Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

☦ Αὐτό πού γεύτηκες παιδί μου στήν προσευχή σου ἐκεῖνο τό βράδυ εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς Χάρης. Αὐτό γύρευε νά σοῦ τό δώσει πάλι ὁ Κύριος, ὅταν θελήσει.

Γνωρίζω ἕναν ἀδελφὸ ποὺ μία μέρα συνάντησε πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ πέρασε ὅλη τὴν ἡμέρα ἐκείνη μὲ δάκρυα χωρὶς καθόλου νὰ γευτεῖ (τὴ χάρη).

Καθισμένος λοιπὸν σὲ μία πέτρα κατὰ τὴ Δύση τοῦ ἡλίου ἔβλεπε στὴν κορυφὴ τὸ Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ κλαίγοντας παρακαλοῦσε, λέγοντας μὲ πόνο:

Κύριε, καθὼς μεταμορφώθηκες στοὺς μαθητές Σου μεταμορφώσου καὶ στὴν ψυχή μου! Πάψε τὰ πάθη, εἰρήνευσε τὴν καρδιά μου! Δῶσε εὐχὴ στὸν εὐχόμενο καὶ κράτησε τὸν ἀκράτητο νοῦ μου!

Ξεστομίζοντας μὲ πόνο τέτοια (λόγια), ἦλθε ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Ναό, μία πνοὴ σὰν ἀέρας λεπτὸς γεμάτος εὐωδία. Ὅπου, ὅπως μοῦ ἔλεγε, γέμισε τὴν ψυχὴ του χαρά, φωτισμό, θεία ἀγάπη κι ἄρχισε μέσα του, ἀπὸ τὴν καρδιά του, νὰ ἀναβλύζει μὲ...μέλι (γλυκύτητα) ἀδιάλειπτα ἡ εὐχή.

Ὅποτε ἀφοῦ σηκώθηκε, εἰσῆλθε ἐκεῖ ποὺ καθόταν, διότι εἶχε ἀρχίσει νὰ νυχτώνει· καὶ σκύβοντας τὴν κεφαλὴ στὸ στῆθος ἄρχισε νὰ γεύεται τὸν γλυκασμό, ὁ ὁποῖος ἔρρεε ἀπὸ τὴν εὐχὴ ποὺ τοῦ δόθηκε. Καὶ εὐθὺς ἁρπάχτηκε σὲ θεωρία, καὶ βρέθηκε ὅλος ἐκτὸς ἑαυτοῦ.

Δὲν περικλείεται ἀπὸ τοίχους καὶ βράχους. Ἔξω ἀπὸ κάθε θέληση. Σὲ μία γαλήνη, σὲ ἄπλετο φῶς καὶ ἀπεριόριστο εὖρος. Χωρὶς σῶμα. Καὶ μόνο ἕνα περιστρέφεται στὸν νοῦ του: νὰ μὴν γυρίσει πλέον στὸ σῶμα ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται νὰ μείνει γιὰ πάντα.

Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη θεωρία ποὺ εἶδε ἐκεῖνος ὁ ἀδελφὸς καὶ πάλι ἦρθε στὸν ἑαυτό του καὶ ἀγωνιζόταν πῶς νὰ σωθεῖ.

Λοιπὸν οἱ δύο τρόποι τῆς προσευχῆς εἶναι καλοί.

Ἂν καὶ ὁ δεύτερος μὲ τὰ λόγια εἶναι ἐπίφοβος ἀλλὰ πιὸ καρποφόρος. Ἐγὼ καὶ τοὺς δύο μεταχειρίζομαι κάθε ἑσπέρας. Πρῶτα μὲ λόγια κι ἀφοῦ κουραστῶ καὶ δὲν βρίσκω καρπὸν τὸν κλείνω (τὸν νοῦ) στὴν καρδιά.

Εἶδα ἐγὼ ἐκεῖνο τὸν ἀδελφό, ποὺ ὅταν ἦταν νέος 28-30 χρονῶν ἔξι ὧρες κατέβαζε τὸν νοῦν στὴν καρδιά του καὶ δὲν τὸν συγχωροῦσε νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὶς ἐννέα τὸ ἀπόγευμα μέχρι τὶς τρεῖς τὴ νύχτα. Εἶχε ρολόι ποὺ χτυποῦσε τὶς ὧρες. Καὶ γινόταν μούσκεμα στὸν ἱδρώτα. Καὶ κατόπιν σηκωνόταν καὶ ἐργαζόταν στὶς ὑπόλοιπες δραστηριότητές του.

Λοιπόν, ἐν ὀλίγοις, γιὰ νὰ κερδίσει ἐλευθερία ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ σαπίσει τὸ σῶμα του καὶ νὰ ἀψηφᾶ τὸν θάνατον.

Ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ τὰ λόγια πάλι νοερὰ γίνεται χωρὶς φωνὴ καὶ λέγεται αἴτησις, ἱκεσία. Λοιπὸν αὐτὸς ποὺ θὰ ἀρχίσει τὴν ἰκετήρια εὐχὴ ἀρχίζει ἔτσι: «Θεὲ ἀόρατε, ἀκατάληπτε ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ μόνη δύναμη καὶ βοήθεια πάσης ψυχῆς, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἡ ζωή μου, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη….» καὶ ἐξακολουθεῖ ἀρκετὴ ὥρα μὲ τέτοια αὐτοσχέδια προσευχή.

Καὶ ἐὰν μὲν ἐνεργήσει ἡ χάρη ἀμέσως ἀνοίγεται θύρα καὶ φθάνει στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν στύλος ἢ φλόγα πυρὸς ἀνεβαίνει ἡ προσευχή. Καὶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ γίνεται ἡ ἀλλοίωσις. Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ δὲν ἐνεργήσει ἡ χάρη ἀλλὰ γίνεται σκορπισμὸς τοῦ νοῦ, τότε κλείνει (τὸν νοῦ) στὴν καρδιὰ κυκλικά. Καὶ σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ φωλιά, ἡσυχάζει καὶ δὲν μετεωρίζεται – σὰν ἡ καρδιὰ νὰ εἶναι τόπος κλεισούρας καὶ φυλακῆς τοῦ νοῦ.

Ἐνῶ, ὅταν γίνει ἀλλοίωσις γίνεται στὴ μέση της αἰτήσεως-ἱκεσίας. Καὶ πλημμυρίζοντας ἀπὸ χάρη γεμίζει φωτισμὸ καὶ ἄπειρη χαρά. Ὅποτε ἀδυνατώντας ὁ δεχόμενος τὴ χάρη νὰ κρατήσει τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης καταπαύονται οἱ αἰσθήσεις καὶ ἁρπάζεται σὲ θεωρία.

Μέχρι ἐδῶ εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ἴδιας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου Πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν ἔχει πλέον ἐξουσία ὁ ἴδιος μήτε γνωρίζει τὸν ἑαυτό του. Διότι ἑνώθηκε πλέον αὐτὸς μὲ τὸ πῦρ καὶ μετουσιώθηκε ὅλος καὶ θεώθηκε κατὰ χάριν.

Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία συνάντηση, ποὺ τὰ τείχη φεύγουν καὶ ὁ εὐχόμενος ἀναπνέει ἄλλον ἀέρα διανοίας, ἐλεύθερο πλήρη εὐωδίας τοῦ παραδείσου. Ὕστερα πάλι σιγὰ σιγὰ συστέλεται ἡ νεφέλη τῆς χάρης καὶ σκληραίνει ὁ πήλινος (ἀνθρωπος) ὅπως τὸ κερὶ κι ἔρχεται στὸν ἑαυτό του σὰν νὰ βγῆκε ἀπὸ ἕνα λουτρὸ καθαρός, ἐλαφρύς, διαυγὴς χαριέστατος γλυκὺς μαλακὸς σὰν τὸ βαμβάκι καὶ πλήρης σοφίας καὶ γνώσεως.

Μόνο ποὺ ἐκεῖνος ποὺ τὰ θέλει αὐτὰ ὀφείλει νὰ βαδίζει πρὸς τὸν θάνατο σὲ κάθε στιγμή.

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας,

Γέροντος Ἰωσὴφ Ἠσυχαστοῦ, σέλ. 151-154

orthodoxia-ellhnismos