Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Η Πανεύφημος Αγία Ευφημία ως κριτήριο Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας (έναντι των αιρετικών)

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Πανηγυρίζει το Πάνσεπτο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπου φυλάσσεται το τίμιο λείψανό της
Ο βίος της Μεγαλομάρτυρος
Ποιός όμως ήταν ο βίος της Μεγαλομάρτυρος και πώς η νεαρή αυτή κοπελούδα ανεδείχθη «κριτήριο Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας» έναντι των αιρετικών και συνάμα κατέστη «κανόνας πίστεως» για το απανταχού πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας;

Η Αγία και πανένδοξη Μεγαλομάρτυς Ευφημία άθλησε και έλαμψε κατά τους χρόνους του  Χριστομάχου αυτοκράτορος Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.), όταν ανθύπατος της Ευρώπης ήταν ο Πρίσκος. Εγεννήθη στην Χαλκηδόνα, η οποία ευρίσκεται στην Ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, από ευσεβείς και θεοσεβείς γονείς, τον Συγκλητικό Φιλόφρονα και την συμπαθεστάτη στους φτωχούς Θεοδοσιανή, οι οποίοι ανέθρεψαν την Ευφημία «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», δηλαδή συμφώνως προς τις αρχές του Ευαγγελίου και μέσα στη μυστηριακή και αγιαστική ζωή της Εκκλησίας.

Η νύμφη του Χριστού Ευφημία έζησε στην εποχή των μεγάλων διωγμών της χριστιανικής πίστεως και επειδή αγάπησε «εξ όλης της ψυχής και της διανοίας» της τον Αναστάντα Θεάνθρωπο Χριστό, δεν άργησε να έλθει η ώρα της κλήσεώς της να ομολογήσει ενώπιον των ειδωλολατρών διωκτών και δημίων της την εις Χριστόν πίστη της. Έτσι λοιπόν κατηγορήθηκε ως χριστιανή στον άρχοντα της περιοχής και υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια. Τούτο  συνέβη επειδή ο Ανθύπατος της Μ. Ασίας εκάλεσε όλους τους κατοίκους της Χαλκηδόνος να θυσιάσουν υπέρ του θεού Άρη, ενώ η νεαρή τότε Ευφημία ως επικεφαλής και άλλων χριστιανών αρνήθηκε να παραστεί και να θυσιάσει στον ψευδοθεό. Όλα δε τα βασανιστήρια τα οποία υπέμενε η Μεγαλομάρτυς, δεικνύουν ότι το μαρτύριό της υπήρξε άκρως «χριστομίμητο» και ανεδείχθη αθλοφόρος καθώς βάσταζε με καρτερία και γενναιότητα την κόλαση του πυρός, τα δόντια των σαρκοβόρων θηρίων, τα κολαστήρια του φρικτού τροχού και των άλλων μηχανών.

Εδοξάσθη η πανευκλεής Ευφημία μέσα από το μαρτύριό της και έλαβε τον αμάραντο στέφανο της του Χριστού αλήκτου Βασιλείας και ανεδείχθη «νύμφη Χριστού».  Το δε ιερό και θαυματουργό λείψανο αυτής παρέλαβαν ευλαβείς χριστιανοί και το ενταφίασαν στην γενέτειρα πόλη της, την Χαλκηδόνα, όπου ανοικοδομήθηκε από την ευλάβεια των πιστών και περικαλλής ιερός ναός προς τιμήν της.

Η Αγία Ευφημία από τον τάφο της κρίνει τους όρους της ανοθεύτου και γνησίας πίστεως κατά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο
Κατά τους χρόνους των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας συγκροτήθηκε στη Χαλκηδόνα η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.), στην οποία έλαβαν μέρος 630 άγιοι Θεοφόροι Πατέρες της Αγίας Εκκλησίας μας. Η Οικουμενική αυτή Σύνοδος καθήρεσε και αναθεμάτισε τον αιρεσιάρχη μοναχό Ευτυχή, τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκουρο καθώς και τους εν αιρέσει ομόφρονές τους, οι οποίοι δίδασκαν τα κενόδοξα και καινοφανή της αιρέσεως του μονοφυσιτισμού, ότι δηλαδή ο ενανθρωπήσας και ενσαρκωθείς Υιός Θεός Λόγος, ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, είχε  στο ένα θεανδρικό πρόσωπό του μόνο την θεία φύση και μόνο τη θεία ενέργεια (αίρεση του μονενεργητισμού) παραχαράσσοντας δια της αιρετικής διδασκαλίας τους το σωστικό Δόγμα της Πίστεως της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και μόνης σώζουσας Εκκλησίας.

Επειδή δε οι οπαδοί της αιρέσεως, οι λεγόμενοι μονοφυσίτες, δεν απεδέχοντο την αληθή διδασκαλία της Εκκλησίας παρά τις επί μακρόν συνεδριάσεις της Συνόδου, τότε οι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες εμφορούμενοι υπό του ανοθεύτου και γνησίου Ορθοδόξου φρονήματος χρησιμοποίησαν έναν άλλο πνευματικό τρόπο για να αποδείξουν στους αμετανοήτους αιρετικούς ότι είχαν υποπέσει σε αίρεση καθώς και ποιά είναι η σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας, την οποία με εωσφορικό εγωισμό απέρριπταν.

Έγραψαν λοιπόν την ανόθευτη και γνησία ορθόδοξη πίστη της αδιαιρέτου και αμωμήτου Εκκλησίας, όπως εν Αγίω Πνεύματι διετυπώθη κατά τη Σύνοδο, σε ένα τόμο (Δογματικός Τόμος της Οικουμενικής Συνόδου). Έπειτα προέτρεψαν και τους αιρετικούς και έγραψαν και εκείνοι το ανίερο φρόνημά τους σε έναν άλλο τόμο. Εν συνεχεία άνοιξαν την λάρνακα της Πανευφήμου Ευφημίας και ετοποθέτησαν επάνω στο στήθος του καθαγιασμένου και θαυματουργού λειψάνου αυτής και τους δύο τόμους εσφραγισμένους. Ακολούθως έκλεισαν και πάλι την λάρνακα για να φανερώσει η Αγία Μεγαλομάρτυς ποια είναι η αληθής και γνησία διδασκαλία.

Όταν λοιπόν ύστερα από λίγες ημέρες οι πατέρες της Εκκλησίας άνοιξαν και πάλι την λάρνακα, είδαν συγκλονισμένοι τον τόμο των αιρετικών μονοφυσιτών να ευρίσκεται ριγμένος κάτω από τα πόδια της του Χριστού Μεγαλομάρτυρος προς καταισχύνη των αμετανοήτων αιρετικών, ενώ τον Τόμο των Ορθοδόξων τον κρατούσε πολυποθήτως και περιποθήτως η Αγία στα τίμια χέρια της και επί του στήθους της. Μετά και από το θαυμαστό αυτό γεγονός, το οποίο το Πανάγιο Πνεύμα δια της Πανευφήμου Ευφημίας υπερβατικώς ενήργησε, οι μεν αιρετικοί μονοφυσίτες ως βλάσφημοι και δυσεβείς κατεντροπιάσθησαν, οι δε ορθόδοξοι ένιωσαν απερίγραπτη πνευματική χαρά, αγαλλίαση και ευφροσύνη.

Τοιουτοτρόπως η Μεγαλομάρτυς Αγία και Νύμφη του Χριστού Ευφημία έκρινε και από τον τάφο της τους όρους της ανοθεύτου και γνησίας πίστεως  για την οποία με θείο πόθο άθλησε και μαρτυρικώς ετελεύτησε εν ονόματι του Εσταυρωθέντος και Αναστάντος Ιησού Χριστού, του μόνου αληθινού Θεού και Σωτήρος του γένους των βροτών. Η αλήθεια τελικώς επεκράτησε έναντι στις εωσφορικής αιρέσεως.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο τιμά την Αγία Ευφημία
Το αναβρύζον εν Αγίω Πνεύματι χάριτες ιερό και θαυματουργό λείψανο της Αγίας μετακομίστηκε από την Χαλκηδόνα στην Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση αυτής. Εκεί ο τότε αοίδιμος και ευσεβής Οικουμενικός Πατριάρχης Καστίνος (μάλλον ορθότερα πρόκειται για τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Δ΄, 1154-1156 μ.Χ) ανήγειρε περικαλλή ναό προς τιμήν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος, η οποία μεγάλως και εξόχως ετιμάτο υπό του πληρώματος της Εκκλησίας.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών το ιερό λείψανο της Αγίας μαζί με όλα τα υπόλοιπα άγια λείψανα μετεκομίσθη στον πάνσεπτο και παλαίφατο ναό των Αγίων Αποστόλων, στον οποίο είχε τότε μεταφερθεί αναγκαστικώς η έδρα του μαρτυρικού και καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου μας. Ακολούθως, όταν η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφέρθηκε στον ιερό ναό της Παμμακαρίστου, μετακομίσθηκε εκεί μαζί με τα άλλα ιερά λείψανα και το ιερό λείψανο της Αγίας Ευφημίας. Όταν δε τελικώς και οριστικώς η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετεφέρθη στον πάνσεπτο ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στο Φανάρι (1599 ή κατ’ άλλους, το έτος 1601), όπου μέχρι και σήμερα έχει την έδρα του, μετακομίσθηκε στον Ιερό αυτό ναό και το τίμιο και χαριτόβρυτο λείψανο της Πανευφήμου Ευφημίας, το οποίο ετοποθετήθη στο παρεκκλήσιο του νοτίου κλίτους του Πατριαρχικού ναού, το οποίο παλαιότερα ετιμάτο και εκ του γεγονότος αυτού επ’ ονόματι της Αγίας Ευφημίας, ενώ σήμερα είναι αφιερωμένο στην Παναγία την Παμμακάριστο όπου και η θαυματουργή εικόνα αυτής.

Το θαυματουργό τούτο Ιερό λείψανο με την ευδοκία και την άκτιστη ενέργεια και χάρη του Τριαδικού Θεού διασώζεται μέχρι και σήμερα στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό τιμώμενο και εν ευλαβεία προσκυνούμενο όχι μόνον από τους ευσεβείς Ορθοδόξους Χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους και τους αλλοθρήσκους, καθώς αναβρύζει θαυματουργικώς ιάματα σε όσους προσέρχονται με ευλάβεια και το προσκυνούν.

Όταν κατά την πρώτη πατριαρχεία (1797-1798) του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄(+1821) ανοικοδομήθηκαν εκ θεμελίων τόσο ο πατριαρχικός οίκος όσο και άλλες οικοδομές στην Πατριαρχική αυλή, όπως προαναφέραμε, το ήδη κατατεθειμένο στο νότιο κλίτος του Πατριαρχικού ναού, ιερό λείψανο της Μεγαλομάρτυρος, το οποίο φυλάσσεται εντός βαρυτίμου λάρνακος, οδήγησε τον  Πατριάρχη και την Ιερά  Σύνοδο του Πατριαρχείου στην απόφαση να καθιερώσουν επ’ ονόματι της Αγίας Ευφημίας το παρεκκλήσιο του νοτίου κλίτους( το παρεκκλήσιο του βορείου κλίτους τιμάται επ’ ονόματι των Τριών Ιεραρχών).

Επίσης στην Ιερά Μητρόπολη Χαλκηδόνος, όπου και η γενέτειρα της Πανευφήμου Ευφημίας, ο επ’ονόματι υπάρχων ναός ευρίσκεται σε διαφορετική θέση από εκείνη όπου ανήγειρε τον αρχικό ναό ο Μέγας Κωνσταντίνος εις τιμήν και Ιεράν Μνήμην της Αγίας και στον οποίο συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των 630 αγίων και Θεοφόρων Πατέρων κατά το έτος 451 μ.Χ.

Εκείνος ο αρχικός ναός έκειτο στην περιοχή Χαϊντάρ Πασά (την Δρυν ή τις πηγές ή τις Ρουφικαινές). Τούτου του αρχαίου ναού ουδέ ίχνη σώζονται επειδή οι λίθοι εκ των θεμελίων του μετεφέρθησαν προς ανοικοδόμηση του τεμένους Σουλεϊμανιέ. Ο υπάρχων ναός στην Χαλκηδόνα (Καδί- κιοϊ) αποτελεί κάποια οικοδομική συνέχεια του ναού της Αγίας Βάσσης, τον οποίο εχρησιμοποιούσαν οι μετά την άλωση εναπομείναντες εκεί Ορθόδοξοι Χριστιανοί.  Το έτος 1694 οικοδομήθηκε ο ναός του παλαιού σαθρωθέντος και καθιερώθη επ’ ονόματι της Αγίας Ευφημίας της εν Χαλκηδόνι μαρτυρησάσης και τον  Τόμον των Ορθοδόξων κατά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο κυρωσάσης. Ανιδρύθη και πάλι κατά το έτος 1832. Ανεκαινίσθη προ ολίγων ετών και κατεκοσμήθη με περίλαμπρο  τρόπο. Στον εξωνάρθηκα υπάρχει αγίασμα της Αγίας Παρασκευής. Ο Ιερός ναός εορτάζει την 16ην Σεπτεμβρίού και την 11ην Ιουλίου.

Δύο φορές το χρόνο εκτίθεται το ιερό λείψανό της στον Πατριαρχικό ναό
Η μνήμη της Μεγαλομάρτυρος Νύμφης του Χριστού Ευφημίας τιμάται δύο φορές κατ’ έτος, την μεν 16η Σεπτεμβρίου η μαρτυρική τελευτή αυτής, την δε 11η Ιουλίου το θαυμαστό γεγονός της υπ’ αυτής κυρώσεως του Δογματικού Τόμου της εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.  Το  ιερό λείψανο αυτής και τις δύο αυτές φορές, κατ’ έτος, εκτίθεται σε προσκύνηση  των ευσεβών πιστών στον σολέα του Πατριαρχικού ναού απέναντι  του Πατριαρχικού Θρόνου και μόνο κατ’ αυτές τις δύο φορές ανοίγει η βαρύτιμη λάρνακα ώστε το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας να έχει την μοναδική ευλογία της αμέσου επαφής μετά του Ιερού και θαυματουργού λειψάνου της Αγίας.

Ιδιαιτέρως δε κατά την αγιώνυμη ημέρα της 11ης Ιουλίου συναθροίζονται στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου τα πλήθη των  Ορθοδόξων Χριστιανών, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και γέροντες, από την  Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα αυτής, αλλά και πολλοί από τους ετερόδοξους, οι οποίοι τιμούν πανευλαβέστατα την Μεγαλομάρτυρα. Οι διάφοροι δε ασθενείς που προσέρχονται με πίστη και ευλάβεια και ασπάζονται το ιερό και πεπληρωμένο θείας χάριτος λείψανό της, με τις χάριτες που αυτό αναβρύζει, ευρίσκουν την σωματική και ψυχική θεραπεία τους.

Η σχέση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου  με την Αγία Ευφημία
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ένα εκ των θαυμαστών γεγονότων που βίωσε ο Άγιος  Παϊσιος ο Αγιορείτης (+1994), ο οποίος ευλαβείτο ιδιαιτέρως την Αγία Ευφημία. Πολλές φορές ο Άγιος επεκαλείτο στην προσευχή του την Αγία με την χαρακτηριστική προσφώνηση: «Αγία μου Ευφημούλα», επειδή ακριβώς η Αγία εμαρτύρησε σε μικρή ηλικία, ούσα κοπελούδα. Αναμιμνησκόμενος δε ο Άγιος Παϊσιος τα φρικτά  μαρτύρια τα οποία υπέστη η Μεγαλομάρτυς για του Χριστού την πίστη την Αγία, αισθανόταν βαθυτάτη αγάπη, σεβασμό, ευλάβεια και τιμή προς το πρόσωπό της.

Μια νύχτα λοιπόν ενεφανίσθη η Αγία έξω από το κελλάκι του Αγίου στο Άγιο Όρος και αφού τον εκάλεσε με το όνομά του, χτύπησε την πόρτα για να εισέλθει. Όταν ο Άγιος Παϊσιος άκουσε την γυναικεία φωνή άνοιξε με συστολή μέσα στη νύχτα την πόρτα και έκπληκτος είδε μια μικρή καταστράπτουσα κοπελούδα μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας. Όταν ερώτησε την κοπέλα ποια ήταν, εκείνη του απάντησε ότι ήταν η Αγία Ευφημούλα που μυριάκις επεκαλείτο το όνομά της στις προσευχές του. Επειδή όμως ο Άγιος είχε έντονη συστολή μήπως ο αντίδικος του ενεφανίσθη με τη μορφή της νεαράς κοπελούδας, εζήτησε από την Αγία να ασπασθεί όλες τις ιερές εικόνες και να επαναλάβει τρεις φορές ολόκληρο τον Τρισάγιο ύμνο. Όταν λοιπόν η αγία έπραξε όλα όσα υπέδειξε σ’ αυτήν ο Άγιος Παϊσιος τότε και μόνο τότε ο Άγιος επίστευσε και ένδακρυς προσεκύνησε μέχρι εδάφους την Μεγαλομάρτυρα μονολογώντας ακατάπαυστα το όνομά της: «Αγία μου Ευφημούλα».

Κάποια στιγμή αφού ηρέμησε από το θεσπέσιο όραμα που ζούσε σε όλη την πνευματική ένταση των ιερών στιγμών, ερώτησε την Αγία: «Αγία μου Ευφημούλα, πάντα διερωτώμαι πώς μπόρεσες μικρή κοπέλα εσύ, να υπομείνεις όλα αυτά τα φρικτά μαρτύρια χωρίς να λυγίσεις ουδέ προς στιγμήν;».Τότε η Αγία Ευφημία απάντησε στον Όσιο  Γέροντα: «Γέροντά μου, Παϊσιε, εάν εγνώριζα τότε την ωραιότητα του Χριστού και Θεού μου καθώς και την άκτιστη τρυφή  του παραδείσου σε απόλυτο βαθμό, να είσαι βέβαιος ότι χίλιες φορές και άλλες τόσες θα υπέμενα και φρικτότερα μαρτύρια για τον Αναστάντα Χριστό μου και την άληκτη και αιώνια Βασιλεία Του». Δάκρυσε ο Άγιος Παϊσιος και γονυπετής προσεκύνησε την Αγία, αναφωνώντας: «Ω, Αγία μου Ευφημούλα, μεγάλη σου η πίστις».

Εν προκειμένω, άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι ο Άγιος Παϊσιος στις 11 Ιουλίου του 1994, εορτή της Αγίας Ευφημούλας, εκοινώνησε για τελευταία φορά των αχράντων μυστηρίων και παρέδωσε το πνεύμα του την επομένη, 12 Ιουλίου του 1994.

Από όλο το φρικτό και χριστομίμητο μαρτύριο της Αγίας αθλοφόρου απεδείχθη ότι η άσημη και αδύναμη εκείνη κοπελούδα είχε καρδιά και πίστη λέοντος. Δίδαξε έτσι με το παράδειγμά της ότι μπορεί οι χριστιανοί να φαίνονται στα μάτια τούτου του κόσμου αδύνατοι, αλλά «τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α΄ Κορινθίους, Α΄, 27). Όλη η ύπαρξη της Πανευφήμου Ευφημίας ακολουθούσε εμπράκτως την ρήση του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Ος αν ομολογήση ότι Ιησούς εστίν ο υιός του Θεού, ο Θεός εν αυτώ μένει και αυτός εν τω  Θεώ» (Α’  Επιστολή Ιωάννου, Δ΄, 15)

Επειδή στον πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του  Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι, φυλάσσονται τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων Γυναικών Ευφημίας, Θεοφανούς και Σολομωνής, ο του Οικουμενικού Πατριαρχείου φιλόμουσος και αριστοτέχνης του Ελληνικού λόγου, Μητροπολίτης Πέργης κ. Ευάγγελος (Γαλάνης) εδημοσίευσε στο μουσοστεφές βιβλίο του «Εκ Φαναρίου Β΄» (Αθήνα 1997) ένα εξαίσιο και θεόπνευστο ποίημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στις τρεις Αγίες Γυναίκες της Εκκλησίας μας. Ιδού το ποίημα – Ύμνος προς τις Αγίες μας:

«Η Ευφημία, Η Θεοφανώ, Η Σολομωνή
Τρεις μυρωμένες κοιμούνται σε λάρνακες
τον ύπνο των Αγίων στο κλίτος το δεξί
αιώνες κλώθοντας τη θέωση
σα χάρη, σα φως και σα ζωή,
η  Ευφημία, η Θεοφανώ και η  Σολομωνή.
Τρεις σφραγισμένες με Τόμους και Σκήπτρα
από Συνόδων και Ανάκτων ορισμό
κρατάνε σε στάση πρόσκαιρης ταφής
του χρόνου και του θρόνου το φανό,
η  Ευφημία, η Θεοφανώ και η  Σολομωνή.
Τρεις ορκισμένες για σεπτή παρουσία
της μνήμης ψάλλουν τους αιώνες
τραβώντας τον Αέρα απ’ τα πρόσωπα
μια Ρήγισσα, μια μάνα, μια αγία,
η  Ευφημία, η Θεοφανώ και η  Σολομωνή.

Μεγαλύνει και γεραίρει λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία και το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο το όνομα της Αγίας, ψάλλοντας: «Δεύτε την φυλάττουσαν τον σεπτόν, όρον των Πατέρων, την λαμπάδα την φαεινήν, νύμφην του Δεσπότου και άσπιλον αμνάδα, την θείαν Ευφημίαν, ύμνοις τιμήσωμεν».

http://www.paratiritis-news.gr/article/193195/index.php

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, Λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἴα νεᾶνις παγκαλῆς, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη, ὅθεν εἰσελήλυθας, ἐiς παστάδα οὐράνιον, κόσμω διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σῴζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοώντας, χαίροις θεόφρον Εὐφημία.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν θαυμάτων βλύσεσι Πανεύφημε, ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ᾽ αὐτοῦ δεξαμένη· ἀλλ᾽ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας ἐν πίστει τὴν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ ἀγῶνές σου Σεμνὴ καὶ ὁ στέφανος, οἱ ἱδρῶτές σου ἁγνὴ καὶ τὰ θαύματα, τοῦ διαβόλου ᾔσχυναν τὰ τρόπαια· Χριστὸν γὰρ τὸν νυμφίον σου, ἐκ καρδίας ποθοῦσα, οὐ μάστιγας οὐ θανατον, δι᾽ αὐτὸν ἐπτοήθης· ἀλλ᾽ ἀνετέθης ὅλῃ τῷ Θεῷ, τῆς εὐσεβείας φοροῦσα τὸν στέφανον.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις Μάρτυς Χριστοῦ, ποντισμὸν ἀσεβείας διηνεκῶς, ἐργάζῃ πανεύφημε· ἐπομβρίαις δὲ χάριτος, λογικὰς ἀρούρας, ἀρδεύουσα πάνσεμνε, ἐν αὐταῖς αὐξάνεις, τὸν στάχυν τῆς πίστεως· ὅθεν παραδόξως μετὰ θάνατον ὤφθης, νεφέλη πηγάζουσα, τῆς ζωῆς τὸ μαρτύριον, Ἀθλοφόρε πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τῆς πανευφήμου ὁ ναός, Παράδεισος ἐδείχθη, ἐν μέσῳ κεκτημένος, φυτὸν ἀθανασίας, τὸ σῶμα ταύτης τὸ σεπτόν. Τούτου οἱ τρυγῶντες καρποὺς τοὺς εὐθαλεῖς, συντόμως ἁγιάζονται· ὁρῶντες δὲ θαυμάζουσιν, ὅτι πῶς τὸ νεκρὸν σῶμα, ὥσπερ ζῶν, ἀναβλυστάνει τὰ αἵματα, μυρίζοντα πάντας. Διὸ μετὰ σπουδῆς δεῦτε πάντες σὺν ἐμοὶ τῷ ταπεινῷ· καὶ καθαρθέντες μολυσμοῦ παντός, περιπτυξώμεθα τοῦτο, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.