Κάποτε λοιπόν κατά την
εορτή του Μπαϊραµιού, την ώρα που όλοι οι Τούρκοι έτρωγαν και γλεντούσαν,
ζήτησαν από τον εξωµόσαντα να τους διακωμωδήσει τα µυστήρια των Χριστιανών για
να γελάσουν.
Αυτός στην αρχή
αρνιόταν, αφού όμως είδε ότι επέμεναν, πήρε ένα ποτήρι το σήκωσε ψηλά και
εκφώνησε μελωδικά το «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός», κάνοντας ταυτόχρονα
και το γύρο του τραπεζιού, όπου οι Τούρκοι κάθονταν και έτρωγαν.
Άφησε το ποτήρι στο
τραπέζι και γύρισε να δει αν διασκέδασαν μ’ αυτό οι συνδαιτυμόνες του. Όμως
τότε διεπίστωσε έκπληκτος πως οι Τούρκοι όχι µόνο δε γελούσαν, αλλά τον
κοιτούσαν έντρομοι.
«Ε, βρε», τους είπε,
«εγώ σας το έκανα για να γελάσετε και σεις τι με κοιτάτε σαν χαμένοι;»
Μετά από λίγη ώρα ένας
απ’ αυτούς απάντησε: «Παπά εφέντημ, όση ώρα το έκανες αυτό ήσουνα δύο πήχεις
πάνω από τη γη».
Ακούγοντας αυτό ο
Επίσκοπος εξεπλάγη και βγαίνοντας έξω έκλαψε μετανοιωµένος λέγοντας:
«Εγώ αρνήθηκα τον
Κύριο, αλλά αυτός δεν με εγκατέλειψε. Η θεία Χάρις Του με σκεπάζει ακόμα».
Την ίδια νύχτα
ανεχώρησε κρυφά για το Άγιον Όρος, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του µε µετάνοια
και αυταπάρνηση, χωρίς να γνωρίζει κανείς ποιος ήταν εκτός από τον Πνευματικό
του.
«Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία»