Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

☦Το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα των μοναχών

Πρόλογος
Η Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος τελείται στις Ιερές Μονές, όταν πρόκειται να ενταχθεί στην «κοινωνία» των μεγαλόσχημων μοναχών ένας δόκιμος ή ένας ρασοφόρος μοναχός, ο οποίος από «κοσμοπολίτης» θέλει να γίνει «ουρανοπολίτης»[1].
Η διαπίστωση, που μας ώθησε στην έκδοση αυτή είναι ότι οι νεώτεροι, που προσέρχονται στην Ιερά Μονή μας για να γίνουν μοναχοί, και πιο πολύ οι καταγόμενοι από άλλες χώρες, λόγω της ελλείψεως λατρευτικής αγωγής, της απομακρύνσεως από τα λειτουργικά κείμενα, αλλά και της γλωσσικής δυσκολίας, επειδή δεν γνωρίζουν την αρχαία ελληνική γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το κείμενο της Ακολουθίας, δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν τα λεγόμενα. Έπρεπε λοιπόν να θεραπεύσουμε την ανάγκη, ώστε οι υποψήφιοι μοναχοί να «γινώσκουν, α αναγινώσκονται». Κρίναμε, λοιπόν, ότι πολύ πνευματική ωφέλεια θα προερχόταν, αν παραθέταμε παράλληλα με το κείμενο και την απόδοση του στη νεοελληνική γλώσσα.
Με τον τρόπο αυτό η γλώσσα γίνεται «γέφυρα μετάγουσα» τα μηνύματα και εξομαλύνει τις δυσκολίες. Στην Εισαγωγή κάνουμε αναφορά στο μυστήριο του μοναχισμού και αναλύουμε σύντομα την Ακολουθία του Σχήματος θίγοντας θέματα που θέτει. Ακολουθεί το κείμενο μεταγλωττισμένο στην απλή δημοτική γλώσσα της Ακολουθίας εις αρχάριον ρασοφορούντα, της Ακολουθίας του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, της Ακολουθίας του αποκουκουλισμού και στη συνέχεια απάντηση με κείμενα διαφόρων Πατέρων, που αναφέρονται στο μοναχικό Σχήμα και την αμφίεση των μοναχών, σε επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις μοναχών ή λαϊκών αδελφών μας.

Πιστεύουμε ότι και η έκδοση αυτή θα βοηθήσει τους πιστούς χριστιανούς να πλησιάσουν την οδό της θεραπείας των πνευματικών ασθενειών, που πραγματοποιείται μέσα στον «ησύχιον βίον» μιάς Ιεράς Μονής και θα τους υπενθυμίσει το σκοπό της ζωής μας, τον αγιασμό, «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14).

Ο Καθηγούμενος

της Ιεράς και Σεβασμίας Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

Αρχιμ. Εφραίμ

Σημείωση:

1. Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Επίσκεψις βίου Μοναχικού, Εκδόσεις Σαββάλας, σ. 32.


Εισαγωγή

1. Το «μυστήριον της μοναχικής τελειώσεως».
Οι πρώτες ακολουθίες του μοναχικού σχήματος η κουράς μοναχών διαμορφώνονται κατά τον 4ο αιώνα. Μαρτυρίες για τον πρώτο κοινοβιακό (Παχωμιακό) μοναχισμό, αναφέρουν στοιχεία για τη μοναχική κουρά. Η παρουσία πνευματικού πατέρα ήταν αναγκαία, αφού προηγουμένως γινόταν η απαραίτητη εξέταση του υποψήφιου μοναχού[1]. Περί το τέλος του 4ου αι. ο Παλλάδιος στη Λαυσαϊκή Ιστορία αναφέρει την ιστορία του Ευάγριου από τον Πόντο. Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία μετά τη θεραπεία του από βαριά ασθένεια αφού «του έδωσε η ίδια ρούχα και άλλαξε, έφυγε και πήγε στο όρος της Νιτρίας, στην Αίγυπτο»[2]. Βασικό στοιχείο η ένδυση του μοναχικού σχήματος. Κατά τον 5ο αι. ο Νείλος ο ασκητής σε μαρτυρία του αναφέρεται σε «ένδυμα σεμνόν των μοναχών», σε ευχή ευλογίας από τον ηγούμενο και σε χειροθεσία[3].

Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο έργο του Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας διασώζει το τυπικό της ακολουθίας της μοναχικής κουράς. Την ονομάζει «Μυστήριον της μοναχικής τελειώσεως». Περιέχει στοιχεία που υπάρχουν και στη σημερινή ακολουθία.

«Ο ιερέας στέκεται μπροστά στο θείο θυσιαστήριο και απαγγέλει τη μοναχική επίκληση. Ο υποψήφιος μοναχός στέκεται πίσω από τον ιερέα και δε γονατίζει ούτε με τα δύο ούτε με το ένα πόδι ούτε έχει στο κεφάλι τα θεοπαράδοτα Λόγια (το Ευαγγέλιο), στέκεται απλά κοντά στον ιερέα που ιερολογεί τη μυστική επίκληση σ’ αυτόν. Όταν την τελειώσει ο ιερέας πηγαίνει στον υποψήφιο μοναχό και πρώτα τον ρωτά αν αποτάσσεται όχι μόνο τους τρόπους ζωής αλλά και τις φαντασίες της διαιρέσεως. Έπειτα του υποδεικνύει τον τελειότατο τρόπο ζωής, δίνοντας μαρτυρία ότι πρέπει να ανυψωθεί πάλι από τον ενδιάμεσο τρόπο. Και όταν αυτά όλα στη συνέχεια τα ομολογήσει ο νεόκουρος μοναχός, τότε αφού ο ιερέας, τον σφραγίσει σε σχήμα σταυρού τον κουρεύει, αφού επικαλεστεί την τριαδική υπόσταση της θείας μακαριότητας· και αφού του βγάλει όλα του τα ρούχα του φοράει άλλη φορεσιά και μαζί με τους άλλους ιερούς άνδρες (μοναχούς) όσοι παρευρίσκονται τον ασπάζεται και τον κάνει τέλειο κοινωνό των θεαρχικών μυστηρίων»[4].

Τη θέση του Αγίου Διονυσίου ότι η μοναχική κουρά είναι μυστήριον ακολουθεί και ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης (8ος- 9ος αι.). «Οι μοναχικώς τελειούμενοι» είναι η υψηλότερη τάξη μεταξύ των εκτός της ιερωσύνης πιστών. Η μοναχική κουρά χαρακτηρίζεται ως «θείο μυσταγώγημα»[5]. Σε επιστολή του ο Άγιος Θεόδωρος κατατάσσει τη μοναχική κουρά μεταξύ των μυστηρίων.

Ευστάθιος ο Θεσσαλονίκης[6] στο έργο του Επίσκεψις βίου μοναχικού επί διορθώσει των περί αυτόν δίνει πληροφορίες για το τελετουργικό της μοναχικής κουράς. Απευθυνόμενος σε μικρόσχημο μοναχό λέει: «Τώρα θα μιλήσω για τον ανώτερο σου μοναχό, αυτόν που δεν είναι όπως εσύ, ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του Θεού, αλλά βαριά εξοπλισμένος· γι’ αυτόν που διαβάστηκε ευχή να διαμορφώσει το ήθος του και τη ζωή του μέσα από ενάρετες πράξεις, όπως απαιτεί ο Χριστός, και που για το λόγο αυτό σημαδεύτηκε, στο όνομα της Αγίας Τριάδος, με το να αποβάλει το μαλλί του ως περιττό και να δείξει ότι πενθεί· αυτόν που περιεβλήθη τον ιερό μανδύα, όπως θα περιεβάλλετο ένα θώρακα πανίσχυρο, και που έγινε, εξαιτίας όλων αυτών, κάτι ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπων και Θεού»[7]. Ο μοναχός λαμβάνει ευχή, σφραγίζεται σταυροειδώς στο όνομα της Αγίας Τριάδος, του γίνεται κουρά και ενδύεται ιερό μανδύα. Το «μορφωθήναι δι’ έργων αγαθών εν αυτώ τώ σωτήρι Χριστώ» και το πένθος είναι ο αγώνας του μοναχού, που τον κάνει να βρίσκεται «μέσον Θεού και ανθρώπων».

Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης βλέπει την ακολουθία της κουράς ως ένα «μυστήριο», το οποίο παραδόθηκε από τον Κύριο. Στηριζόμενος στις μαρτυρίες του Αγίου Διονυσίου ανατρέπει την πλάνη όσων λέγουν ότι η μοναχική κουρά είναι νεώτερο λειτουργικό κατασκεύασμα. «Πλανώνται, λοιπόν, όσοι υποστηρίζουν ότι η τελετή του μοναχικού σχήματος είναι νεώτερη και ότι δεν μας δόθηκε από το Σωτήρα η τους αποστόλους του, διότι αποδείχθηκε ότι αυτός που το παρέδωσε ήταν ο Χριστός ο Θεός μας και μετά οι μαθητές του, και ότι υπήρχε παραδεδομένο απ’ αυτούς το μυστήριο της μοναχικής τελειώσεως και περιβολή σχήματος διαφορετική από τα ενδύματα των κοσμικών»[8]. Την αρχαιότητα φανερώνει η αλλαγή των ενδυμάτων αυτών, που αποστέλλονταν στο κήρυγμα.

Σε άλλο κείμενο του ο Άγιος Συμεών δεν αμφιβάλλει για την ιερότητα της κουράς. Επαναλαμβάνει ότι ο Κύριος παρέδωσε το Αγγελικό και θείο Σχήμα στους αποστόλους γιατί και αυτοί ζούσαν ως μοναχοί (μοναδικώς έζων) με αγνεία, λιτότητα τροφών και ενδυμάτων, με ακτημοσύνη και προσευχές[9]. Αφού απαριθμήσει τα επτά γνωστά μυστήρια λέγει ότι το αγγελικό σχήμα περιλαμβάνεται στο μυστήριο της Μετανοίας. «Σε αυτό το μυστήριο της μετανοίας συγκαταλέγεται και το ιερώτατο σχήμα των μοναχών, το οποίο και είναι και ονομάζεται αγγελικό»[10]. Η θεολογική θέση του Αγίου Συμεών για το ότι είναι μυστήριο η μοναχική κουρά γίνεται σαφής με τη κατάταξη της τάξεως των μοναχών αμέσως μετά τους ιερωμένους. Αναφέρει δε ότι «μείζων (υψηλότερη) η μοναχική τάξις του κατά κόσμον ιερέως, ως φησί Διονύσιος, ου κατά την ιερωσύνην αλλά κατά τον βίον». Η Εκκλησία μάλιστα εκλέγει τους περισσοτέρους επισκόπους της από τους μοναχούς, που έχουν κατακοσμηθεί προηγουμένως με το θείο σχήμα και η χάρη της αρχιερωσύνης εξαγιάζει το ιερό σχήμα.

Ο Όσιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σε μια επιστολή του γράφει: «Αλλη της ιερωσύνης η χάρις. Αλλη του σχήματος. Αλλη των μυστηρίων. Αλλη η ενέργεια χάριτος της ασκήσεως. Όλα εξέρχονται από μίαν πηγήν, αλλά διαφέρει το ένα του ετέρου τη υπεροχή και τη δόξη».

2. « Μετανοίας επάγγελμα».
Η Εκκλησία διδάσκει με τις ευχές και τη τελετή που κάνει το σκοπό κάθε ακολουθίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Στον Κανόνα, στις κατηχήσεις, στις ευχές και στην τελετή της κουράς και ενδύσεως του μοναχού φανερώνεται με λιτές φράσεις και λέξεις το περιεχόμενο και ο σκοπός της ορθόδοξης μοναχικής ζωής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμασαν το μοναχισμό «μετανοίας επάγγελμα». Ο μοναχός «επαγγέλλεται» υπόσχεται δηλαδή συνεχή μετάνοια, αλλαγή τρόπου ζωής. Δεν θα ζεί όπως ζούσε στον κόσμο κάνοντας το δικό του θέλημα. Θα ζήσει αποβάλλοντας το δικό του, «το ίδιον θέλημα», και κάνοντας το θέλημα του Θεού.

Ο μετανοών έχοντας συναίσθηση ότι οι αμαρτίες του τον απομάκρυναν από την πηγήν της αγαθότητος επιστρέφει ως ο άσωτος υιός. Αυτήν τη «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην καρδίαν» παρουσιάζει ο κανόνας που ψάλλεται στον Όρθρο, προ της Ακολουθίας του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Ο κανόνας έχει την Ακροστιχίδα «Ευδόκιμον τέλος ευδοκίμω μοι Χριστέ παράσχου», έχει εννέα ωδές και είναι πλήρης, δεν λείπει δηλαδή κανένα τροπάριο. Στα τροπάρια του κανόνα ο προσερχόμενος για να λάβει το άγιο Σχήμα τρέχει προς τον φιλάνθρωπο Χριστόν, που είναι ο μόνος οικτίρμων, πηγή των οικτιρμών, ο μόνος ευδιάλακτος, ο μόνος αγαθός και ελεήμων, που δεν θέλει τον θάνατον των ανθρώπων, που ανοίγει τις πατρικές του αγκάλες να δεχθεί με το άφατο έλεος του αυτόν που έζησε με αμέλεια, μέσα στη ασωτεία τη ζωή του. Θεωρεί τον εαυτόν του δούλον που προσπίπτει κραυγάζοντας «επιστρέφοντα δέξαι με» και «σώσον τη φιλανθρωπία σου», «μή παρίδης το πλάσμα σου» αλλά «αναζητήσας σώσόν με, ως ποιμήν αγαθός τε και εύσπλαγχνος».

Συντρίβεται από το φορτίο των αμετρήτων πταισμάτων και δεινών παραπτωμάτων και παρακαλεί. «Ιλάσθητι Χριστέ τώ σοί προστρέχοντι». Αφάνισε το επαχθές και θανατηφόρο φορτίο της αμαρτίας. Καθάρισε «τής αμαρτίας τον ρύπον» και εξάλειψε τις ουλες των παραπτωμάτων, «απόπλυνον τον ρύπον των πλημμελημάτων» από εμένα «τόν δεινώς πεπτωκότα και κατερραγμένον πλήθει των πταισμάτων μου». «Ζωηφόρω χειρί επανόρθωσον», «σώσόν με», «ρύσαι», «ζώωσον Δέσποτα», σύ που είσαι το καθαρτήριον των πταισμάτων δεχόμενος τις πηγές των δακρύων μου.

Θέλω να βαδίσω το δικό σου δρόμο, «βίον ελέσθαι τον σταυροφόρον» και «χρηστόν ζυγόν υπεισελθείν». Επιθυμώ «ευσεβώς και δικαίως πολιτεύεσθαι την πολιτείαν των Οσίων», «πρός τελειότητα βίου αναβαίνειν», «πάθη υποτάξαι της σαρκός τώ νώ, δι’ εγκρατείας και ασκήσεως». Πρόθεσή μου είναι το άγιο Σχήμα να γίνει αιτία ανακαινίσεως, αναπλάσεως, ανορθώσεως, μεταποιήσεως και αλλαγής ζωής.

Γι’ αυτό «δέξαι προσιόντα προθύμως», «φορτίον αίρειν αξίωσον», «δακρύων μετανοίας πηγήν μοι δώρησαι», «τής ασκήσεως χάριν αμφίασαι». «Καταξίωσον συνθήκας πληρώσαι», «αξίως της κλήσεως πολιτεύεσθαι Λόγε παράσχου μοι», «ευθυπορούντα ανάδειξον», «πρός λιμένα καθοδήγησον του σου ενδόξου θελήματος», «υπηρέτην αξίον ανάδειξον του Ευαγγελίου», «χείρα μοι έκτεινον της φιλανθρωπίας σου και σώσόν με». Αξίωσέ με δε να μετάσχω των «μακαρίων ελπίδων των αποκειμένων τοίς αξίοις σου».

Όταν δε οδηγείται «ασκεπής και ανυπόδητος» για να λάβει το άγιον Σχήμα ακούει να ψάλλεται κατανυκτικότατον τροπάριο με το οποίο ομολογεί τη γνησία μετάνοιαν του με το : «ήμαρτον».

Απάντηση στην αγωνία του αν ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοια του θα λάβει όταν θα ακούσει μετά από λίγο. « Δεύτερο βάπτισμα λαμβάνεις σήμερα, αδελφέ, με τον πλούτο των δωρεών του φιλανθρώπου Θεού και από τις αμαρτίες σου καθαρίζεσαι και υιός φωτός γίνεσαι και ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεός μας, χαίρεται μαζί με τους αγίους Αγγέλους του για τη δική σου μετάνοια, θυσιάζοντας για σένα το σιτευτό μοσχάρι». Αυτό το ταπεινό φρόνημα της μετανοίας θα αγωνίζεται να το διατηρήσει σε όλη του τη ζωή ευχαριστώντας για την ευεργεσία της συγχωρήσεως των αμαρτιών του. Και κάθε μέρα θα βάζει αρχήν μετανοίας.

Σημειώσεις:
1.«Μηδείς τήν κεφαλήν κείρηται χωρίς τού πατρός. Μηδείς ου μή τήν κεφαλήν κείρη χωρίς εξετάσεως» (ΒΕΠΕΣ 40 σ.119).

2.Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ιστορία ( Ανθη τής Ερήμου 16, έκδοση Ι.Μ. Σταυρονικήτα) σ. 122

3.«Πότε άρα τό ένδυμα τό σεμνόν τών μοναχών υπέδυς; Ποίος δε αββάς τήν χείρα τής ευλογίας επέθηκεν;»(PG 79, 244B).

4.Περί Εκκλησιαστικής καί Ουράνιας Ιεραρχίας τ.Α, Εκδόσεις Π.Πουρναρά σ. 134-135.

5.Προκοπίω μονάζοντι (PG,99,1437C).

6.Περί τού Αγίου Ευσταθίου βλέπε : Θεοδώρου Ζήση, Πρωτοπρεσβυτέρου, Θεολόγοι τής Θεσσαλονίκης, Εκδ. ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Θεσσαλονίκη 1997, σς. 28-35.

7.Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Επίσκεψις βίου Μοναχικού, Εκδόσεις Σαββάλας, σ. 243.

8.«Πλανώνται άρα οι λέγοντες ως καινότερον εστι τό σχήμα, καί ου παρά τού Σωτήρος ή τών αποστόλων αυτού δοθέν. Απεδείχθη γάρ ως καί Χριστός ο Θεός ημών τούτο παραδεδωκώς ήν, καί οι αυτού μαθηταί, καί μυστήριον ήν παραδεδομένον υπ’ αυτών τής τών μοναχών τελειώσεως, καί περιβολή σχήματος ετέρα παρά τό σχήμα τό κοσμικόν» Περί τών ιερών τελετών, ΝΕ΄, (PG 155,201 C-D).

9.«αλλ’ απ’ αυτού τού Σωτήρος καί εις τούς αποστόλους ελθόν, επεί κακείνοι μοναδικώς έζων έν τε αγνεία καί τροφαίς καί ενδύμασι καί ακτησία καί προσευχαίς» (PG 155, 912D).

10.«Εν ταύτη δή τή μετανοία καί τό ιερώτατον περιλαμβάνεται σχήμα τών μοναχών, ό δή καί αγγελικόν εστί καί καλείται, ως τήν εκείνων μιμούμενον καί επαγγελλόμενον αγνείαν, ακτησίαν, ύμνους, προσευχάς, υπακοήν τέ καί καθαρότητα» (PG 155, 197Α). Καί στό (PG 155,493Β) «δι’ ών δείκνυται, ως άρα καλώς είρηται τό σχήμα τό άγιον εν τή μετανοία είναι».


3. Κατηχήσεις – Ομολογίες και υποσχέσεις- Ευχές.

α. Κλήση του Θεού και απάντηση του ανθρώπου.
Στην πρώτη σύντομη κατήχηση, στις ομολογίες και υποσχέσεις του υποψήφιου μοναχού τίθεται το πρόβλημα της κλήσεως του Θεού και της συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου. Στην Αγία Γραφή η πρωτοβουλία της κλήσεως ανήκει στο Θεό. Η συμμετοχή του ανθρώπου αρχίζει μετά την κλήση. Πάντοτε όταν πλησιάζει ο Θεός τον άνθρωπο, αυτός αισθάνεται τη μικρότητα, την αμαρτωλότητα, την αναξιότητα και την αδυναμία του να ανταποκριθεί. Σ’ αυτόν τον «κοπιώντα και πεφορτισμένον» απευθύνει την κλήση με το «δεύτε». Ερμηνεύοντας το «δεύτε προς με πάντες…» ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «ελάτε, όλοι όσοι κατέχεσθε από φροντίδες, λύπες και αμαρτίες. Ελάτε, όχι για να σας ζητήσω ευθύνες, αλλά για να συγχωρήσω τις αμαρτίες σας· ελάτε, όχι επειδή έχω ανάγκη από τη δόξα σας, αλλά επειδή ενδιαφέρομαι για τη σωτηρία σας… Μή φοβηθήτε ακούοντες ζυγόν, διότι είναι ωφέλιμος· μή φοβηθήτε επειδή είπα φορτίον, διότι είναι ελαφρόν. Και πώς τότε έλεγε προηγουμένως· «είναι στενή η πύλη και στενόχωρος ο δρόμος»; Αυτό συμβαίνει όταν είσαι ράθυμος και χάνεις το θάρρος σου»[11].

Ο Θεός προσκαλεί πρώτος. Αυτός είναι ο «ενεργών». Ο άνθρωπος είναι ο «συνεργών». «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς»[12]. Ο σημαντικότερος παράγοντας παραμένει η χάρις του Θεού. «Το πλέον (το περισσότερο), σχεδόν δε το πάν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τί» (κάτι) είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. «Όταν κάποιος δείχνει προθυμία και ενδιαφέρον, θα του δοθούν από το Θεό και όλα τα άλλα· όταν όμως είναι άδειος από αυτά και δεν προσπαθεί όσον εξαρτάται από τον ίδιον, τότε δεν του δίνονται ούτε και τα του Θεού»[13]. Και σε άλλη ομιλία του ο Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει:«Καθ’ όσον, όταν εμείς προσφέρομε ό,τι εξαρτάται από εμάς, θα απολαύσουμε πλούσια και τη βοήθεια του Θεού. Για να μην είμαστε λοιπόν οκνηροί και να μή χάνουμε το θάρρος μας, επιθυμεί να προσφέρομε και εμείς κάτι, για να φανερώσει έτσι και τις δικές του ενέργειες. Και ούτε γίνεται το πάν από την άνωθεν βοήθειαν, αλλά πρέπει και εμείς να προσφέρομε κάτι· ούτε απαιτεί πάλιν το πάν από εμάς, αφού γνωρίζει την υπερβολική αδυναμία μας. Λόγω όμως της φιλανθρωπίας του και επειδή θέλει να βρεί κάποιαν αφορμή, για να φανερώσει την αγάπη του, περιμένει να προσφέρομε, ο,τι εξαρτάται από μάς»[14].

Η συνεργασία Θεού και ανθρώπου υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που φαίνεται μια ιδιαίτερη εύνοια και εκλογή από το Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύοντας το λόγον του Κυρίου: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδοται» ( δεν μπορούν όλοι να το κάνουν αυτό, αλλά μόνον εκείνοι στους οποίους έχει δοθεί η χάρις) λέγει: « Όταν ακούσεις το «εις εκείνους στους οποίους έχει δοθεί η χάρις», να προσθέσεις ότι έχει δοθεί εις εκείνους οι οποίοι έχουν κληθεί και οι οποίοι ανταποκρίνονται στην κλήση. Διότι όταν ακούσεις «δέν εξαρτάται από εκείνον ο οποίος θέλει, ούτε από εκείνον ο οποίος τρέχει, αλλά από το Θεό ο οποίος χορηγεί το έλεος», σε συμβουλεύω να αντιληφθείς το ίδιο πράγμα…Και το να επιθυμεί κάποιος το σωστό έχει ανάγκη από τη βοήθεια του Θεού, η, καλύτερα, ότι και το ίδιο το να θέλει κάποιος εκείνα τα οποία πρέπει, είναι κάτι θεϊκό και δώρο της φιλανθρωπίας του Θεού. Διότι πρέπει το να σωζώμαστε να εξαρτάται και από εμάς και από το Θεό. Για το λόγο αυτό λέει «δεν εξαρτάται από εκείνον ο οποίος θέλει» δηλαδή όχι μόνον από εκείνον ο οποίος θέλει, ούτε μόνον από εκείνον ο οποίος τρέχει, αλλά από το Θεό, ο οποίος ελεεί. Κατόπιν επειδή και η βούληση προέρχεται από το Θεό, απέδωσε, όπως ήταν φυσικό τα πάντα στο Θεό…Εις το «εις εκείνους στους οποίους έχει δοθεί» πρόσθεσε το: εις εκείνους οι οποίοι είναι άξιοι, και οι οποίοι το να είναι τέτοιοι δεν το έχουν λάβει μόνον από τον Πατέρα, αλλά το έχουν δώσει και οι ίδιοι στον εαυτό τους»[15].

Στην ερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου η Χάρις βρίσκεται πριν και πίσω από την ανθρώπινη θέληση. Ο μοναχός που ξεκινά μια πορεία επειδή δεν έχει ωριμάσει πρέπει να ασθάνεται ότι κάτι καταφέρνει ο ίδιος και ότι θέλει και προσπαθεί. Γι’ αυτό το λόγο βλέπουμε ότι καλείται να απαντήσει σε μια σειρά ερωτήσεων που γίνονται από τον ιερέα μπροστά στον πνευματικό του πατέρα, τον Ηγούμενο της Μονής και μπροστά στην αδελφότητα. Μετά από μακρόχρονη πορεία μέσα από πειρασμούς, ήττες, αποτυχίες και θλίψεις θα αποκτήσει και θα του γίνει κτήμα η επίγνωση, η να το πούμε πιο σωστά, θα διδαχθεί από τη Χάρη, ότι «ο Θεός εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν». Όπως λέει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας «παρευρίσκεται ο ίδιος (ο Θεός) αληθινά «ενεργών εν ημίν το θέλειν και το ενεργείν»[16]. Η εισφορά η δική μας είναι τόση μόνο «ώστε να κρατήσουμε τη Χάρη και να μην προδώσουμε το θησαυρό ούτε να σβήσουμε την αναμμένη λαμπάδα»[17]. Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύοντας την κλήση του προφήτη Ησαΐα γράφει ότι «το δέξασθαι την αποστολήν, εφ’ ημίν· το δυναμωθήναι προς την πορείαν, του διδόντος την χάριν εκ του ενισχύοντος Θεού»[18]. Με την απάντηση, «τού Θεού συνεργούντος», ο υποψήφιος μοναχός δέχεται την προσωπική του αδυναμία να κατορθώσει ο,τι θα υποσχεθεί και ζητά τη βοήθεια του Θεού. Δηλώνει όμως ότι χωρίς βία η καταναγκασμό, εθελούσια, – «βουλομένων η σωτηρία ουκ αναγκαζομένων»-, ποθεί τη ζωή της ασκήσεως στις εντολές του Θεού, έργο που κάνουν και οι υπολοιποι μοναχοί.

β. Ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Ο υποψήφιος μοναχός οδηγείται μπροστά στη ωραία πύλη «προσπίπτων τώ αγίω θυσιαστηρίω» που είναι περικυκλωμένο από τη συνοδία των μοναχών. Ενώπιον Θεού και ανθρώπων εκφράζει τον πόθον του να ζήσει τη ζωή των Αγγέλων, μια ζωή που έζησε ο Αδάμ στον Παράδεισο προ της πτώσεως και ζούν οι Άγιοι στη βασιλεία του Θεού. Από αυτήν εδώ τη ζωή, ο μοναχός θέλει να αρχίσει να ζεί την ουράνια ζωή και να τη συνεχίσει στην πληρότητα της μετά το «ευδόκιμον τέλος» του.

Κέντρο της ζωής του μοναχού είναι ο ναός. Το «καθολικό», δηλαδή ο κεντρικός ναός, βρίσκεται στη μέση του χώρου που είναι κτισμένο το κτιριακό συγκρότημα της Μονής. Απέναντι από το ναό βρίσκεται στις πιο πολλές μονές η Τράπεζα. Τα κελιά και οι χώροι που ασκούνται τα διακονήματα αυτόν αντικρύζουν. Όπου και αν κινηθεί ο μοναχός το ναό βλέπει. Πόσο σοφά ενήργησαν οι Άγιοι Πατέρες κτίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις Μονές! Γνωρίζοντας ότι η «λήθη» είναι μια κατάρα, που ακολουθεί τον άνθρωπο, φρόντισαν να του θυμίζουν τον σκοπό του. Μέσα στο ναό βρίσκεται το ιερό θυσιαστήριο, η Αγία Τράπεζα, στην οποία τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ο ίδιος ο Χριστός. Όλα όσα κάνει ο μοναχός αποβλέπουν στη «χριστοποίηση» του. Ασκηση χωρίς μετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είναι χωρίς νόημα.

γ. Το Αγγελικό σχήμα είναι «δεύτερον βάπτισμα».
Μελετώντας τις ακολουθίες του Βαπτίσματος και του Αγγελικού σχήματος διαπιστώνει κανείς ένα στενό σύνδεσμο. Η είσοδος στην μοναχική ζωή παρομοιάζεται με την είσοδο στη ζωή της Εκκλησίας, που γίνεται με το βάπτισμα. Στα ασκητικά κείμενα χρησιμοποιείται λεξιλόγιο που υπενθυμίζει το Βάπτισμα. Η κουρά ονομάζεται «σφράγισμα», το δάκρυ των μοναχών «λουτήρας» (δηλαδή βάπτισμα) (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). «Χρίσμα εγώ θείον καλώ την επελθούσαν σοι χάριν του αγίου Πνεύματος»[19] γράφει σε επιστολή του ο Νείλος ο Ασκητής.

Ο Μ. Βασίλειος βλέπει κοινό σημείο Βαπτίσματος και κουράς την αφαίρεση των ενδυμάτων. Γράφει: «Πρέπει λοιπόν, όπως οι λουόμενοι βγάζουν κάθε ένδυμα, έτσι και όσοι ακολουθούν την ασκητική ζωή, αφού απαλλαγούν από κάθε κοσμικό πράγμα, να ακολουθούν τον κατά φιλοσοφίαν βίον (=μοναχική ζωή)»[20]. Όπως με το Βάπτισμα αρχίζει μια νέα ζωή έτσι και η έναρξη της νέας ζωής του μοναχού γίνεται με ένα νέο βάπτισμα.

Στους «Όρους κατά πλάτος» εξηγεί με λεπτομέρειες τη προηγούμενη φράση «πάσης ύλης βιωτικής γυμνωθέντας». Λέγει: «Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ύστερα από πολλές και ισχυρές αποδείξεις που φανερώθηκαν με πολλά έργα έλεγε προς όλους· «εάν κάποιος έρχεται σε μένα, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί» καί· «έτσι λοιπόν κάθε ένας από σας που δεν απαρνιέται όλα τα υπάρχοντα του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου». Αυτή η εντολή νομίζουμε ότι αναφέρεται σε περισσότερα πράγματα από τα οποία η αποξένωση είναι αναγκαία. Και βέβαια εμείς, που εγκαταλείψαμε τις κρυφές πράξεις που προκαλούν ντροπή, πρώτα από όλα απαρνούμεθα το διάβολον και τα σαρκικά πάθη και τους φυσικούς συγγενείς και τις φιλίες των ανθρώπων και τη συνήθειαν της ζωής που είναι αντίθετη στην ακριβή τήρηση του Ευαγγελίου της σωτηρίας. Καί, το αναγκαιότερο απ’ όλα, απαρνιέται κανείς τον ίδιον τον εαυτόν του, αφού βγάλει ως ένδυμα τον παλαιόν άνθρωπον με τις πράξεις του, ο οποίος φθείρεται από τις ψεύτικες επιθυμίες. Απαρνιέται ακόμη κάθε προσκόλληση στον κόσμο, που μπορεί να γίνει εμπόδιο στο σκοπό της ευσεβούς ζωής»[21]. Τα αναφερόμενα στοιχεία, όπως απάρνηση του εαυτού, η άρση του σταυρού, η απόταξη του διαβόλου, η απέκδυση του παλαιού ανθρώπου, απαραίτητα για την είσοδο στη μοναχική ζωή, είναι κοινά με το Βάπτισμα.

Αναλογία Βαπτίσματος και μοναχικής κουράς βλέπουμε και στο έργο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη «Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας». «Η απόθεση της προηγουμένης φορεσιάς και το ντύσιμο με νέα, φανερώνει τη μετάταξη από την ενδιάμεση ιερή ζωή στην τελειότερη, όπως κατά την ιερή θεογενεσία μας (το βάπτισμα) η αλλαγή του φορέματος φανέρωνε την ανύψωση στην κατάσταση θεωρίας και φωτισμού μετά την αποκάθαρση της ζωής»[22]. Όπως το βάπτισμα έτσι και το «μυστήριο της μοναχικής τελειώσεως» εισάγει σε μια καινούργια δημιουργία.

Στο βίο του Αγίου Συμεών του Σαλού (6ος αι.) βλέπουμε καθαρά την αντίληψη ότι η μοναχική κουρά είναι μυστήριο ανάλογο με το Βάπτισμα. Όταν έμαθαν μερικοί από τους αδελφούς ότι θα γίνει η κουρά του Αγίου Συμεών του έλεγαν ότι είναι μακάριος γιατί θα αναγεννηθεί, όπως κατά το Βάπτισμα. Πήγε τότε στον Ηγούμενο και τον παρακάλεσε να μην τον ξαναβαπτίσει γιατί ήταν βαπτισμένος από τους χριστιανούς γονείς του. «Τότε συνήκεν (κατάλαβε) ο ηγούμενος, ότι περί του Αγίου Σχήματος είπον αυτοίς και λέγει προς αυτούς· Καλώς είπον, ω τέκνα· και γάρ του Κυρίου ευδοκούντος, αύριον θέλομεν ενδύσαι υμάς το άγιον και αγγελικόν σχήμα»[23].

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης στο έργο του «Μεγάλη Κατήχησις» συνδέει το μυστήριο του Βαπτίσματος με τη μοναχική κουρά. « Εάσαμεν (αφήσαμε) τα της μοχθηράς γενέσεως ημών αίτια, πρώτον μέν εν τώ δι’ ύδατος και πνεύματος βαπτίσματι, έπειτα δε κατά μεγάλην φιλανθρωπίαν Θεού και εν τώ δευτέρω της μετανοίας και αποταγής βαπτίσματι». Η μοναχική κουρά είναι το δεύτερο βάπτισμα μετανοίας και αποταγής. Λεξιλόγιο που θυμίζει το βάπτισμα χρησιμοποιεί στον ίδιο λόγο. « Απεκάρθητε, εφωτίσθητε, ελύθητε των δεσμών της αμαρτίας, ενεδύσασθε τον νέον άνθρωπον, τον κατά Θεόν κτισθέντα, εν οσιότητι και δικαιοσύνη»[24]. Για τον ηγούμενο της Μονής του Στουδίου «το αποσχηματίζειν μοναχόν, ίσον εστί το αποβαπτίζειν»[25].

Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης στην «Μοναστική διδασκαλία»[26] ονομάζει τη μοναχική κουρά «ιερά των μοναχών τελετή», που γίνεται «κατά μίμησιν του θείου Βαπτίσματος, εν αποταγαίς και συνταγαίς» μόνο που αυτές είναι «κατά πολύ εργωδέστερες και φοβερότερες». Συνεχίζοντας δε λέγει ότι οι θείοι Πατέρες μας θεώρησαν το δεύτερο βάπτισμα «ανακαινιστικόν» του πρώτου.

Είναι γνωστό ότι με την τελετή του Βαπτίσματος ο άνθρωπος λαμβάνει την άφεση των αμαρτιών του. Αυτό γίνεται χωρίς ο ίδιος να κάνει προηγουμένως κάποιο πνευματικό αγώνα και προσπάθεια. Όπως γράφει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος «από μέν του θείου Βαπτίσματος, την των ημαρτημένων λαμβάνομεν άφεσιν, και της πριν κατάρας ελευθερούμεθα». Διευκρινίζει όμως ότι την «τελείαν χάριν» δεν την παίρνουμε με την τελετή, αλλά με τα έργα που θα ακολουθήσουν. Επειδή μετά το Βάπτισμα παρασυρόμαστε σε πονηρές και αισχρές πράξεις και χάνουμε ολοκληρωτικά τον αγιασμό πρέπει με μετάνοια, εξομολόγηση και δάκρυα να επανακτήσουμε ο,τι χάσαμε δηλ. τον «αγιασμόν μετά της άνωθεν χάριτος»[27]. Και σε άλλο σημείο ο ίδιος Πατέρας λέγει ότι, η άφεση των αμαρτιών γίνεται είτε με την εξομολόγηση των αμαρτιών είτε με την ένδυση του μοναχικού σχήματος[28]. Αρα η μοναχική κουρά αποτελεί επαναβεβαίωση του Βαπτίσματος, αφού με αυτήν αρχίζουν «τά έργα» τα οποία είναι απαραίτητα να βεβαιώσουν τη Χάρη.

Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγοντας, ότι οι υποσχέσεις του δεχομένου το Σχήμα μοναχού έχουν σκοπό να ενεργοποιήσουν το «χάρισμα της υιοθεσίας», που πήρε στο Βάπτισμα του, και την προσπάθειά του να απεκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπον και να ενδυθεί τον νέον.

Σημειώσεις:
10.«Εν ταύτη δή τή μετανοία καί τό ιερώτατον περιλαμβάνεται σχήμα τών μοναχών, ό δή καί αγγελικόν εστί καί καλείται, ως τήν εκείνων μιμούμενον καί επαγγελλόμενον αγνείαν, ακτησίαν, ύμνους, προσευχάς, υπακοήν τέ καί καθαρότητα» (PG 155, 197Α). Καί στό (PG 155,493Β) «δι’ ών δείκνυται, ως άρα καλώς είρηται τό σχήμα τό άγιον εν τή μετανοία είναι».

11.Ε.Π.Ε τ. 10 σ.610 (Ι. Χρυσοστόμου, Εις το Κατά Ματθαίον, ΛΗ΄).

12.Ιωαν.15,16.

13.«Όταν τίς προθυμίαν έχει καί σπουδήν, δοθήσεται αυτώ καί τά παρά Θεού άπαντα· όταν δέ τούτων κενός ή καί τά παρ’ εαυτού μή εισφέρη, ουδέ τά παρά τού Θεού δίδοται» Ε.Π.Ε τ.10 σ.790 (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τό κατά Ματθαίον, με΄).

14.«Όταν γάρ ημείς τά παρ’ εαυτών εισενέγκωμεν, δαψιλώς απολαύσομεν καί τής παρά Θεού συνεργίας. Ίνα γάρ μή ραθυμώμεν, μηδέ αναπεπτωκότες ώμεν, βούλεται καί ημάς τι συνεισφέρειν, ίν’ ούτω καί τά παρ’ εαυτού επιδείξεται· καί ούτε τό πάν, τής άνωθεν γίνεται βοηθείας, αλλά δεί καί ημάς τι συνεισενεγκείν· ούτε παρ’ ημών πάλιν απαιτεί τό πάν, ειδώς τής ημετέρας ασθενείας τήν υπερβολήν, αλλά τήν οικείαν φιλανθρωπίαν μιμούμενος, καί βουλόμενος αφορμήν τινα λαβείν, ώστε τήν οικείαν φιλοτιμίαν επιδείξασθαι, αναμένει τά παρ’ ημών εισενεχθήναι» Ε.Π.Ε τ. 4, σ.328. ( Ι.Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, νγ)

15.«Όταν ακούσης «οίς δέδοται», πρόσθες, δέδοται μέν τοίς καλουμένοις καί τοίς ούτω νεύουσι. Καί γάρ όταν ακούσης «ου τού θέλοντος, ουδέ τού τρέχοντος, αλλά τού ελεούντος Θεού», συμβουλεύω σοι ταυτόν υπολαυείν… Καί τό βούλεσθαι, καλώς δείται τής παρά Θεού βοηθείας· μάλλον δε, αυτό τό προαιρείσθαι τά δέοντα, θείον τι καί εκ Θεού δώρον φιλανθρωπίας· δεί γάρ καί εφ’ ημίν είναι καί εκ Θεού τό σώζεσθαι. Διά τούτο φησίν· Ου τού θέλοντος· τούτ’ έστιν, ου μόνον τού θέλοντος, ουδέ τού τρέχοντος μόνον, αλλά καί τού ελεούντος Θεού. Είτα, επειδή καί τό βούλεσθαι παρά Θεού, τό πάν εικότως ανέθηκε τώ Θεώ… «Και οίς δέδοται» πρόσθες τό, τοίς ούσιν αξίοις· οί τό είναι τοιούτοι, ου μόνον παρά Πατρός ειλήφασιν, αλλά καί εαυτοίς δεδώκασι». (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΖ΄) Ε.Π.Ε. τ.5 ,σ.450.

16.«αυτός (ο Θεός) πάρεστιν αληθώς ενεργών εν ημίν τό θέλειν καί τό ενεργείν»(Νικολάου Καβάσιλα, Περί τής εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α΄ σ. 17) Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος.

17.«όσον υπομείναι τήν χάριν καί μή προδούναι τόν θησαυρόν, μηδέ σβέσαι τήν λαμπάδα ημμένην ήδη» Ν. Καβάσιλα, Περί τής εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α΄ σ. 21.

18.Εις τόν προφήτην Ησαΐαν, PG. 30, 432A.

19.PG 79, 241BC

20.«Χρή τοίνυν, καθάπερ οι επί τό λουτρόν εισιόντες γυμνούνται παντός περιβλήματος, ούτω καί τούς τή ασκητική προσερχομένους ζωή, πάσης ύλης βιωτικής γυμνωθέντας, εντός τού κατά φιλοσοφίαν γενέσθαι βίου» (Μ.Βασιλείου, Λόγος Ασκητικός Γ΄ ) Ε.Π.Ε τ.8, σ.144.

21.Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, Περί αποταγής, Ε.Π.Ε τ. 8, σ.227.

22.«Η δέ τής προτέρας εσθήτος αποβολή καί τής ετέρας λήψις τήν από μέσης ιεράς ζωής επί τήν τελειοτέραν μετάταξιν εμφαίνει, καθάπερ επί τής ιεράς θεογενεσίας η τής εσθήτος άμειψις εδήλου τήν από καθαιρομένης ζωής εις θεωρητικήν καί φωτιστικήν έξιν αναγωγή» Περί Εκκλησιαστικής καί Ουράνιας Ιεραρχίας τ.Α, Εκδόσεις Π.Πουρναρά σ. 136

23.PG 93,1685A-C (Λεοντίου Νεαπόλεως, Βίος Αγίου Συμεών τού Σαλού)

24.Μ. Κατήχησις, Β, 9,σ.55, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη» σ. 55

25.PG 99, 1521B

26.«Έστιν ούν η δηλωθείσα ιερά τών μοναχών τελετή, ως εν υπομνήσεως λόγω, κατά μίμησιν τού θείου Βαπτίσματος, εν αποταγαίς καί συνταγαίς, κατά πολύ εργωδεστέραις καί φοβερωτέραις συγκειμένη. Ήντινα δεύτερον Βάπτισμα καί τού πρώτου ανακαινιστικόν οι θείοι Πατέρες ημών επωνόμασαν». (Μοναστική διδασκαλία, δ΄,) PG 132, 1124AB.

27.Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, οδ΄, PG 120, 645A.

28.Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, PG 120, 657A. διατρίβοντα, καί προσευχόμενον, καί τοίς θηρίοις συνδιαιτώμενον, καί υπ’ αγγέλων διακονούμενον, αναχωρήσεώς τε καί ησυχίας εκτιθέμενον τρόπους, καί παρθενικώς ζώντα, καί θλίψεις πολλάς καί διαβολάς υπομένοντα, καί τέλος προδιδόμενον καί σταυρούμενον, καί μέχρι θανάτου τό οικείον θέλημα τής σαρκός παραιτούμενον, έως εις χείρας τού Πατρός τό θείον πνεύμα παρέθετο» (Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Επιστολή πρός Λαυριώτας, Περί τού αγίου καί θείου αγγελικού σχήματος, περί τε ησυχαστών καί τών εν κοινοβίοις καί υποτακτικών) Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17- 1429) ΕΡΓΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ. Μετάφραση ολόκληρου τού Λόγου βρίσκεται στό περιοδικό « Ο Όσιος Γρηγόριος» Ετησία έκδοσις τής Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους τού έτους 2005, αρ. 30.

δ. «Υφηγούμαι σοι την τελειοτάτην ζωήν» η η Χριστομίμητη ζωή του μοναχού.
Ο μοναχός μιμείται σε μεγάλο βαθμό τον ίδιον τον Ιησούν Χριστόν. Μιμείται την ταπείνωση του Χριστού που «έλαβε δούλου μορφήν». Μιμείται την υπακοή του Χριστού στο Θεό Πατέρα αλλά και τους γονείς του. Μιμείται τη φτώχεια του Χριστού, ο οποίος δεν είχε που να κλίνει το κεφάλι του, φορούσε απλή ενδυμασία, έτρωγε λιτά, ζούσε απέρριτα, αποσυρόταν σε έρημα μέρη και προσευχόταν, νήστευε, και όλα αυτά για να δείξει, όπως γράφει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, τους τρόπους της αναχωρήσεως και ησυχίας. «Ζούσε παρθενικά και υπέμεινε πολλές θλίψεις και συκοφαντίες. Τέλος παραδιδόταν, σταυρωνόταν, παραιτείτο μέχρι θανάτου από το οικείο θέλημα της σαρκός, έως ότου παράθεσε το θείο πνεύμα του στα χέρια του Πατρός του. Όλα αυτά βέβαια έγιναν από το Θεό Λόγο για χάρι της ανακλήσεως των ανθρώπων, και παράλληλα διδάσκουν την υπακοή μέχρι θανάτου και τη σταυρωμένη πολιτεία του σχήματος σ’ αυτούς που επιθυμούν να τον μιμηθούν»[29].

Οι υποσχέσεις που δίδει ο υποψήφιος μοναχός δίνονται στον ίδιο τον Χριστό. Μάρτυρες δεν είναι μόνο οι παρόντες αδελφοί, αλλά και οι αοράτως παριστάμενοι άγγελοι. Κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα εξεταστεί η τήρηση όσων ομολόγησε, όχι τα λόγια που ομολόγησε. Στις σύντομες ερωτήσεις του ιερέα αναφέρονται οι βασικές αρετές που πρέπει να αποκτήσει ο μοναχός (αποταγή- υπομονή -υπακοή- παρθενία). Στη δεύτερη κατήχηση κάπως εκτενέστερα αλλά και πάλιν επιγραμματικά επεξηγείται το πνεύμα του ορθοδόξου μοναχισμού (υφηγούμαι σοι την τελειοτάτην ζωήν). Ο μοναχός δεν έχει ανάγκη να του επεξηγηθούν περισσότερο οι αρετές και η «τελειοτάτη ζωή» που θα ακολουθήσει, γιατί στα πατερικά κείμενα, που μελετά, περιέχεται λεπτομερής ανάλυση.

Η κατήχηση αναφέρει τί πρέπει να αγαπά και τί πρέπει να αποφεύγει ο μοναχός. Βασική αρετή του η «αποταγή», τοπική και τροπική. Η αποταγή αρχίζει με την κλήση. Η κλήση διαχωρίζει εκείνον στον οποίον απευθύνεται και τον κάνει ξένο ανάμεσα στους δικούς του. Ακούει το «έξελθε εκ της γής σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις την γήν, ήν αν σοι δείξω». Εγκαταλείπει τον κόσμο, και τον τρόπο ζωής του κόσμου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρεται στις τρεις αποταγές του μοναχού. Πρώτη, «πραγμάτων, ανθρώπων και γονέων». Δεύτερη, «εκκοπή του θελήματος του». Τρίτη, « αποταγή της κενοδοξίας». Η αποταγή είναι μια συνεχής σταυρική πορεία (σταυρούσθαι) ένας συνεχής θάνατος (θανάτου επαγγελία). Ο μοναχός είναι εθελούσια «ξένος» και μέσα στο μοναστήρι του. Μοιάζει με κάποιον ο οποίος βρίσκεται σε ξένη χώρα και δεν γνωρίζει τη γλώσσα των κατοίκων της, «αλλόγλωσσος εν ετερογλώσσοις».

Πρέπει να αγαπήσει τη ζωή της φιλοπονίας, του κόπου, συνεχώς να βιάζει τον εαυτό του, γιατί οι αγώνες οι πνευματικοί που θα ακολουθήσουν, για να αποκτήσει τις αρετές που αναφέρει ο Κύριος στους μακαρισμούς , είναι δύσκολοι. Η χαρά του μοναχού δεν είναι κοσμικής φύσεως. «Στο εξής αρχίζουν γι’ αυτόν άλλες χαρές, τέτοιες που πραγματικά εγκρίνει ο Θεός, μεταξύ των οποίων βέβαια σπουδαιότερη θεωρείται η συνεχής προσήλωση και αφιέρωση σ’ αυτόν. Μέσα από αυτήν την αφιέρωση θα νοιώσει πραγματικά ευφροσύνη, ενώ θα λογαριάζει ως τιμή του οτιδήποτε τιμά και δοξάζει τον ίδιο το Θεό. Οι τιμές και η δόξα είναι, όπως γνωρίζουμε, αποτέλεσμα μόχθου πολλού, ώστε και ο μοναχός θα πρέπει να περιμένει ότι μόνο μέσα από το μόχθο και τον αγώνα προς χάρη του Θεού θα επιτύχει να δοξαστεί πραγματικά»[30]. Γι’ αυτό επιδιώκει τις θλίψεις σηκώνοντας το σταυρό του Χριστού και με πίστη περιμένει την «ανάπαυση» του από τον Κύριο.

Μακρυά από τους θορύβους του κόσμου ο μοναχός επιδιώκει να λατρεύσει «αγγελικώς» το Θεό. Θέλει να «λαλεί αρεμβάστως» όχι μόνο όταν βρίσκεται στο ναό, αλλά πάντοτε και παντού. «Αυτό είναι και το κυριώτερο χρέος των μοναχών, η προσευχή, με την οποίαν και αυτοί γίνονται πύρ από τον πόθο και το ζήλο, και αναδεικνύονται θεόμορφοι, μέτοχοι του φωτός του μέλλοντος αιώνος».

Επισημαίνονται στη συνέχεια οι κίνδυνοι-παγίδες που πρέπει να αποφύγει ο μοναχός. Πρέπει να προσέξει να μην υποχωρήσει και ξεχάσει τις υποσχέσεις του, να μή γυρίσει πίσω στην κοσμική ζωή, να μή ξεκόψει από τον πνευματικό του πατέρα και την αδελφότητα, να μή χάσει το φόβο του Θεού και περιφρονήσει τις εντολές του, να μην πέσει στη παγίδα ότι αρκετά αγωνίσθηκε κατά του διαβόλου μέχρι τώρα και ραθυμήσει. Εάν έχει πίστη, αγάπη, υπακοή και ταπείνωση στο Γέροντα του οι αόρατες δυνάμεις του εχθρού δεν θα έχουν καμιά εξουσία πάνω του.

Η κατήχηση παραθέτει συγκεκριμμένες κακίες, αποτέλεσμα της φιλαυτίας, που πρέπει να αποφεύγει ο μοναχός και που αν δεν προσέξει θα χάσει τη χάρη του Θεού και θα γίνει αιχμάλωτος του εχθρού. «Εκκλίνει από του κακού». Ταυτόχρονα «ποιεί το αγαθόν», προσπαθεί δηλαδή να αποκτήσει τις αρετές των αγίων. Αναφέρονται αυτές και ιδιαίτερα η καθαρή εξομολόγηση όλων των «κρυπτών της καρδίας».

Η κατήχηση τελειώνει με την επαναβεβαίωση από το μοναχό ότι με τη δύναμη του Θεού και τη χάρη του Χριστού θα ζήσει τηρώντας όλες τις υποσχέσεις που έδωσε.

Μετά την κατήχηση ακολουθούν τρεις ευχές προς το Θεόν. Η πρώτη παρουσιάζει το κύριο χαρακτηριστικό του Θεού, την αγάπη. Οι εκφράσεις θυμίζουν την παραβολή του Ασώτου. Είναι πανοικτίρμων, πολυέλεος και ανοίγει τη μεγάλη αγκαλιά της ανεξιχνίαστης αγαθότητας του σε όποιον τον πλησιάζει με θερμή αγάπη και πόθο. Αυτός θα γίνει βοηθός και υπερασπιστής, χορηγός δυνάμεως, συναγωνιστής, φύλακας μέρα και νύχτα, γλυκύτητα, ευφροσύνη και παρηγοριά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και στο τέλος θα αξιώσει το μοναχό να κληρονομήσει τη Βασιλεία των Ουρανών για να βρίσκεται μαζί με τους αγίους και οσίους Πατέρες και τους μοναχούς της συνοδίας τους.

Η δεύτερη και τρίτη ευχή είναι ικεσίες προς τον Θεό να ενδυναμώσει και να ευλογήσει τον μοναχόν παρέχοντας σ’ αυτόν την πανοπλίαν του Αγίου Πνεύματος για να πολεμήσει τους άσαρκους και αόρατους εχθρούς. Πρέπει ο μοναχός να ενδυθεί τον νέον άνθρωπον, αφού αποβάλει τον παλαιόν. Αυτή η αλλοίωση θα γίνει μόνο με τη βοήθεια του Θεού. Οι ευχές δείχνουν το στόχο που επιδιώκει ο μοναχός. Την ασθένεια του θα θεραπεύει η θεία Χάρις, η οποία θα αναπληρώνει και τα ελλείποντα. Ο Απ. Παύλος θα αναφερθεί, στο αποστολικό ανάγνωσμα, στην ένδυση της πανοπλίας του Θεού για την αντιμετώπιση των μεθοδειών του διαβόλου.

4. Τελετή της Μοναχικής κουράς.
Μετά τις ευχές ακολουθεί η κουρά των μαλλιών και η ένδυση του μοναχού με τα μοναχικά ενδύματα. Για τη σημασία τους κάνουν λόγο κείμενα που παραθέτουμε μετά την μεταγλώτισση της Ακολουθίας. Το μοναχικό σχήμα φανερώνει τη νέκρωση του παλαιού ανθρώπου και τον τάφο του μοναχού. Φέρει επάνω του το σταυρό, στη βάση του το κρανίο του Αδάμ και δεξιά και αριστερά του σταυρού διάφορα γράμματα, που αναφέρονται στη ζωή του μοναχού. Παραθέτουμε στο τέλος φωτογραφία του σχήματος και εξήγηση των γραμμάτων.

Μετά την ένδυση του μοναχού ο ιερέας διαβάζει δύο ευχές για να ενδυναμώσει ο Θεός το νεόκουρο μοναχό. Ακολουθούν η αποστολική και ευαγγελική περικοπή, που αναφέρονται στον πνευματικό αγώνα και την κλήση του μοναχού. Μετά ο ιερέας δίνει στον μοναχόν το σταυρό με το κομποσχοίνι και τη λαμπάδα. Ο σταυρός θυμίζει τη σταυρωμένη ζωή του μοναχού και το όπλον του κατά του διαβόλου. Το κομποσχοίνι θυμίζει το αδιάλειπτον της προσευχής, ιδιαίτερα της «μονολογίστου ευχής» και ότι ο μοναχός είναι ικέτης για όλον τον κόσμον. Η αναμμένη λαμπάδα δείχνει το σκοπό του μοναχού, την επιδίωξη του φωτισμού και του αγιασμού μέσα στο φως του Χριστού. Αυτά είναι τα καλά έργα που θα οδηγούν τους ανθρώπους στη δοξολογία του Θεού. «Μέσα στο κερί φαίνεται ότι υπάρχει, για τους ανθρώπους που είναι αφιερωμένοι στο Θεό, ένα πραγματικό μυστήριο. Πράγματι, το κερί, όταν ανάψει, αρχίζει και λιώνει, δίνοντας φως ως το τέλος, χωρίς να αφήνει πίσω του κανένα σημάδι μετά την καύση του. Ούτε τέφρα αφήνει, ούτε καπνό, αλλά ούτε και κάποια δυσοσμία. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο άνθρωπος που υπέστη την πνευματική κουρά αποδεικνύεται τέλειος, έτσι ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί. Γίνεται ο ίδιος φως που καίει με ευθυτενή προς το Θεό φορά, επιδιώκοντας να πλησιάσει το πρώτο και μέγιστο φως καί, κατά κάποιο τρόπο, να ενωθεί μαζί του, χωρίς να αφήσει πίσω του κάποιο υλικό σημάδι, τέτοιο ώστε να προκληθεί δυσοσμία. Επιδίωξή του είναι να θεωρηθεί η προσφορά του ως πνευματική ευωδία (οσμή ευωδίας πνευματικής) από τον ίδιο το Θεό»[31]. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: «Ο ιερέας δίδει λαμπάδα δείχνοντας το φωτισμό που έλαβε με το σχήμα και ότι πρέπει να ζεί (ο μοναχός) με καθαρότητα»[32].

Ο νέος μοναχός, επειδή η Ακολουθία του Αγγελικού Σχήματος γίνεται κατά την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κοινωνεί πρώτος του Σώματος και Αίματος του Χριστού, χωρίς να βγάλει το κουκούλι του. Όπως σημειώσαμε και προηγουμένως, χωρίς Χριστό, δεν μπορεί να χριστοποιηθεί, να φθάσει στον αγιασμό, που είναι και ο τελικός στόχος του.

Στο τέλος ακολουθούν, ο χαιρετισμός και οι ευχές των αδελφών της συνοδίας προς το νέον μοναχό. Οι αδελφοί εύχονται ο μοναχός να αποκτήσει τις βασικές αρετές (καλήν υπομονήν και υπακοήν) και να έχει χριστιανά τέλη.

5. Ακολουθία του Αποκουκουλισμού.
Επτά ημέρες μετά την κουρά ενός αδελφού σε μεγαλόσχημο μοναχό ετελείτο σύντομη τελετή, η κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, μετά το απολυτίκιον της μικρής εισόδου (εισόδου του Ευαγγελίου) η εκτός αυτής, κατά την οποίαν ο ιερέας αφαιρούσε το κουκούλι από το κεφάλι του. Σήμερα γίνεται η ακολουθία αυτή την ίδια ημέρα, κατά την οποίαν γίνεται κάποιος μεγαλόσχημος, μετά τη Θεία Λειτουργία.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης η ακολουθία του αποκουκουλισμού διαμορφώθηκε σύμφωνα με το «πρότυπον της ακολουθίας της απολούσεως η της αποκουκουλώσεως του αγίου Βαπτίσματος, προς το οποίον συνεσχετίσθη η μοναχική κουρά θεωρηθείσα ως «δεύτερον βάπτισμα»[33]. Αυτό φαίνεται στα διάφορα ονόματα που φέρει η ακολουθία στα χειρόγραφα, όπως «Ακολουθία του απολουτρού του Αγίου Σχήματος», «απολουτρόν» κλπ.

Η ακολουθία αποτελείται από δύο ευχές. Με αυτές παρακαλεί ο ιερέας το Θεό να ευλογήσει την κεφαλήν, που είναι έδρα «τού της διανοίας ηγεμονικού» (κέντρου όλων των νοητικών λειτουργιών) του νέου μοναχού, να συντριβεί η κεφαλή του πονηροτάτου όφεως, δηλαδή του διαβόλου, και να περιφρουρηθεί η κεφαλή του μοναχού από τη «φοβεράν και μόνην κεφαλήν των απάντων». Στη ευχή ζητείται από τον Πολυέλεον Κύριο να διατηρήσει τη Χάρη του, και να μην την αφαιρέσει μαζί με το κουκούλι.

Στη δεύτερη ευχή η προστασία του μοναχού γίνεται με τη βοήθεια της «πυρίνης κεφαλής» του Θεού. Η δύναμη της προστασίας προέρχεται από το Θεό που είναι «πύρ καταναλίσκον». Το «πύρ» φανερώνει την εξουσία του Θεού, ως Παντοδυνάμου και Παντοκράτορος, που μπορεί να σκεπάσει το σώμα και τη ψυχή του ανθρώπου. Το «πύρ» έχει φωτιστική και καθαρτική ιδιότητα. Ο Θεός με τη παρουσία της Χάριτός του φωτίζει και καθαρίζει το μοναχό από τα αμαρτήματά του. Ο Θεός, ως «πυρίνη κεφαλή», «διώχνει τους δαίμονες, καθαρίζει την αμαρτία, είναι δύναμη αναστάσεως και ενέργεια αθανασίας, φωτισμός αγίων ψυχών και σύστασις των λογικών δυνάμεων»[34]. Η θεϊκή φωτιά «συνηθίζει να φωτίζει και να καθαρίζει, όπως καθαρίζει ένα καμίνι το χρυσάφι και να κατακαίει την κακία, όπως καίει η φωτιά τα αγκάθια και τις καλαμιές»[35].

Ο νέος μοναχός αναγεννημένος με τη Χάρη του Αγίου και Αγγελικού Σχήματος αρχίζει τη ζωή της μετανοίας με σύμμαχο, προστάτη και ελπίδα τον ίδιο το Θεό.

Σημειώσεις:
28. Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, PG 120, 657A.

29. Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, PG 120, 657A. καί δι’ υπακοήν τού Πατρός δούλου μορφήν ενδυσάμενον, καί τοίς γονεύσιν υποταγέντα, καί πτωχόν ούτω ζήσαντα, ως μηδέ κλίναι πού τήν κεφαλήν έχειν, καί τρίχινα περιβεβλημένον, καί τή τυχούση διαίτη χρώμενον, καί πεζοπορούντα, καί απερίττως ζώντα, καί ποτέ μέν τοίς πολλοίς συναναστρεφόμενον καί διακόνου πληρούντα τάξιν, ό τών υπηκόων εστί μοναχών καί τών μιγάδων, ποτέ δε αναχωρούντα εν ταίς ερήμοις ημέραις ικαναίς, καί νηστεύοντα, καί τοίς όρεσι διατρίβοντα, καί προσευχόμενον, καί τοίς θηρίοις συνδιαιτώμενον, καί υπ’ αγγέλων διακονούμενον, αναχωρήσεώς τε καί ησυχίας εκτιθέμενον τρόπους, καί παρθενικώς ζώντα, καί θλίψεις πολλάς καί διαβολάς υπομένοντα, καί τέλος προδιδόμενον καί σταυρούμενον, καί μέχρι θανάτου τό οικείον θέλημα τής σαρκός παραιτούμενον, έως εις χείρας τού Πατρός τό θείον πνεύμα παρέθετο» (Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Επιστολή πρός Λαυριώτας, Περί τού αγίου καί θείου αγγελικού σχήματος, περί τε ησυχαστών καί τών εν κοινοβίοις καί υποτακτικών) Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17- 1429) ΕΡΓΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ. Μετάφραση ολόκληρου τού Λόγου βρίσκεται στό περιοδικό « Ο Όσιος Γρηγόριος» Ετησία έκδοσις τής Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους τού έτους 2005, αρ. 30.

30.Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Επίσκεψις βίου Μοναχικού, Εκδόσεις Σαββάλας, σ. 55

31.Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Επίσκεψις βίου Μοναχικού, Εκδόσεις Σαββάλας, σ. 137

32. PG 155, 501C

33.Ι. Φουντούλη, «Αποκουκουλισμός», ΘΗΕ τ. 2, στ. 1097-1098.

34. Μακαρίου τού Αιγυπτίου, Ομιλίαι Πνευματικαί, ΚΕ, ΒΕΠΕΣ 41 σ. 272.

35. Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ομιλίαι Πνευματικαί, ΚΕ, ΒΕΠΕΣ 41 σ. 271.

diakonima