Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

☦ Ἡ κοίμηση τῆς μητέρας μου

Τὴν Μεγάλη Δευτέρα τοῦ 1971 ἔκανε ἐξετάσεις καὶ ἔβγαλε ἀκτῖνες. Φάνηκε καθαρὰ ὅτι εἶχε καρκῖνο σὲ πολὺ προχωρημένο στάδιο…

Μόλις τὸ ἔμαθε, ἔστρεψε τὸ βλέμμα της στόν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, ποὺ μὲ ἐπισκέφθηκες τόσο νωρίς. Δός μου, σὲ παρακαλῶ, δύναμη καὶ ὑπομονὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου».

Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ κατάστασή της χειροτέρευε. Ἔτρωγε ἐλάχιστα, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ κάθε φορὰ ἔκανε ἐμετό. Ὑπολογίζω ὅτι τοὺς λιγότερους ἐμετούς πού ἔκανε σὲ μιὰ μέρα, ἦταν γύρω στούς 20, ἐνῶ οἱ περισσότεροι γύρω στούς 60… Ὅμως ποτὲ δὲν ἐκδηλωνόταν. Ποτὲ δὲν ἔλεγε «ἔχω αὐτὸ ἤ ἐκεῖνο». Ἂν κανεὶς ἔλειπε καὶ τύχαινε νὰ κάνη ἐμετό, τότε σηκωνόταν καὶ τὰ ξέπλενε ἀθόρυβα, ὥστε νὰ μὴ καταλάβουν οἱ ἄλλοι καὶ στενοχωρηθοῦν…

Τὴν Τρίτη, 26 Ὀκτωβρίου 1972, πρότεινε ἀπὸ μόνη της νὰ κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τότε, γιὰ πρώτη φορά, ἄκουγα τίς εὐχὲς τῆς Θείας Μεταλήψεως, πού τίς ἔλεγε ἀπ’ ἔξω ἡ μητέρα μου…

Τὸ Σάββατο, 30 Ὀκτωβρίου, μᾶς εἶπε: «Θὰ πεθάνω ἀπόψε. Γι’ αὐτὸ νὰ τακτοποιήσουμε τὸ σπίτι, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ τὴν κηδεία». Οἱ στιγμές πού κυλοῦσαν ἦταν συγκλονιστικές. ὅλοι κλαίγαμε. Κάποια στιγμή, μέσα σὲ μιὰ εὔθραυστη σιγή πού ἐπικρατοῦσε μέσα στὸ δωμάτιο, μᾶς εἶπε: «Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ φύγω πιὸ εὔκολα, νὰ διαβάσουμε τὸ ψαλτήρι». (Συνήθιζε ἡ ἴδια νὰ διαβάζη σ’ ὅλους τοὺς γνωστοὺς κεκοιμημένους τὸ ψαλτήρι). Ἄρχισα πρῶτος νὰ τὸ διαβάζω, ἐνῶ αὐτὴ εἶχε σηκωθῆ καὶ καθόταν στὰ πόδια της. Αὐτὸ ὅμως τῆς προξενοῦσε φρικτοὺς πόνους στὰ μέλη τῆς ἐγχειρήσεως. Ἐμεῖς τὴν μαλώσαμε, ἀλλὰ ἦταν ἀνένδοτη. Μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶναι ἁμαρτία νὰ ξαπλώνη τὴν ὥρα πού διαβάζεται τὸ ψαλτήρι…

Ἀφοῦ τελείωσε τὸ ψαλτήρι, ζήτησε ἀπὸ ὅλους συγχώρεση καὶ στράφηκε στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Τώρα, Χριστέ μου, εἶμαι ἕτοιμη. Ἔλα, μὲ καλὴ ὥρα». Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔπιασε ἕνας βήχας. Μιὰ θεία μου προθυμοποιήθηκε νὰ τῆς φέρη νερό. Ὅμως ἡ μητέρα μου τὴν σταμάτησε: «Δέν χρειάζεται, τῆς εἶπε. Αὐτὸ δὲν εἶναι βήχας. Εἶναι ῥόγχος. Σὲ λίγο φεύγω».

Τότε ὁ πατέρας μου τῆς ἔπιασε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μὴ δυσκολεύεται. Μετὰ ἀπὸ 5-6 βαθειὲς ἀνάσες ξεψύχησε στὰ χέρια του!

Μοῦ ἔρχεται καμμιὰ φορὰ στόν νοῦ ἡ μορφὴ της, μόλις ἄκουγε τὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας. Τότε, λὲς καὶ ἠλεκτριζόταν. Μολονότι εἶχε πολλὲς δουλειὲς –γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σπίτι εἶχε καὶ τὴν διαχείριση τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ πατέρα μου– ὅμως προτιμοῦσε νὰ ἀγρυπνήση γιὰ νά τίς τελείωση παρὰ νὰ χάση τὴν ἀκολουθία, ἔστω κι ἂν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἑσπερινός. Ἂν γινόταν καμμιὰ ὁλονύκτια ἀγρυπνία, ἦταν ἀπὸ τὶς πρῶτες, ἔστω κι ἂν ὅλοι μας τὴν κοροϊδεύαμε…

Ὅμως καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους της δὲν ἦταν μικρότερη. Ὅλοι οἱ πτωχοί, οἱ γέροι καὶ οἱ ἀσθενεῖς περίμεναν παρηγορία καὶ ἀνάπαυση ἀπὸ τὴν Δέσποινα, τὴν μητέρα μου. Ἂν δὲν τοὺς καθάριζε τὸ σπίτι, δὲν τοὺς ἔλουζε καὶ δὲν τοὺς τάιζε, δὲν ἔφευγε, ἔστω κι ἂν ἡ ὥρα ἦταν περασμένη. Φυσικὰ αὐτὰ πάντα μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ πατέρα μου. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχουν τυφλὰ γεροντάκια στὸ Γηροκομεῖο τῆς πόλεως, ποὺ ἂν κανεὶς τοὺς περιποιηθῆ μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα καὶ ἀγάπη, ἀμέσως ῥωτοῦν: «Μήπως εἶσαι ἡ Δέσποινα;»…

Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη της.

Ἄγνωστος συγγραφεύς

iliaxtida