Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

☦ Η ιστορία με το δηλητηριασμένο νάμα. Μία ιστορία από τον Ενδέκατο Αιώνα

Επειδή οι μέρες μας είναι πονηρές, ας ανατρέξουμε στο παρελθόν, γιά να έχουμε στην φαρέτρα μας το ανάλογο υλικό. Νά λοιπόν μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία από τον Ενδέκατο Αιώνα.

Η ιστορία με το δηλητηριασμένο νάμα βρίσκεται στον Βίο του Οσίου Λαζάρου του Στυλίτη, στο Γαλήσιον Όρος, δίπλα στην Έφεσσο.

Κεφάλαιο 125. (ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΟ ΝΑΜΑ), σελίδες 191 κ. ε. στην έκδοσή μας.

Ἦταν μία γυναίκα, ἀπό ἕνα χωριό κοντά μας (κοντά στο Μοναστήρι δηλαδή), πού εἶχε ἱερέα σύζυγο.

Αὐτός τήν ἔδερνε καθημερινά, εἴτε εἶχε ἀφορμή εἴτε ἀναίτια, καί τήν χτυποῦσε καί τήν ἔβριζε.

Καί ἔτσι, ἡ γυναίκα μίσησε τόν ἄντρα της καί ἔψαχνε τρόπο νά μπορέση νά τόν χωρίση.

Ἔτσι ἦταν λοιπόν τά πράγματα καί αὐτή εἶχε δοθεῖ ὁλόψυχα σ' αὐτόν τόν σκοπό.

Τότε, τό λέει σέ μίαν ἄλλην γυναίκα. Καί αὐτή ἄρχισε νά τήν συμβουλεύη πονηρά, ὅπως συμβούλεψε παλαιά ὁ ὄφις καί τήν Εὔα, ἐναντίον τοῦ ἄντρα της.

Καί ὅσα τήν ἐσυμβούλεψε, ἦταν βδελυρά καί ἀνόσια.

«Ἄν θέλεις» τῆς λέει, «νά τά τελειώσης καλά τά πράγματα, νά ἀνακατέψης αἷμα δηλητηριασμένο στό κρασί καί νά τοῦ τό δώσης νά τό πιῆ. Καί μόλις τό πιῆ, θά χάση τά μυαλά του. Καί ἔτσι θά ἔχης καλή πρόφαση νά τόν χωρίσης, ἀφοῦ θά ἔχη τρελλαθῆ».

Καί πείθεται τό γύναιο στήν πονηρή αὐτή συμβουλάτισσα, γιατί τά γύναια εὔκολα τά καταφέρνεις νά ὁδηγηθοῦν στήν ἀπάτη καί γιατί τήν κέντριζε ἡ κακία νά πάη πρός τά ἐκεῖ καί γιατί ἔκρινε πώς στήν ἄλλην γυναίκα μποροῦσε νά ἔχη ἐμπιστοσύνη, ἀφοῦ ἦταν καί αὐτή ἀπό τό ἴδιο γένος, τό γυναικεῖο.

Καί μόλις δασκαλεύτηκε αὐτήν τήν μυσαρή πράξη, ἑτοίμασε τό πιοτό καί τό ἔβαλε στό κανάτι ὅπου φύλαγε συνήθως ὁ ἄντρας της τό νᾶμα. Καί ὕστερα, τό ἔκρυψε καί περίμενε κατάλληλον καιρό, πῶς θά μποροῦσε νά τόν ποτίση δηλητήριο.

Ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού πολλές φορές διορθώνη τά ἐναντίον μέ τά ἐναντίον, ἔφερε τά πράγματα ἀλλιῶς καί τώρα.

Ὅταν λοιπόν ὁ ἄντρας της ἦταν νά τελέσει τήν θεία λειτουργία, ἔψαξε τό κανάτι μέ τό νᾶμα.

Καί ἐπειδή δέν μποροῦσε νά τό βρῆ, ἔσκυψε ἀπό τό παράθυρο καί ρώτησε τήν γυναίκα του, πού γυρνοῦσε ἔξω ἀπό τό σπίτι, ἄν ξέρει ποῦ εἶναι τό μπουκάλι.

Καί αὐτή, εἴτε γιατί εἶχε ξεχάσει τί εἶχε πράξει εἴτε γιατί βγῆκε ὁ λόγος αὐτός ἀπό τό στόμα ἔτσι ἁπλῶς, τυχαῖα, εἴτε γιατί ἔτσι τά κίνησε τά πράγματα καί τά οἰκονόμησε ὁ Θεός, καί αὐτό εἶναι μᾶλλον τό πιό ἀληθινό, τοῦ εἶπε: «Ψάξε καί θά τό βρῆς».

Καί αὐτός μπῆκε στό σπίτι καί ἔψαξε καλά καί τό βρῆκε.

Καί ὅπως τό εἶδε ἔτσι γεμάτο, νόμισε πώς ἔχει μέσα ἄκρατον οἶνο – καί ποῦ νά νιώση τέτοιο δρᾶμα πονηρό; – τό πῆρε λοιπόν καί πῆγε καί ἔκανε μέ αὐτό μία ἕνωση ἀχράντων καί φρικτῶν μυστηρίων.

Καί ὤ τοῦ θαύματος! Τό δηλητηριασμένο αἷμα, μέ τοῦ σεπτοῦ καί ἁγίου Πνεύματος τήν ἐπιφοίτηση, ἔγινε ἅγιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Καί ὅσοι κοινώνησαν –γιατί καί ὁ παπᾶς μετάλαβε ἀπό αὐτό καί ὅσοι βρέθηκαν ἐκεῖ– ὄχι μονάχα δέν ἔπαθε τίποτα ὁ νοῦς τους, καθώς νόμιζε ἡ γυναίκα, ἀλλά γεύτηκαν σωτήριο ἁγιασμό.

Ἀλλά ἡ γυναίκα, ὅταν μπῆκε στό σπίτι της καί ἔψαξε ἐκεῖ πού εἶχε βάλει τό μπουκάλι, δέν τό βρῆκε. Καί ἀμέσως κατάλαβε τί ἔγινε.

Καί δίχως νά πῆ τίποτα σέ κανέναν, ἄφησε τό σπίτι της καί ἔφυγε τρέχοντας καί ἀνέβηκε στό μοναστήρι.

Καί πάει στόν Πατέρα καί μέ πολλά κλάμματα καί καυτά δάκρυα τοῦ φανερώνει τί ἔγινε.

Ὄχι τί εἶχε πάθει ὁ ἄντρας της καί ὄσοι εἶχαν μεταλάβει, ἀλλά ὅτι νόμιζε, καί ἔτσι τό ἔλεγε, πώς εἶχε μιάνει τά ἅγια δῶρα τοῦ Χριστοῦ.

Αρχιμ. Πορφυρίου, Καθηγουμένου Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας

Romfea

proskynitis