Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

☦ Οι μήνες περνούσαν και η κατάστασή μου χειροτέρευε....

Η πίστη μου όμως δε λύγιζε, δυνάμωνε ακόμα περισσότερο. Πλέον δε μ΄ ένοιαζε αν θα ζήσω ή θα πεθάνω παρά αν πεθάνω να με πάρει μαζί του, κοντά του, δίπλα του ή αν ζήσω να τον εξυμνώ όπου βρεθώ κι όπου σταθώ.

Είχε περάσει κοντά ένας χρόνος όταν μας ανακοίνωσαν ότι βρέθηκε συμβατός δότης από Αμερική. Ήταν Πέμπτη πρωί. Την Παρασκευή το πρωί θα έφευγε από το 401 για τον Ευαγγελισμό όπου τη Δευτέρα θα γινόταν η μεταμόσχευση. Πέμπτη στις 12 έπεσα σε κώμα Είχε γεμίσει υγρό το κεφάλι, οι πνεύμονες και η καρδιά. Μαζί με το κρεβάτι μου με κατέβασαν στην εντατική. Θα πρέπει να έμεινα αρκετές μέρες.

Κάποια στιγμή επανήλθα μη μπορώντας ν΄ ανοίξω τα μάτια, θυμάμαι άκουγα τις πιο γλυκές μελωδίες που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου… γεμάτο γαλήνη και ηρεμία. Δεν ήξερα που βρισκόμουν, αλλά κατάλαβα ότι βρίσκομαι στην εντατική.

Πάνω απ΄ το κεφάλι μου ήταν ο γιατρός μου, ο οποίος έλεγε στον πατέρα μου και την κοπέλα μου, ότι ο Βασίλης ήταν πάρα πολύ γερός οργανισμός, αλλά με υγρό στο κεφάλι, στους πνεύμονες και την καρδιά, με μηδέν αιμοπετάλια και λευκά αιμοσφαίρια κανείς δεν έχει στην κατάσταση αυτή από την εντατική.

Ο πατέρας μου αρνήθηκε, λέγοντάς του… δεν το ξέρετε καλά τον Βασίλη, έχει υπηρετήσει στις Ειδικές Δυνάμεις, δεν τα παρατάει. Ο γιατρός τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του ΄πε μακάρι να ΄ταν έτσι, αλλά θα είναι θαύμα αν βγάλει και το αποψινό βράδυ. Βγήκαν έξω. Έμεινε η κοπέλα μου να μου χαϊδεύει το χέρι, κλαίγοντας. Ένοιωθα, αλλά δεν μπορούσα ν΄ αντιδράσω. Βγήκε κι αυτή έξω.

Ο χώρος κατακλύστηκε από απίστευτο φως, οι μελωδίες δυνάμωσαν. Δεν έβλεπα όνειρο, ήμουν ξύπνιος και είχα τις αισθήσεις μου. Πανύψηλος, Θεόρατος, Κατάμαυρος με μακριά γένια, τεράστιο καπέλο που άγγιζε σχεδόν το ταβάνι του θαλάμου μπήκε μέσα ο Άγιος Εφράιμ. Δεν πήρε τα μάτια του από πάνω μου, με πλησίασε και το χέρι του έπιασε ολόκληρο το κεφάλι μου.. τα δάχτυλά του ήταν τεράστια. Μου είπε, ΤΩΡΑ ΘΑ Σ΄ ΑΝΑΛΑΒΩ ΕΓΩ!, κι έφυγε όπως μπήκε αργά-αργά.

Την επόμενη μέρα άνοιξα ξανά τα μάτια μου στην απομόνωση. Είχα βγει απ΄ την εντατική. Ήταν όλοι οι συγγενείς μου γύρω μου μαζεμένοι. Μόλις με είδαν να ξυπνάω, άρχισαν ν΄ αγκαλιάζονται και φωνάζανε… Φωνάξτε το γιατρό, φωνάξτε το γιατρό! Μπήκε μέσα και μου είπε, εγώ δεν πιστεύω σε θαύματα, ούτε σε Θεό, αλλά εσύ κάποιον Άγιο είχες χθες μαζί σου. Εκείνο το βράδυ εξαφανίστηκαν το υγρό και στους πνεύμονες και στο κεφάλι και στην καρδιά και ο μυελός πλέον παρήγαγε κανονικά όλες τις σειρές του αίματος, σα να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα.

Μία εβδομάδα μετά βγήκα απ΄ το νοσοκομείο και αυτή τη φορά πριν πάω σπίτι μου πήγα στο μοναστήρι του Αγίου μου. Στεκόμενος μπροστά στη λάρνακα, τρεις φορές χτύπησε δίπλα μου ένας εκκωφαντικός ήχος λες και ήταν από σκήπτρο ή από μπαστούνι. Είχα ανατριχιάσει ολόκληρος και κλαίγοντας τον ευγνωμονούσα.

Σήμερα συνεχίζοντας να ζω τη ζωή μου σαν ένας κανονικός, υγιής άνθρωπος πηγαίνω στο μοναστήρι ανελλιπώς κάθε βδομάδα να βλέπω τον Πατέρα μου, να Τον τιμώ, να Τον δοξάζω και Τον ευχαριστώ και να Τον ευγνωμονώ όπου βρεθώ κι όπου σταθώ! Είναι άπειρες η φορές που μου δείχνεις την παρουσία Σου, όπως και απόψε που μετά από μήνες αποφάσισα να Σου γράψω, αδικαιολογήτως που σε κάθε μου αναφορά στ΄ όνομά Σου τα γράμματα αρνιόντουσαν να γίνουν μικρά.

Σ΄ ευχαριστώ πολύ… χάριζέ μου την υγεία μου, έχε με γερό και δυνατό και αν Εσύ το θες χάρισέ μου ένα παιδί να του χαρίσω τ΄ όνομά Σου!!!

Σε λατρεύω…

Π.