Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

☦ Ασκητής (!!!) Αγίου Όρους: «Δεν υπάρχει ΘΑΝΑΤΟΣ, να το πείτε αυτό στις μανάδες σας στις αδερφές σας και στις γυναίκες σας…»

-αληθινή ιστορία του Αγίου Όρους,

στη μνήμη του πατέρα μου-

Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που συνέβη αυτό το περιστατικό στο Άγιον Όρος και παρ’ όλα αυτά έχει μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη του Ν.. Βέβαια το γεγονός ότι ο αποδέκτης του περιστατικού ήταν ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει από πριν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος εκείνη την ώρα.

Το κατάλαβε όμως περίπου ένα χρόνο αργότερα. Μέχρι και σήμερα όλα είναι αποτυπωμένα μέσα του με κάθε λεπτομέρεια όπως ακριβώς έγιναν: οι εκφράσεις των προσώπων, η έκπληξη τους, τα λόγια του γέροντα, το πρόσωπο του,  όλα είναι λες κι έγιναν χθες.

Ανηφόρησαν λοιπόν 4 προσκυνητές από το παλιό μονοπάτι της Ιβήρων για να πάνε στο κελί του Αγίου Γέροντος Παϊσίου στην Παναγούδα για να προσκυνήσουν και έπειτα θα περνούσαν από το κελί του Γέροντος Γαβριήλ για να πάρουν την ευχή του.

Η πορεία διήρκεσε για κάμποση περίπου ώρα και μια η μεγάλη ανηφοριά, μια η πρώτη φορά που πήγαιναν, άρχισαν οι τρεις από αυτούς να δυσανασχετούν και να αμφισβητούν ότι βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Ο Ν. που είχε αναλάβει να τους οδηγήσει πήγαινε πάντα μπροστά, ήξερε τον δρόμο καθώς τον είχε περπατήσει αρκετές φορές αλλά η δυσαρέσκεια των υπολοίπων του είχε μεταδώσει μεγάλο εκνευρισμό. Ήξερε όμως ότι εκεί που βρίσκεται πρέπει να είναι ήρεμος και να έχει όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση διότι είχε ακούσει και είχε διαβάσει πολλά να γίνονται  εκεί…

Τελικά έφθασαν στην Παναγούδα αλλά όπως έμαθαν αργότερα οι πατέρες εκεί έλειπαν, διότι είχαν πάει σε μια πανήγυρη. Αυτό ανακούφισε πάρα πολύ τον Ν. διότι είχε φέρει μαζί του μια αρκετά μεγάλη εικόνα του Αγίου Παϊσίου για να πάρει ευλογία, μιας και θα γινόταν τότε η πρώτη πανηγυρική θεία λειτουργία στη χάρη του έπειτα από την αγιοκατάταξη του. Και επειδή ευλαβούνταν πάρα πολύ τον Άγιο είχε φτιάξει μόνος του αυτή την εικόνα… Ήταν Ιούνιος του 2015 και έπειτα από μεγάλο προβληματισμό είχε αποφασίσει να μην βάλει την εικόνα του Αγίου μέσα, αλλά να την αφήσει στην Ουρανούπολη κι έτσι μετά από αυτό ανακουφίστηκε. Αργότερα κατά την επιστροφή τους την ευλογία η εικόνα την πήρε από τον τάφο του Αγίου στην Σουρωτή.

Φεύγοντας από την Παναγούδα σε λίγη ώρα έφθασαν στο κελί του Γέροντος Γαβριήλ. Εκεί συνήθως στην απλωταριά έχει αρκετό κόσμο που περιμένει να δει τον Γέροντα, αλλά αυτή την φορά δεν ήταν κανένας. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και τους μίλησε ο υποτακτικός:

- ο Γέροντας κοιμάται και δεν μπορεί να σας δεχθεί τώρα… Αν θέλετε ελάτε σε κάνα δύο ώρες….

Για φαντάσου ατυχία σκέφτηκαν, να έρχεσαι από την άλλη άκρη και να πετυχαίνεις τον Γέροντα την ώρα που κοιμάται…

Αλλά να μην μπορείς να περιμένεις κιόλας διότι τα προσκυνήματα που πρέπει να επισκεφτείς είναι πολλά (θαυματουργές εικόνες της Παναγίας εκατοντάδων ετών, λείψανα Αγίων…) και δεν υπάρχει χρόνος για όλα. Έτσι αποφάσισαν να μην περιμένουν αλλά να ανηφορίσουν προς τον επόμενο σταθμό τους που ήταν η ΙΜ Κουτλουμουσίου με την εφέστια εικόνα της Φοβεράς Προστασίας.

Την ώρα που γύρισαν τις πλάτες τους όμως και έκαναν να ανηφορίσουν κατά το Μοναστήρι, του διέκοψε μια φωνή:

- Ει που πάτε εσείς;

Γυρνώντας προς την άλλη πλευρά της απλωταριάς βρέθηκαν στην θέα ενός Γέροντα που έπλενε σε μια παλιά πλύστρα από αυτές τις μαρμάρινες.

-Περιμένετε τους είπε… και διέκοψε το πλύσιμο.

Οι προσκυνητές άρχισαν να κοιτιούνται μεταξύ τους και να αναρωτιούνται πώς και δεν είδαν από πριν το Γέροντα που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους….

Ο ένας από αυτούς μάλιστα ο οποίος επισκεπτόταν για πρώτη φορά το Άγιον Όρος ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα - αρκετά έμπειρος που δεν του ξέφευγε τίποτα – χαμογελούσε αμήχανα διότι δεν μπορούσε να εξηγήσει με τίποτα την ξαφνική παρουσία του Γέροντα.

Όταν λοιπόν τους πλησίασε κοντά ο Γέροντας είδαν στο πρόσωπο του έναν ταλαιπωρημένο άνθρωπο με κάτασπρα ανακατεμένα μαλλιά και με βαθιές ρυτίδες στο κατακαμένο από τον ήλιο πρόσωπο του.  Με λίγα λόγια είδαν έναν πραγματικό ασκητή (!!!)

Αφού άρχισαν να μιλούν πρώτα για τα τυπικά, από πού ήρθαν που μένουν κτλ. κάθισαν όλοι μαζί κάτω στο πεζούλι για να τον ακούσουν. Είχαν καταλάβει τουλάχιστον οι δύο απ’ αυτούς, ότι είχαν μπροστά τους έναν χαρισματικό Γέροντα.

Ο Γέροντας κάποια στιγμή πήρε έτσι ένα περίεργο ύφος και τους είπε σοβαρά:

-Ακούστε παιδιά μου, εσείς που έχετε την δυνατότητα να έρχεστε εδώ στο Όρος συχνά και να ακούτε μερικά πράγματα από εμάς τους γέρους θα πρέπει να τα μεταφέρετε και προς τα έξω και ιδιαίτερα στις γυναίκες οι οποίες δεν μπορούν να έλθουν εδώ…..

Να πείτε λοιπόν στις μανάδες σας, στις αδελφές σας και στις γυναίκες σας ότι ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ. Ο θάνατος είναι ένα εφεύρημα του πονηρού για να ξεγελάει τους ανθρώπους και να τους κάνει να αμαρτάνουν στην ιδέα ότι τελειώνουν όλα με τον θάνατο. Γι αυτό σας λεω ότι ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ αλλά υπάρχει μετάβαση στην αιώνια ζωή.

Σε αυτά τα τελευταία λόγια του Γέροντα ο Ν. κατάλαβε πως εκείνη τη στιγμή είχε ολοκληρωθεί ο λόγος της επισκέψεως του στο Άγιον Όρος. Φυσικά υπήρχαν και τα προσκυνήματα που περίμεναν και οι ιερές εικόνες της Παναγίας και τα άγια λείψανα των Αγίων που έπρεπε να ασπασθεί, αλλά μέσα του ένιωθε ολοκληρωμένος από αυτά τα λόγια του Γέροντα απλά δεν ήξερε το γιατί.

Το γιατί το έμαθε περίπου ένα χρόνο αργότερα μέσα σε ένα κοιμητήριο την ώρα της προσευχής πάνω από το μνήμα του πατέρα του. Εκεί του ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Γέροντα.

«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ» ψέλλισε και έφυγε για πρώτη φορά χαρούμενος από το μνήμα του πατέρα του.

Θηβαίος Πολίτης