Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

☦Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΕΩΣ ΤΟΥ

(Ὀρθόδοξη θεώρηση)
«Ἀδελφοί,…μη γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ και ἀνομίᾳ; Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;»[1]
Ἡ ὁμολογία αὐτή τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, ἀγαπητοί μου ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὅτι δηλαδή εἴμαστε ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ και τοῦ Χριστοῦ καθώς ἐπίσης «μέλη ἐσμέν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκτῆς σαρκός αὐτοῦ και ἐκτῶν ὀστέων αὐτοῦ·»[2] ἀναβιβάζει τούς πιστούς ὀρθοδόξους στή σφαίρα τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων. Τουτέστιν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας καί διά τοῦ Ἰησοῦ, ἔφθασε στα ὑπέρ τῶν χερουβίμ, θεία ὕψη, στήν τελειότητα, στήν μακαριότητα και στην αἰωνιότητα. Ἔγινε μέλος τίμιον και ἔνδοξον τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.
Μάρτυρες αὐτῆς τῆς δωρεᾶς οἱ ἀναρίθμητοι Ἅγιοι, τά πλήθη τῶν ὁμολογητῶν, καθώς και ὅλοι ἐμεῖς πού κατέχουμε, σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, το τριττόν μυστήριον τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος και τῆς ἀγάπης, ἐνὀστρακίνοις σκεύεσιν, καθ’ ὅσον κατέχουμε ἐμπειρικά, την αὐτοψία τοῦ Παρακλήτου και τήν ψηλάφηση διά τῆς χάριτος, τοῦ Ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός.
Ἐντούτοις, καθῆκον ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν εἶναι νά κάνει ἔργο του τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ και νά προσφέρει τή ζωή του στην ἀλήθεια, στην ἐλευθερία, στήν δικαιοσύνη τοῦ Μεσσίου, ὅπως ἀκόμη νά βιώνει και να ὁμολογεῖ την ὀρθόδοξον παράδοσιν. Αὐτό σημαίνει να μή μένουμε στά λόγια, ἀλλά νά πράττουμε τά ἔργα με τά ὁποῖα δοξάζεται ὁ Τριαδικός Θεός και ὅν ἀπέστειλε Ἰησοῦν Χριστόν, Σωτήρα τοῦ κόσμου. Νά μένουμε δηλαδή στις ἐντολές Του και να ἀγαποῦμε το Ἅγιον καί Δίκαιον θέλημά Του, ἀφοῦ μ΄ αὐτόν τόν τρόπο θυμούμαστε ζωντανά τόν τελικό προορισμό μας, τή Βασιλεία τοῦ Πατρός και τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθιστάμενοι συγκληρονόμοι με τον πρωτότοκον ἀδελφόν μας Ἰησοῦ, τόνἝνατῆς Τριάδος.
Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ πνευματικός μας αὐτός ἀγώνας στηρίζεται πρώτιστα στήν ταπείνωση και την ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, στά δάκρυα τῆς κατάνυξης και μετανοίας, στήν καρδιακή προσευχή και στην ἐγκράτεια μέ γνώση. Ἔρχεται ἔτσι, ὡς δωρεά ἄνωθεν, ἡ ἀπόκτησις τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πού ὁδηγεῖ στή σοφία και τή σύνεση, μετουσιώνοντας τό στόμα και τη γλῶσσα τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, σέ στόμα και γλῶσσα Χριστοῦ, σέ πρόσωπο κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ.
Τοιουτοτρόπως λάμπει πάντοτε στον χριστοποιημένο ἄνθρωπο, το Θαβώριο Φῶς καί καθίσταται ὁ χριστιανός, εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ και τοῦ Χριστοῦ, κατοικητήριον τοῦ Παρακλήτου. Τρέφεται μέτά μυστήρια τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου ἐκκλησίας καί λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἐπάνω ὄρους, δηλαδή σ΄ ὅλον τόν κόσμο.
Ποτέ λοιπόν και γιά κανένα λόγο δέν γίνεται συνεργός ὁ πιστός και αἰτία στο νά κρύβεται ἤ νά καλύπτεται ἀπό τό πρόσωπο, το φῶς τοῦ Χριστοῦ και Θεοῦ πού ἔλαβε καί κατέχει ἀπό την ὥρα τοῦ θείου Βαπτίσματος, τοῦ θείου Χρίσματος και τῆς φριχτῆς Θείας Κοινωνίας.[3] Φανερώνεται κάθε στιγμή, με τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, την ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός και τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή και στο σῶμα ἑνός ἑκάστου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσληφθεῖσα ἀναλλοιώτως ἀπό τον Χριστόν, ἀνθρωπίνη μορφή και ἀποφεύγει ὁ πιστός τούς εἰκονομάχους, ὡς ἀπό κατάρα, ἐπειδή ἀρνοῦνται την θείαν ἐνανθρώπησιν. Θαυμάζει και προσκυνᾶτά ἀναλλοίωτα και εὐωδιάζοντα σκηνώματα τῶν Ἁγίων, ὅπως π.χ. τοῦ Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος, τοῦ Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ και τοῦ Διονυσίου Αἰγίνης, καθώς και την ζῶσαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παρουσίαν τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου μέσα ἀπό  τίς θαυματουργές ἅγιες εἰκόνες της, ὅπως πχ. Την Πορταΐτισσα, την Προυσιώτισσα, τήν Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου, τήν Παναγία Σουμελᾶ, το Ἄξιον Ἐστί, κ.ἄ. τῶν ὁποίων τά ἰδιαίτερα θαύματα μᾶς παρέδοσαν οἱ ἱστορικές μαρτυρίες τιμίων ἀνθρώπων[4]. Ἔτσι ἡ Παναγία ζωντανά καί πραγματικά θαυματουργεῖ, μυροβλύζει, εὐεργετεῖ καί παρίσταται ὡς αἰώνια γιάτρισσα.
Ἡ Ἀειπάρθενος Θεοτόκος και ὅλοι οἱ Ἅγιοι πολέμησαν μέχρι τελικῆς νίκης τούς εἰκονομάχους ὅλων τῶν αἰώνων πού ἀρνοῦνταν και ἐδίωκαν το θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ και τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰησοῦ, Ἁγίων, τῶν ὁποίων τά πρόσωπα προσπάθησαν και προσπαθοῦν να ἀφανίσουν και να ἀμαυρώσουν, γι΄ αὐτό καί ὁ Θεός ἄφησε κληρονομίαν στην ἐκκλησία Του πολλά σκηνώματα ἁγίων ἄφθαρτα, ἕως τήν σήμερον, για νά θυμίζουν στους διῶκτες, τήν τελική νίκη τῆς ἐκκλησίας κατά τῆς πλάνης και τοῦ θανάτου και τήν μέλλουσα κοινήν Ἀνάστασιν ὅλων.[5]
Ἀδελφοί μου στῶμεν καλῶς. Χριστός  καί ψυχή μᾶς χρειάζονται. Αὐτές εἶναι για ἐμᾶς οἱ ὕψιστες ἀξίες, πού εἶναι αἰώνιες, ἀθάνατες και ἀναλλοίωτες. Ἄλλες ἀξίες προσωρινές και ἐπισφαλεῖς , τούς τίς χαρίζουμε. Δεν θά πάρουμε, ἀκόμα κι ἄν χρειαστεῖ να διωχτοῦμε, να φυλακιστοῦμε, να ἀποθάνουμε. Τί μεγαλύτερη τιμήἀπ΄ αὐτήν;
Συνηγορεῖ προς τοῦτο καί ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, λέγοντας καί γράφοντας τά ἑξῆς:« Ἡ παν-ευαγγελία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ περιλαμβάνει και το χριστοειδές πάθος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «συσσώμων» τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σέ τοῦτο τό πανάγιο Σῶμα, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας βιώνουν τό πάθος τοῦ Σωτῆρος ὡς μέρος, καί μάλιστα ἀναπόσπαστο, τοῦ ἄθλου τῆς σωτηρίας τους. Ἀπό ποῦ συνάγεται αὐτό; Ἀπό τήν κομβική θέση πού κατέχει ὁ σταυρικός θάνατος και ὁ Σταυρός μέσα στην θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου· θέση πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ παραχώρησε. Σωτηρία για τόν χριστιανό σημαίνει το να μαρτυρεῖ και νά συμπάσχει με τόν Χριστό». Τί μένει λοιπόν;
Να ἀποκτήσουμε και να ἔχουμε Νοῦν Χριστοῦ, για να κατανοοῦμε σέ βάθος τά ἀκόλουθα ἁγιοπνευματικά λόγια τῆς ὀρθοδόξου ὑμνολογίας μας: «Ἵνα την σῄν ἐκζητήσῃς εἰκόνα συγκεχωσμένη…»[6] (βλέπε κουρτίνες στην Ἁγιά Σοφιά μπροστά ἀπότά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ και τῆς Θεοτόκου), ὅπως ἐπίσης, «Χριστέ μου, πού εἶσαι το φῶς το ἀληθινόν, το φωτίζον και ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τον κόσμον, σημειωθήτω ἐφ΄ ἡμᾶς το φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς το ἀπρόσιτον».[7]
Σέ Σένα ἡ Δόξα, τό Κράτος καί ἡ Βασιλεία είς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ



[1]Β΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘ., κεφ.στ΄, στίχ. 14
[2]ΠΡΟΣ ΕΦΕΣ. Κεφ. ε΄, στίχ.30
[3]« Ὄσοι γάρ εἰςΧριστόνἐβαπτίσθητε,Χριστόνἐνεδύσασθε » (Γαλ.γ΄ 27 )
[4]Βλέπε τήνεὐεργεσίατῆς Παναγίας τῆςΠρουσιώτισσαςστόνὁπλαρχηγόΓ.Καραϊσκάκη
[5]« Προσδοκῶἀνάστασιννεκρῶν…»
[6]Θεοτοκίοντῆς ε΄ ὡδῆς, ἥχος β΄, Πέμπτη πρωί
[7]Τροπάριο Α΄ ὥρας