαρία και επίδειξις κομψότητος με τα σχήματα του λόγου. Και ποία πράγματα να έχη κανείς αντικείμενα του φιλοσοφικού στοχασμού του και μέχρι ποίου σημείου να προχωρή; Όσα είνε εφικτά εις ημάς και μέχρι εκεί που φθάνει η φυσική ικανότης και δυνατότης του ακροατού, ώστε να μη συμβή, όπως οι υπερβολικοί ήχοι καταστρέφουν την ακοήν και αι υπερβολικοί τροφαί τα σώματα, και αν θέλης τα υπερβολικά φορτία τούς φορτωμένους ή αι πολύ σφοδραί βροχαί το χωράφι, να μη συμβή, λέγω, να καταπιεσθούν και να λυγίσουν και αυτοί με τους στιβαρούς λόγους, ας το ειπώ έτσι, και καταστροφή και η αρχική των δύναμις.

4. Και ταύτα λέγων δεν εννοώ, ότι δεν πρέπει να έχωμεν κατά νουν τον Θεόν πάντοτε. Μη πετάγωνται εμπρός μου πάλιν οι πάντοτε εύκολοι και προπετείς. Διότι είνε προτιμότερον να σκέπτεται κανείς τον Θεόν παρά ν' αναπνέη· και αν είνε δυνατόν να ειπώ και τούτο, δεν πρέπει να κάνη κανείς τίποτε άλλο απ' αυτό. Είμαι και εγώ απ' εκείνους που επαινούν τον λόγον που παροτρύνει να μελετώμεν ημέραν και νύκτα και να διηγούμεθα βράδυ και πρωί και μεσημέρι, και να ευλογούμεν τον Κύριον «εν παντί καιρώ»· και αν πρέπη να ειπώ και τον λόγον του Μωϋσέως, όταν πλαγιάζη κανείς, όταν σηκώνεται, όταν βαδίζη, όταν κάνη ο,τιδήποτε άλλο, να τον έχη και εις την σκέψιν του, δια να καθαρίζεται. Δεν εμποδίζω λοιπόν το να τον έχη κανείς συνεχώς εις την σκέψιν του, άλλά το να θεολογή· ούτε εμποδίζω ακριβώς την θεολογίαν, πράγμα ασεβές, αλλά την άκαιρον ενασχόλησιν με αυτήν, ούτε την διδασκαλίαν, άλλά την αδιακρισίαν ή μήπως το να παραφάγη μεν κανείς μέλι προκαλεί εμετόν, παρ' όλον που είνε μέλι, και κάθε πράγμα εις τον καιρόν του, όπως φρονούμεν ο Σολομών και εγώ, και το καλόν δεν είνε καλόν, όταν δεν γίνεται καλώς, όπως το εντελώς παράκαιρον άνθος κατά τον χειμώνα, και τα ανδρικά κοσμήματα εις τας γυναίκας ή τα γυναικεία εις τους άνδρας, και η γεωμετρία εις το πένθος, και τα δάκρυα εις το συμπόσιον, και μόνον εδώ εις την θεολογίαν θα αδιαφορήσωμεν δια την καταλληλότητα του καιρού, ένα πεδίον όπου κατ' εξοχήν πρέπει να εκτιμάται αυτή η καταλληλότης;

5. Καθόλου, ω φίλοι και αδελφοί, — σας ονομάζω βέβαια ακόμη αδελφούς, αν και δεν διάκεισθε αδελφικώς — να μη σκεπτώμεθα έτσι, μήτε να ρίψωμεν κάτω τον αναβάτην λογισμόν, όπως τα θερμόαιμα και ατίθασα άλογα, και να μη περιφρονήσωμεν την ευλάβειαν που μας συγκρατεί καλώς από το να τρέξωμεν πέραν από την νύσσαν, αλλά να φιλοσοφώμεν εντός των ιδικών μας ορίων και να μη εκτρεπώμεθα μήτε προς την Αίγυπτον, μήτε να παρασυρώμεθα προς τους Ασσυρίους, μήτε να ψάλλωμεν το άσμα του Κυρίου εις ξένην χώραν, εννοώ κάθε ακροατήν και ξένον και ιδικόν μας και φίλον και εχθρόν και ευγνώμονα και αγνώμονα ο οποίος με μεγάλο ενδιαφέρον κατασκοπεύει τας υποθέσεις μας και θα ήθελε να γίνη φλόγα ο σπινθήρ των κακών μας· δια τούτο υπούλως τον ανάπτει και τον φυσά με τα φυσήματά του σηκώνοντάς τον μέχρι τον ουρανόν και τον κάνει φλόγα υψηλοτέραν από την φλόγα της καμίνου της Βαβυλώνος που κατέκαιε τα πάντα γύρω της. Επειδή δηλαδή δεν έχουν την δύναμιν εις τα δόγματά των, προσπαθούν να την θηρεύσουν εις τας ιδικάς μας αδυναμίας, και δια τούτο πίπτουν επάνω εις τα ιδικά μας είτε ατυχήματα πρέπει να τα ονομάσω είτε αμαρτήματα, όπως αι μύγες εις τα τραύματα. Αλλ' ημείς να μη αφήσωμεν τον εαυτόν μας περισσότερον εις την άγνοιαν μήτε ν' αδιαφορήσωμεν δια την τακτοποίησιν των αμαρτημάτων μας. Αλλ' αν δεν είνε δυνατόν να καταλύσωμεν την έχθραν, τουλάχιστον να συμφωνήσωμεν μεταξύ μας εις τούτο, δηλαδή να λαλώμεν με τρόπον μυστικόν τα μυστικά και με άγιον τα άγια, και να μη ρίπτωμεν εις βέβηλα αυτιά τα απόρρητα μήτε να γινώμεθα αιτία να φαίνωνται σεμνότεροι από ημάς οι προσκυνηταί των δαιμονίων και οι λάτρεις των αισχρών μύθων και πραγμάτων, αυτοί που προτιμούν να δώσουν το αίμα των παρά τα μυστικά των εις τους αμύητους. Αλλ' ας γνωρίζωμεν, ότι, όπως υπάρχει κάποια κοσμιότης εις την ενδυμασίαν και εις την τροφήν και εις τα γέλια και εις το βάδισμα, παρομοίως υπάρχει και εις τον λόγον και εις την σιωπήν, αφού εκτός από τας άλλας ονομασίας και δυνάμεις του Θεού πιστεύομεν και εις την του Λόγου. Ας είνε λοιπόν και η διαμάχη μας εντός του νόμου.

6. Διατί να ακούη ο πικρόχολος ακροατής την διαφωνίαν μας περί του αν ο Λόγος εγεννήθη ή εκτίσθη από τον Θεόν, περί Θεού εξ ουκ όντων, περί τομής και διαιρέσεως και αναλύσεως; Διατί καθιστώμεν δικαστάς τους κατηγόρους μας; Διατί δίδομεν τα ξίφη εις τα χέρια των εχθρών μας; Πώς ή με ποίαν διάθεσιν, νομίζεις, ότι θα δεχθή αυτά τα λόγια εκείνος που επαινεί τας μοιχείας και τας παιδεραστίας, και προσκυνεί τα πάθη και δεν δύναται να σκεφθή τίποτε ανώτερον από το σώμα, αυτός που χθες και παλαιότερα κατεσκεύασεν ο ίδιος τους θεούς του και μάλιστα αυτούς που είνε διαβόητοι δια τα ακατονόμαστα αίσχη; Δεν θα τα ακούση με υλοφροσύνην, με αισχρότητα, με αμάθειαν όπως έχει συνηθίσει; Δεν θα καταστήση την θεολογίαν σου συνήγορον των θεών του και των παθών του; Διότι εάν με τας διαφωνίας μας αυτάς τους σκανδαλίζωμεν, πολύ θα βραδύνωμεν να τους πείσωμεν να φιλοσοφούν τα ημέτερα. Και αν από μόνοι των είνε «εφευρεταί κακών»", πώς θα απωθούσαν τα προσφερόμενα; Αυτά προκαλεί η μεταξύ μας διαμάχη· να τα αποτελέσματα εκείνων που υπερασπίζονται τον Λόγον περισσότερον απ' ό,τι αρέσει εις τον Λόγον· παθαίνουν το ίδιον με τους μανιακούς που καίουν τα σπίτια των ή κατασπαράσσουν τα παιδιά των ή παραπετούν τους γονείς των, επειδή τους θεωρούν ξένους.

7. Αφού πρώτον εξεχωρίσαμεν ό,τι είνε ξένον προς την διδασκαλίαν μας και εξαπεστείλαμεν εις την αγέλην των χοίρων την ισχυράν λεγεώνα, η οποία ώρμησεν εις τον βυθόν, δεύτερον έρχεται να εξετάσωμεν τον εαυτόν μας και να σμιλεύσωμεν όπως τον ανδριάντα τον άξιον θεολόγον. Κατ' αρχήν να υπολογίσωμεν από πού προέρχεται αυτή η τόσον μεγάλη προθυμία δια λόγια και η γλωσσαλγία. Ποία η καινούργια αυτή αρρώστια και απληστία; Διατί εδέσαμεν τα χέρια και εξωπλίσαμεν τας γλώσσας; Δεν επαινούμεν την φιλοξενίαν; Δεν θαυμάζομεν την φιλαδελφίαν, την φιλανδρίαν, την παρθενίαν, την πτωχοτροφίαν, την ψαλμωδίαν, την ολονύκτιον ακολουθίαν, την μετάνοιαν; Δεν υποπιέζομεν το σώμα με τας νηστείας; Δεν μεταφερόμεθα προς τον Θεόν με την προσευχήν; Δεν υποτάσσομεν το κατώτερον εις το ανώτερον; Εννοώ το χώμα εις το πνεύμα, δια να εκφέρωμεν δικαίαν κρίσιν περί του κράματος. Δεν μελετώμεν εις όλην μας την ζωήν τον θάνατον; Δεν κυριαρχούμεν εις τα πάθη μας με την σκέψιν ότι έχομεν ουράνιον και υψηλήν καταγωγήν; Δεν δαμάζομεν τον θυμόν που εξογκούται και αγριεύει; Δεν δαμάζομεν την υπερηφάνειαν που ταπεινώνει, την αλόγιστον λύπην, την αχαλίνωτον ηδονήν, τα πορνικά γέλια, το άτακτον βλέμμα, την αχόρταστον ακοήν, την αδιάκριτον φλυαρίαν, την έξαλλον σκέψιν και όλα όσα ο πονηρός λαμβάνει από ημάς και τα χρησιμοποιεί εναντίον μας και εισάγει τον θάνατον, όπως λέγει η Γραφή, δια «των θυρίδων» δηλαδή δια των αισθητηρίων; Και όμως κάνομεν το αντίθετον, και όπως οι βασιλείς δίνουν αμνηστείαν μετά μίαν νίκην των έτσι έχομεν δώσει ελευθερίαν εις τα πάθη των άλλων, φθάνει να συμφωνούν με ημάς· παρά ταύτα με περισσοτέραν θρασύτητα και ασέβειαν καταφέρονται κατά του Θεού· και δίνομεν κακόν μισθόν δι' άσχημον πράγμα, την παρρησίαν δια την ασέβειάν των.

8. Αλλ', ω διαλεκτικέ και φλύαρε, έχω να σού κάνω μίαν μικράν ερώτησιν και συ απάντησε, όπως λέγει εις τον Ιώβ εκείνος που δίνει τον χρησμόν με την καταιγίδα και τα νέφη. Υπάρχουν πολλαί μοναί κοντά εις τον Θεόν, όπως ακούς, η μία; Ασφαλώς θα απαντήσης πολλαί και όχι μία. Και πρέπει να γεμίσουν όλαι, ή άλλαι μεν να κατοίκουνται και άλλαι όχι, ώστε να είνε ακατοίκητοι, οπότε ματαίως κατεσκευάσθησαν; Βεβαίως όλαι, διότι τίποτε από όσα έκανεν ο Θεός δεν είνε μάταιον. Θα ημπορούσες να μου ειπής τι τέλος πάντων θεωρείς αυτήν την μονήν; Μήπως ανάπαυσιν και δόξαν που περιμένει εκεί τους μακάριους ή κάτι άλλο; Όχι άλλο, αλλ' αυτό. Αφού συνεφωνήσαμεν εις τούτο, ας εξετάσωμεν ακόμη και εκείνο το άλλο. Υπάρχει κάτι που εξασφαλίζει εις ημάς αυτάς τας μονάς, όπως λέγω εγώ ή όχι; Οπωσδήποτε υπάρχει. Ποίον είνε αυτό; Το ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι ζωής και προαιρέσεις και η κάθε μία οδηγεί εις διαφορετικόν τόπον αναλόγως προς την πίστιν, δι' αυτό και τας ονομάζομεν οδούς. Πρέπει λοιπόν να τας βαδίσωμεν όλας ή μερικάς από αυτάς τας οδούς; Αν μεν είνε δυνατόν ο καθείς να τας βαδίση όλας· ει δ' άλλως, όσον το δυνατόν περισσοτέρας· ει δ' άλλως μερικάς· εί δ' άλλως, είνε σπουδαίον πράγμα, όπως μου φαίνεται, αν βαδίση έστω και μίαν, την κατ' εξοχήν. Αυτό σωστά το καταλαβαίνεις. Τι λοιπόν; Αν ακούσης ότι μία είνε η οδός και αυτή στενή, τί νομίζεις ότι σημαίνει ο λόγος; Είνε μία εξ αιτίας της αρετής. Μία βεβαίως, έστω και αν σχίζεται εις πολλάς. Είνε δε στενή εξ αιτίας του ιδρώτος και διότι είνε άβατος εις τους πολλούς, εν συγκρίσει προς το πλήθος των αντιθέτων και αυτών που οδεύουν την οδόν της κακίας. Αυτήν την γνώμην έχω και εγώ. Αν, ω αγαθώτατε, έτσι έχουν τα πράγματα και κατηγορήτε την διδασκαλίαν μας ως πενιχράν, διατί εγκαταλείπετε όλας τας άλλας οδούς και βαδίζετε και σπρώχνεσθε μόνον εις την μίαν οδόν, την οποίαν σεις νομίζετε του λόγου και της θεωρίας, εγώ όμως την χαρακτηρίζω της φλυαρίας και φαντασιοκοπίας; Αφήνω τον Παύλον να σας επιπλήξη, ο οποίος με σκληρότητα ονειδίζει την συμπεριφοράν σας, όταν κατά την απαρίθμησιν των χαρισμάτων λέγει: «Μη πάντες απόστολοι; Μη πάντες προφήται;» και τα εξής.

9. Έστω ότι συ είσαι υψηλός και ανώτερος των υψηλών και πιο επάνω από τα σύννεφα, αν θέλης, έστω ότι βλέπεις τα αόρατα και ακούς τα απόρρητα, ότι ανελήφθης μετά τον Ηλίαν και μετά τον Μωϋσήν ηξιώθης να ιδής τον Θεόν, και μετά τον Παύλον ανέβηκες εις τον ουρανόν· διατί αυθημερόν πλάθεις αγίους και τους άλλους, και τους χειροτονείς θεολόγους και τρόπον τινά τους εμφυσάς την μόρφωσιν και έχεις δημιουργήσει πολλά συνέδρια από αμαθείς λογίους; Διατί δένεις τους ασθενεστέρους με ιστούς αράχνης με την ιδέαν ότι κάνεις κάτι σοφόν και μεγάλο; Διατί ξεσηκώνεις σμήνη σφηκών εναντίον της πίστεως; Διατί σχεδιάζεις διαλεκτικήν εξόρμησιν εναντίον μας όπως οι παλαιοί μύθοι με τους γίγαντας; Διατί συνεκέντρωσες εις μίαν χαράδραν ένα συρφετόν από κούφιους και ανάνδρους άνδρας τους οποίους με την κολακείαν εξεθήλυνες περισσότερον, και εδημιούργησες ένα νεωτεριστικόν εργαστήριον όπου με πανουργίαν εκμεταλλεύεσαι την ανοησίαν των; Και εις αυτά έχεις αντίρρησιν; Και δεν σου φαίνονται τίποτε και τ' άλλα; Και πρέπει οπωσδήποτε με την γλώσσαν σου να καταδυναστεύης και ο λόγος που έχεις να εκστομίσης σου είνε ασυγκράτητος σαν τοκετός; Έχεις και άλλας υποθέσεις πολλάς και αξιολόγους. Στρέψε προς τα εκεί την αδυναμίαν σου, δια να ωφεληθής.

10. Πολέμησε, αγαπητέ μου, την σιωπήν του Πυθγόρου και τα ορφικά κουκιά και την ιδιότροπον αλαζονείαν την σχετικήν με το «Αυτός είπε»". Πολέμησε τας θεωρίας του Πλάτωνος περί ιδεών και περί του ότι αι ψυχαί μετά θάνατον εισέρχονται εις άλλα σώματα και ότι περιοδεύουν, και ότι ενθυμούνται την προΰπαρξίν των, και ότι οι αισχροί έρωτες προς τα ωραία σώματα ανάγονται εις την ψυχήν. Πολέμησε την διδασκαλίαν του Επικούρου περί αθεΐας και περί των ατόμων και περί ηδονών αναξίων δια φιλοσόφους· την θεωρίαν του Αριστοτέλους περί περιωρισμένης προνοίας και τον έντεχνον λόγον και τας αποδείξεις περί θνητής ψυχής και την πολύ ανθρωπίνην φιλοσοφίαν του· την έπαρσιν των στωικών, την λαιμαργίαν και την αλητείαν των κυνικών. Πολέμησε, αγαπητέ μου, την κουφότητα την γεμάτην από τα παραληρήματα που τερατολογούν περί θεών και θυσιών, περί ειδώλων, περί αγαθοποιών και κακοποιών δαιμόνων, όσα περί μαντείας, περί επικοινωνίας με θεούς και ψυχάς και περί επιδράσεως των άστρων. Και αν απαξιής να ομιλής δι' αυτά, διότι τα θεωρείς ότι είνε μικρά και έχουν ανασκευασθή πολλάς φοράς και στρέφεσαι προς τα ιδικά σου και ζητής να δοξασθής εις αυτά, εγώ και εκεί θα σου παρουσιάσω πλατείας οδούς. Φιλοσόφησε, αγαπητέ μου, περί κόσμου ή κόσμων, περί ύλης, περί ψυχής, περί καλών και κακών λογικών υπάρξεων, περί αναστάσεως, κρίσεως, ανταποδόσεως, περί παθημάτων Χριστού. Διότι εις αυτά τα θέματα και η επιτυχία είνε χρήσιμος και η αποτυχία ακίνδυνος. Και τώρα μένει να είπωμεν περί Θεού, επί του παρόντος μεν ολίγα, μετ' ολίγον ίσως τελειότερον, εν τω προσώπω του ιδίου του Χριστού Ιησού και Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα αιωνίως· αμήν.


Το πρωτότυπο κείμενο θα το βρείτε εδώ