Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

☦ Η Θεία Κοινωνία αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της σάρκωσης του Θεού στη δική μας ζωή.

[...] Καταλαβαίνουμε ότι η θεολογία της Εκκλησίας για τα Χριστούγεννα είναι τεράστια, δεν μπορούμε να πούμε τα πάντα εδώ – ελπίζουμε να φωτίζουμε και όχι να συσκοτίζουμε τη θεολογία αυτή – γι’ αυτό να μας σχολιάσετε δύο πράγματα που αναφέρθηκαν στη συζήτησή μας:

Πρώτον· για τη θεία Κοινωνία ως ενεργοποίηση της ενανθρώπησης του Θεού μας. Δεύτερον· για τους τύπους ανθρώπους που τελικά δέχονται το υπερφυές αυτό μυστήριο της πίστεως, αφού μιλήσατε για τους ποιμένες και τους μάγους της Ανατολής.

 -Η Θεία Κοινωνία είπαμε ως προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού, κατά πώς Εκείνος ο Χριστός μας το καθόρισε, όντως αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της σάρκωσης του Θεού στη δική μας ζωή. Αυτό που είναι ο Χριστός θέλησε να το διαιωνίσει μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, κι είπε μάλιστα τον φοβερό λόγο ότι αν κανείς δεν φάει το σώμα Του και δεν πιει το αίμα Του, ζωή μέσα του δεν έχει.

Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο, που είναι βαπτισμένος και μέλος συνεπώς Χριστού, κλαδί στο δέντρο Εκείνου, που κρατιέται, τρέφεται και αυξάνει με τη συμμετοχή του σώματος και του αίματός Του. Χριστιανός δηλαδή που γιορτάζει Χριστούγεννα χωρίς Χριστό καταλαβαίνουμε ότι δεν υφίσταται, είναι παραλογισμός. Αλλά η συμμετοχή μας αυτή δεν είναι απροϋπόθετη. Απαιτείται για να λειτουργήσει σωστά η παρεχόμενη από τον Χριστό χάρη των μυστηρίων Του ο άνθρωπος να είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Και το έτοιμος δεν σημαίνει ασφαλώς αναμαρτησία, που ανθρωπίνως δεν υφίσταται, αλλά έτοιμος πάντοτε για μετάνοια. Και μετάνοια σημαίνει να αναγνωρίζω τις αμαρτίες μου, να μετανοώ γι’ αυτές, να τις εξομολογούμαι, να προσπαθώ να μην τις ξανακάνω, στρεφόμενος πάντοτε προς τον Χριστό και το άγιο θέλημά Του. Γιατί πρέπει να πούμε ότι η υπέρβαση των αμαρτιών μας γίνεται καλύτερα με τον τρόπο που υπεδείκνυε στα νεώτερα χρόνια ο άγιος Πορφύριος: όχι με τον σκληρό και αιματηρό τρόπο της πάλης κατά του κακού, αλλά με τον απαλό και αναίμακτο και εύκολο, της στροφής σε κάθε πρόβλημα προς τον Χριστό – ό,τι συνιστούσε ο απόστολος Παύλος: «νίκα ἐν τῶ ἀγαθῶ τό κακόν».

Κι από την άλλη στο δεύτερο ερώτημα: μία τέτοια πίστη και αποδοχή του Χριστού είναι η πίστη που βλέπουμε στους τύπους ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά όταν γεννήθηκε ο Χριστός: στους απλούς βοσκούς της Βηθλεέμ και στους αναζητητές μάγους-αστρονόμους της εποχής εκείνης της μακρινής Περσίας. Στα πρόσωπα αυτών πράγματι ψαύουμε το ποιοι άνθρωποι γεύονται το μυστήριο της Γέννησης του Χριστού: οι άνθρωποι με την ανοικτή και απονήρευτη καρδιά· οι άνθρωποι οι οποίοι αναζητούν την αλήθεια. Διαφορετική προσέγγιση μάλλον εκβάλλει σε λάθος αποτέλεσμα. Μας το λέει και τόσο όμορφο και πάλι η υμνολογία της Εκκλησίας: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν». Αν δηλαδή η λογική μας πάει μπροστά και τίθεται ως κριτήριο του μυστηρίου, δυστυχώς δεν πρόκειται να νιώσουμε τίποτε – τα Χριστούγεννα θα λειτουργούν ως κάτι, στην καλύτερη περίπτωση, ενοχλητικό. Αν όμως τα προσεγγίσουμε με μια παιδική απλότητα ή με την εναγώνια κραυγή αναζήτησης της αλήθειας, τότε θα αρχίσουν να μας αποκαλύπτονται. Μακάρι να ανήκουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις και αυτό να αποτελεί την προσευχή μας.

π.Γεώργιος Δορμπαράκης

proskynitis