Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

☦Λέω στό Δηµητράκη νά κατέβει στό ἄνοιγµα. Τόν πιάνω ἀπό τό πουκάµισο καί τόν κατεβάζω. – Τί βλέπεις µέσα, παιδί µου; – Κάτι κοκαλέλια. 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 1959, ημέρα ευρέσεως του Τάφου και των ιερών Λειψάνων του Αγίου Ραφαήλ

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τήν ἀνάμνησιν ἐπιτελοῦμέν τε καί ἑορτάζομεν τῆς εὑρέσεως τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου ἐνδόξου θεοφανοῦς τε καί νεοφανοῦς Ἱερομάρτυρος ΡΑΦΑΗΛ τοῦ θαυματουργοῦ, ἐν τῷ γηλόφῳ Καρυῶν τῆς Θερμῆς γενομένης, τήν 23ην τοῦ μηνός Ἰουνίου, ἐν καί συνέπεσεν Τρίτη ἀπό τῆς Πεντηκοστῆς, ἔτους χιλιοστοῦ ἐνακοσιοστοῦ πεντηκοστοῦ ἐνάτου (1959).
Στίχοι εἰς τόν ἅγιον νεοφανῆ Ἱερομάρτυρα καί τήν ἀνεύρεσιν τοῦ . αὐτοῦ λειψάνου
Ζωῇ συγκέκρυψαι Χριστῷ μέν πάλαι* λαμπρῶς ὅς σήμερον σ᾿ ἀποκαλύπτει.
Λειψάνων θαύμασι ἀποκειμένην* ἀγήρω εὔκλειαν Θεός προφαίνει.
῾Ραφαήλ σου τοὔνομα “Θεός ἰᾶται”* ἐνσημαῖνον, Ἅγιε, τρανῶς λαλεῖται.

Ἦταν ἡμέρα Τρίτη 23 Ἰουνίου τοῦ 1959, ἡ ἡμέρα εὑρέσως τοῦ τάφου καί τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, σύμφωνα μέ ἠλεγμένες πληροφορίες πού ἔδωσαν οἱ θερμιῶτες Δούκας καί Μαρία Τοολάκη, οἱ ὁποῖοι βεβαιώνουν ὅτι μιά ἑβδομάδα μετά τήν εὕρεση πῆγαν σέ λαϊκό πανηγύρι γειτονικοῦ χωριοῦ μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀναργύρων (1 Ἰουλίου).
Στίς συνοπτικές καταθέσεις πού δόθηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων στή Μητρόπολη Μυτιλήνης, γιά τά γεγονότα τῶν πρώτων μηνῶν μετά τήν εὕρεση τοῦ Ἁγίου, δέν ἐλέγχθηκε ἡ ἀκριβής ἡμερομηνία τῆς εὑρέσεως.
Ἔτσι, καθιερώθηκε ἡ ἡμερομηνία 3 Ἰουλίου, πού ὅμως εἶναι ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἐμφανίσθηκε γιά πρώτη φορά ὁ Ἅγιος στή Μαρία Τσολάκη, δυό μέρες μετά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τό προαναφερόμενο πανηγύρι.
Ἡ διόρθωση αὐτή γίνεται γιά λόγους ἱστορικῆς ἀκριβείας.

Ας διαβάσουμε παρακάτω την διήγηση από τον πρωταγωνιστή της ευρέσεως του τάφου και των λειψάνων του ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ Δούκα Τσολάκη όπως είναι αποθησαυρισμένη στο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης Δημητρίου Η Αποκάλυψη και οι Εμφανίσεις των αγίων Νεοφανών Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης Α’ τόμος.

Ἀπροσδόκητο εὕρηµα
– Λοιπόν; Τί ἀπέγινε µέ τό ἐξωκλήσι; Ἀρχίσατε τίς ἐργασίες;
– Στίς 21 Ἰουνίου τοῦ 1959 (Κυ-ριακή τῆς Πεντηκοστῆς), µετά τό µεσηµέρι ἀνέβηκα στίς Καρυές. Συναντηθήκαµε στό κτῆµα µέ τόν Ἄγγελο Ράλλη καί τό Γιάννη τόν Ψαρρό καί συνεννοηθήκαµε ἐπί τόπου γιά τίς δουλειές.
Τό πιό κατάλληλο µέρος ἦταν τό παλιό ἐρηµοκλήσι. Θά ἄνοιγα θεµέλια ἐκεῖ στά ἐρείπια πού µόλις ξεχώριζαν καί θά χτίζαµε ἀποπάνω. Οἱ δυσκολίες πάρα πολλές. Δρόµος δέν ὑπῆρχε, νερό ἔτρεχε µέ τό σταγονόµετρο, ὁ τόπος γεµάτος πέτρες. Τί νά κάνουµε ὅµως; Ἀλλοῦ δέν βόλευε. Ἀφοῦ εἴδαµε γιά τά καλά τό µέρος, πήγαµε µετά στό ξωκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στά Πάµφιλα καί “ξεσηκώσαµε” τά σχέδια. Συµφωνήσαµε νά φτιάξουµε καί κάτι σάν πρόναο µπροστά ἀπ᾽ τό ξωκλήσι, σέ περίπτωση βροχῆς νά µαζεύονται οἱ ἐλαιοµαζῶχτρες καί νά προφυλάγονταν.

– Διπλό τό ὄφελος, λοιπόν. Πότε ξεκινήσατε;

– Οἱ ἐργασίες ἄρχισαν 22 Ἰουνίου. Μετακίνησα τήν πέτρινη παλιά ἅγια Τράπεζα πρός τά ἔξω, ὅσο µποροῦσα πιό πέρα. Ἰσοπέδωσα τό µέρος, τό καθάρισα, χάραξα τίς διαστάσεις γιά τό ξωκλήσι, ὅπως ἦταν τά σχέδια ἀπό τά Πάµφιλα. Ἴδιο σχέδιο, ἴδιες διαστάσεις θά χτίζαµε καί τό καινούργιο ἐκκλησέλι.

Σχόλιο: Καθώς συλλογιζόµαστε ἐκ τῶν ὑστέρων τά γεγονότα, διαπιστώ-νουµε πώς τίποτε δέν συνέβαινε τυχαῖα. Ὅλα ἐκτυλίσσονταν µέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε σέ ὅλη τήν ἱστορία διαχρονικά, ὅλα τά συµβαίνοντα ἀνάγονται στή θεία πρόνοια. Ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ Δούκα, χωρίς νά τό γνωρίζει, οὔτε κἄν νά τό ὑποψιάζεται, χρησιµοποιήθηκε ὡς ὄργανο τῆς θείας βουλῆς. Τά πάντα πραγµατοποιοῦνταν µέ τήν ἐπιχορηγία καί τήν ἐπιστασία τοῦ Παναγίου Πνεύµατος.
Χάραξε ὁ ἐργάτης τό σχέδιο γιά τό ἐκκλησάκι τήν ἡµέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τήν ἡµέρα κατά τήν ὁποία ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία µας «τὸ πανάγιον, καὶ ζωοποιόν, καὶ παντοδύναµον Πνεῦµα, τὸν Ἕνα τῆς Τριάδος, τὸ ὁµότιµο, καὶ ὁµοούσιο, καὶ ὁµόδοξον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ» θέλησε ὁ Κύριος νά ἀρχίσει νά ξετυλίγεται τό θεόσδοτο ἱστορικό στίς Καρυές.
 Τό πιό πρωτότυπο συναξάρι πού γράφθηκε ποτέ στήν ὑπ᾽ οὐρανόν Ὀρθοδοξία. Δηλωτικό τῆς πανσθενοῦς ἐπενέργειας τοῦ παντοδυνάµου Πνεύµατος, ὁ φωτισµός τοῦ ὀργάνου ἐκείνου πού ἐπιλέχθηκε γιά τή µεταφορά τῆς ἁγίας Τράπεζας καί τή χάραξη τῶν σχεδίων γιά τά θεµέλια στό συγκεκριµένο σηµεῖο.
Ἡ ἡµέρα πού χάραξαν τά θεµέλια σηµατοδοτοῦσε τήν ἀπαρχή γιά µιά σειρά ὑπερφυῶν, ἐνθεωτικῶν γεγονότων, πού θά λάβαιναν χώρα σ᾽ αὐτό τό µέρος. Ἡ ἐκπλήρωση παλαιοῦ τάµατος στάθηκε ἀφετηρία.
Ἡ χρεία τοῦ ἐλαιοµαζώµατος διευκόλυνε τήν ἐκπλήρωση τοῦ τάµατος.
Τόσα πρόσωπα συνεργοῦσαν ἀνέλπιστα στό ξεκίνηµα µιᾶς ἱστορίας καί µάλιστα τέτοιες ἅγιες µέρες!
Ὁ λόφος τῶν Καρυῶν ἔκρυβε φιλόστοργα γιά αἰῶνες, µέσα στά σπλάγχνα του, τιµαλφῆ κειµήλια τοῦ Παρακλήτου.
Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα νά ἀποδοθοῦν στήν Ἐκκλησία, νά γίνουν κίνητρο ἀφύπνιση τῆς πίστης καί µαγνήτης τῆς εὐλάβειας, καταφύγιο ἐλπίδας καί ξύπνηµα τῆς ἀγάπης γιά τό Θεό «εἰς κληρονοµίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς» (Εὐχή Γονυκλισίας Ἑσπερινοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος).

ΣΥΝΕΧΕΙΑ στα γεγονότα εκείνης της ημέρας
– Τήν ἄλλη µέρα, Τρίτη 23 Ἰουνίου, συνεχίζει ὁ Δούκας, ἀνοίγω τά θεµέλια. Προσπάθησα πολύ νά βγάλω ἐκείνη τή µεγάλη πέτρα τή χωµένη στή γῆ.
Ἀπό τό ἔδαφος καί πάνω ἔβγαινε 60 µέ 70 πόντους.
Στά µισά, γύρω στούς 30 πόντους, στένευε.
 Κατέληγε σέ τρία τριγωνάκια, τό µεσαῖο πιό µεγάλο ἀπό τά ἄλλα.
Πολλές φορές σκοντάφταµε πάνω της.
Παλιότερα, ἐκεῖ πού δούλευα στά κτήµατα, προσπάθησα νά τή βγάλω, δέν τό κατάφερα.
Τώρα ἔπρεπε νά βγεῖ µέ κάθε θυσία.
 Μέ τά πολλά τό κατάφερα.
Ἦταν βαθιά χωµένη στή γῆ, περίπου ἑνάµιση µέτρο.
Ξένη πέτρα, σαρµουσακόπετρα, ἀπέναντι ἀπό τά µέρη τῆς Ἰωνίας.
Καλά περιποιηµένη καί δουλεµένη µέ τόν πελεκάνο.
Τήν εἶχαν φέρει, τήν εἶχαν βάλει ἐκεῖ, ποιός ξέρει πότε.
Εἶχε καί συνέχεια.
Ἄνοιξα τό µέρος γύρω–γύρω νά τή βγάλω. Βλέπω ὅτι συνέχιζε ἀπό κάτω µιά κολονίτσα, µιά µικρή λευκή στρογγυλή κολονίτσα, λίγο σπασµένη στήν ἄκρη.
Φαίνεται, θά ἔσπασε, ὅταν ἀπάνω της στήριξαν τή βάση τῆς πέτρας.
Ἡ κολόνα πήγαινε κάθετα, βαθιά στό χῶµα.
Ἀπό περιέργεια, θέλησα νά προχωρήσω πιό κάτω.
Ἔφτασα περίπου τά τρία µέτρα βάθος καί τί βλέπω;
 Ἡ µικρή κολόνα ἀκουµποῦσε σέ µιά ὁριζόντια πλάκα.
 Ἡ πλάκα δέν ἦταν µάρµαρο, ἦταν πελεκηµένη πέτρα, σαρµουσακόπετρα κι αὐτή.
Περίεργα πράγµατα συµβαίνουν ἐδῶ, µονολόγησα. Πῶς βρέθηκαν αὐτά ἐδῶ µέσα στό χῶµα;
Χτύπησα µέ τόν κασµά τήν πλάκα, ἀκούω κούφιο κρότο.

– Ὄντως, ἀξιοπερίεργο γιά τό ὅλο σκηνικό, πάνω στό βουνό. Σάν τί σκέφτηκες, Δούκα;

– Τί θά σκεφτεῖ κάποιος, ὅταν βρεῖ τέτοια πράγµατα;
Ἔβαλα µέ τό µυαλό µου, ἢ σέ κανένα πηγάδι ἔπεσα ἤ κάποιος θησαυρός ὑπάρχει κρυµµένος ἀποκάτω.
Μέ τόν κασµά ἄνοιξα τόν ἁρµό, καί τήν ἴδια στιγµή µοῦ ᾽ρθε µιά ὡραία εὐωδία.
Δέν φαντάστηκα στήν ἀρχή πώς ἔβγαινε ἀπό κεῖ µέσα.
Τέτοια εὐωδία δέν εἶχα ξαναµυρίσει.
Εἶπα µέσα µου· οἱ γυναῖκες φαίνεται θυµιάζουν στό χωριό καί ὁ ἀέρας φέρνει τήν εὐωδία.
Πάλι ὅµως, τό χωριό εἶναι µακριά, πῶς νά ᾽ρθει ἡ εὐωδία ἐδῶ πάνω;
Θά ρίχνουν τό λιβάνι µέ τή χούφτα, γι᾽ αὐτό κι ἔρχεται µέχρις ἐδῶ.
Νά κι ὁ Δηµητράκης, µόλις ἔφτασε ἀπό τό χωριό.

– Ἔχεις πουθενά κανά µπουκάλι κολώνια, παιδί µου;

– Ὄχι πατέρα, δέν ἔχω. Ποῦ νά τό βρῶ;

Εἶχε πάει τό µυαλό µου, µήπως ἔφερε κολώνια τό παιδί µαζί γιά τό ἐρηµοκλήσι καί τήν ἄδειασε ἐκεῖ πάνω. Δέν ἦταν ὅµως κάτι τέτοιο.

– Ἄλλος χωριανός ἦταν µαζί σας, Δούκα;

– Εἶχα πάρει µαζί µου ἀπό τό πρωΐ καί τόν Παναγή, τόν ἄλλο γιό µου, 5 χρονῶ, κι ἕνα φίλο του γειτονόπουλό µας, τό Νικολάκη τό Λαχουρή. Ἔπαιζαν τά δυό µωρέλια, δέν µ᾽ ἐνοχλοῦσαν.

– Ἄλλος κανείς;

– Κανένας ἄλλος δέν ἦταν. Καί ποιός νά ᾽ρχόταν; Ὅλη µέρα δέν πάτησε κανείς τό ποδάρι του πάνω στίς Καρυές. Ὁλοµόναχοι.

Θησαυρός ἐν ὀστέοις

– Σήκωσα λίγο τήν πλάκα, ὅλα σκοτεινά µέσα. Γύρω, βουνό τά χώµατα ἀπό τό σκάψιµο.
Πιάνω µέ τόν κασµά καί µεγαλώνω τό ἄνοιγµα, νά χωράω τουλάχιστον νά στέκοµαι ὄρθιος.
Ὕστερα µ᾽ ἕνα ἐλίτικο ξύλο γιά λοστό, σήκωσα τήν πλάκα.
Ἐκείνη τή στιγµή ἡ εὐωδία πληµµύρισε ὅλη τήν ἀτµόσφαιρα.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἔβγαινε µέσα ἀπό τή γῆ.
Μόνο πού δέν ἤξερα ἀπό τέτοια πράγµατα.
Ἦταν βαθιά µέσα στή γῆ καί σκοτεινά, δέν µποροῦσα νά δῶ τί εἶχε µέσα.
Ρίχνω µιά πέτρα, µήπως ἦταν πηγάδι, νά ἀποφύγω κάθε κίνδυνο.
Ἀπό τό θόρυβο τῆς πέτρας κατάλαβα ὅτι δέν πήγαινε σέ βάθος οὔτε εἶχε νερό.
Λέω στό Δηµητράκη νά κατέβει στό ἄνοιγµα.
Τόν πιάνω ἀπό τό πουκάµισο καί τόν κατεβάζω.

– Τί βλέπεις µέσα, παιδί µου;

– Κάτι κοκαλέλια.

Ἔπιασε ἕνα κόκαλο, τό σήκωσε µέ τό χεράκι του, µοῦ τό ᾽δειξε.

Κατάλαβα πού ἦταν ὀστά ἀνθρώπου! Ξαφνιάστηκα, δέν τό περίµενα. Τί κόκαλα νά ὑπάρχουν σέ τόσο µεγάλο βάθος; Καί τί γύρευαν κάτω ἀπό τό ἐκκλησέλι, µέ τήν πέτρα καί τήν κολονίτσα σάν νά ἦταν σηµάδια; Καί τί ἦταν πάλι αὐτή ἡ εὐωδία;
Περίεργα πράγµατα. Τό µυαλό µου σταµάτησε, δέν προχωροῦσε ἄλλο.

Μεγάλωσα τό ἄνοιγµα ἀκόµη περισσότερο, ρίχνοντας παραέξω τά χώµατα, µέ πολύ κόπο ἔβγαλα καί ἄλλη µιά πλάκα.
Εἶχε καί τρίτη πλάκα, τή µιά δίπλα στήν ἄλλη.
 Ἔβγαλα µέχρι πάνω τά χώµατα, σήκωσα τίς πλάκες καί ἄνοιξα ὅλο τό µέρος.
Αὐτό πού ἀντίκρισα µέ ἔκανε νά ἀνατριχιάσω.
Πάνω πάνω µιά ἀραχνοΰφαντη σκόνη στό καφετί τό χρῶµα σκέπαζε ἕναν ἀνθρώπινο σκελετό!
Μόλις χτύπησε τό ἀεράκι, ἐκείνη ἡ σκόνη σκορπίστηκε, µαζεύτηκε στίς ἄκρες.
Φάνηκαν πεντακάθαρα τά ὀστά, κατακίτρινα. Τά χέρια σταυρωµένα πάνω στό στῆθος.
Στό κεφάλι εἶχε µόνο τό πάνω σαγόνι, µέ ὅλα τά δόντια στή σειρά σάν κορδόνι, κάτασπρα.
Ζήλεψα τά δόντια: Ἄχ, νά µποροῦσα νά εἶχα καί τά δικά µου σάν αὐτά.
Τότε πρόσεξα τό κρανίο, ἦταν χώρια ἀπό τό ὑπόλοιπο σῶµα µέσα στόν τάφο.
Καί δέν εἶχε τό κάτω σαγόνι. Τά ᾽χασα.
Πῶς ἔτρωγε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, σκέφτηκα. Στόµα δέν εἶχε;
Περίεργο πράµα. Στό στόµα ἕνα κεραµίδι µέ τρεῖς σταυρούς χαραγµένους.
Παίρνω τό κεραµίδι νά δῶ ἄν γράφει κάτι, δέν ἔγραφε τίποτε.
Γιά προσκέφαλο εἶχε µιά στρογγυλή πέτρα.
 Ἐµεῖς βάζουµε µαξιλάρι, τί ἤθελε ἡ πέτρα;
Ὅλα παράξενα ἦταν. Κι αὐτή ἡ εἰκόνα ζωγραφίστηκε στήν ψυχή µου καί µέ τίποτε δέν σβήνει.

– Πρέπει νά ἦταν φοβερό σάν θέαµα, φοβερή αὐτή ἡ ἐµπειρία. Ἀλήθεια· ποιά ἦταν Δούκα τά συναισθήµατά σου, ὅταν τά ἀντίκριζες ὅλα αὐτά;

– Τό µυαλό µου κόλλησε σέ κεῖνα πού ᾽βλεπα.
Ἔβλεπα κι ἀπο-ροῦσα. Τότε ὅλα ἦταν παράξενα. Ἄλλο τότε, ἄλλο ὅµως τώρα.
Μετά τόσα χρόνια, ἔρχεται στά µάτια µου αὐτή ἡ εἰκόνα µέ τό νεκρό καί συγκινοῦµαι.
 Δέν τό ξεπέρασα. Ἐδῶ πού τά λέµε, ἦταν τό πιό σηµαντικό γεγονός τῆς ζωῆς µου…
Πρώτη φορά ἔβλεπα ἀνθρώπινο κρανίο κοµµένο, µιά πιθαµή ἀπό τόν ὑπόλοιπο σκελετό.
 Πρώτη φορά ἔβλεπα κρανίο χωρίς σαγόνι.
Ἐσεῖς, ἅµα τό βλέπατε, τί θά παθαίνατε; Τί θά λέγατε;
Ὅταν πῆρα στά χέρια µου τό κεραµίδι νά ψάξω, καί µετά πού πῆρα τό κρανίο καί τά κόκαλα, γέµισαν εὐωδία καί τά δικά µου χέρια. Εὐωδίαζαν τόσο πολύ γιά µέρες πού, ὅσο καί νά τά ἔπλενα, ἡ εὐωδία δέν ἔφευγε.

– Καί τό λείψανο αὐτοῦ τοῦ ἄγνωστου ἀνθρώπου; Ἐντάξει.
Δίχως σιαγόνα, καί ἡ κεφαλή µιά πιθαµή ἀπό τό σκελετό. Ἦταν ἀπόδειξη πώς ὁ θάνατός του δέν πρέπει νά ἦταν εἰρηνικός. Ἐσύ µπορεῖ νά µήν τό σκέφτηκες.
Ἦταν κάτι ξαφνικό. Ὅµως, ὅποιος καί νά τό ἔβλεπε, λίγο νά σκεπτόταν µέ τήν ἡσυχία του, θά κατέληγε σέ τέτοιο συµπέρασµα. Τό ὑπόλοιπο ὅµως λείψανο πῶς ἦταν; Ἦταν ἀκέραιο; Ἔδειχνε κάποιο ἄλλο σηµάδι;

– Δέν ἔδειχνε ἄλλο σηµάδι ὁ σκελετός. Ὅταν παραµέρισε ἡ σκόνη στίς ἄκρες, φάνηκε ὅλος ὁ σκελετός, χωρίς τό σαγόνι.
Τά χέρια τοῦ νεκροῦ σταυρωµένα στό στῆθος του.
Τά δάχτυλα κι ἀπ᾽ τά δυό τά χέρια ἦταν γυρισµένα πρός τά µέσα, λυγισµένα. Αὐτό ἦταν, αὐτό εἶδα.

– Ἐσύ, Μαρία, εἶδες τό σκελετό µέσα στόν τάφο;
 Ρωτῶ, µήπως σᾶς εἰδοποίησε ὁ Δούκας µέ τά παιδιά, νά ἀνεβῆτε; Ἐσένα ἤ τόν Ἄγγελο τό Ράλλη ἤ κάποιον ἄλλο ἀπό τό χωριό…

– Ὄχι. Κανείς µας δέν τόν εἶδε, µόνο ὁ Δούκας καί ὁ Δηµητράκης.

– Τά ἄλλα δυό µωρά, συνέχισε ὁ Δούκας, ἔπαιζαν πιό πέρα. Κι ἐκεῖνα πρέπει νά εἶδαν τά κόκαλα µέσα στή γῆ, ἀλλά µωρέλια ἦταν, δέν καταλάβαιναν. Δέν ἔδιναν σηµασία.
 Ὁ Παναγής τό µόνο πού θυµᾶται, τό λέει καί µέχρι τώρα, τήν καφετί τή σκόνη πού σκέπαζε τά κόκαλα. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Πρέπει νά ἦταν ἀπό τά ροῦχα τοῦ θαµµένου, ἔλιωσαν µέ τά χρόνια, ἔµεινε ἡ σκόνη.