Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

☦ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μονεμβασιώτης: Μαρτύρησε γιατί ἀρνήθηκε νὰ ἀρτυθεῖ κατὰ τὴ νηστεία τοῦ Δεκαπενταγούστου!

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια λευιτική. Ὁ ἱερέας πατέρας του εἶχε γεννηθεῖ στὸ Γεράκι τῆς Λακωνίας καὶ ἡ μητέρα του στὶς Γοῦβες Μονεμβασιᾶς. Τὸ 1770, τὴν περίοδο τῶν Ὀρλοφικῶν, ἔγινε στὴν περιοχὴ ἐπιδρομὴ Ἀλβανῶν ποὺ ἔφερε τὴν καταστροφή.

Ὁ πατέρας του φονεύτηκε ἐνῶ ἡ μητέρα του καὶ ὁ ἴδιος αἰχμαλωτίστηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν στοσκλαβοπάζαρο τῆς Λάρισας. Καὶ οἱ δυὸ πουλήθηκαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη, ἐπειδὴ ἦταν ἄτεκνος, ἐπεδίωκε νὰ υἱοθετήσει τὸ μικρὸ ὀρφανὸ Χριστιανόπουλο.

Γι΄ αὐτὸ τὸ λόγο καθημερινὰ προσπαθοῦσε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ὅμως ἐκεῖνος, παρὰ τὰ παρακάλια καὶ τὶς ἀπειλές, ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη του. Ἐκνευρισμένος ὁ Τοῦρκος ἀπὸ τὴ στάση τοῦ Ἰωάννη, τὸν ὁδήγησε μιὰ μέρα μὲ τὸ γυμνό του ξίφος στὴν αὐλὴ ἑνὸς τζαμιοῦ τῆς Λάρισας. Ἐκεῖ μὲ τὴ βοήθεια καὶ ἄλλων Ὀθωμανῶν προσπάθησαν μὲ…. κλωτσιὲς καὶ χτυπήματα νὰ τὸν κάνουν νὰ ὑποχωρήσει.

Ἐκεῖνος ὅμως ἀπαντοῦσε ἀνδρεία: “Δὲ γίνομαι Τοῦρκος. Ἐγὼ Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω ν΄ ἀποθάνω.” Ἡ γυναίκα τοῦ Ὀθωμανοῦ προσπάθησε μὲ μάγια, βοηθούμενη ἀπὸ ἄλλες γριὲς Τουρκάλες, νὰ διαστρέψει τὴν πίστη του. Μάταια ὅμως. Ἡ Θεία Χάρη προστάτευε τὸ νεαρὸ Ἰωάννη.

Ἀργότερα, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 15Αύγουστου, ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης δὲν ἤθελε νὰ ἀρτυθεῖ, χαλώντας τὴ νηστεία, ὁ ἀφέντης τοῦ τὸν κλείδωσε στὸ σταῦλο τῶν ἀλόγων. Ἐκεῖ, ἄλλοτε τὸν χτυποῦσε κι ἄλλοτε τὸν κρεμοῦσε ἀνάποδα, καπνίζοντας τὸν μὲ ἄχυρα ποὺ ἔκαιγε. Αὐτὸς ὅμως, ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὴ χάρη τῆς ὁποίας νήστευε, καὶ παρὰ τὶς προσπάθειες τῆς ἴδιας του τῆς μητέρας ποὺ τὸν λυπόταν, κατόρθωσε νὰ μείνει στέρεος στὴν πίστη του.

Μάλιστα στὴ μητέρα του ἀπάντησε πώς, σὰν γιὸς ἱερέα ποὺ ὁ ἴδιος ἦταν, ἔπρεπε νὰ φυλάττει καλύτερα ἂπ΄ τοὺς ἁπλοὺς λαϊκοὺς ἀκόμα καὶ τοὺς μικρότερους ἀπὸ τοὺς θείους νόμους. Μιὰ μέρα ὁ Τοῦρκος ἀφέντης του, θυμωμένος καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνυποχώρητη στάση τοῦ Ἰωάννη, τοῦ κάρφωσε τὸ μαχαίρι του στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Δυὸ μέρες ἀργότερα ὁ Μάρτυρας ἔχασε τὴ μάχη τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ὁ ἀμετανόητος Τοῦρκος διέταξε νὰ πετάξουν τὸ ἄψυχο σῶμα τοῦ Ἰωάννη στοὺς κήπους γιὰ νὰ τὸ φάνε τὰ σκυλιά! Ὅταν ὅμως ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Μελέτιος (ὁ Γ΄) ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα γιὰ νὰ τὸ θάψει, βρῆκε τὸ κορμὶ τοῦ τελείως ἄφθαρτο ἐνῶ τὸ πρόσωπο του ἔλαμπε.

Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου, ποὺ τὴν εἶχε διώξει ὁ Ὀθωμανός, παρέμεινε στὴ Λάρισα καί, τρία χρόνια μετά, ἔκανε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Μάρτυρα γιοῦ της, ἐπιστρέφοντας μ΄ αὐτὰ στὶς Γοῦβες.

Ὅταν πέθανε καὶ ἡ μητέρα, στὸν τάφο τῆς τοποθετήθηκαν καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ γιοῦ της, κατόπιν δικῆς της ἐπιθυμίας. Ἀργότερα, ἔπειτα ἀπὸ 13 ἔτη, ὅταν ἀνοίχτηκε ὁ οἰκογενειακός τους τάφος, γιὰ μιὰ ἄλλη κηδεία συγγενικοῦ τους προσώπου, οἱ παριστάμενοι ἀπόρησαν ἐξαιτίας τῆς ἀρρήτου εὐωδίας ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο. Τότε ἀντιλήφθηκαν τὴν ἁγιότητα τοῦ Νεομάρτυρα. Ἕνας συγγενής τῆς οἰκογένειας, ὁ ἱερέας Ἰωάννης Καυσοκαλύβας, οἰκειοποιήθηκε τὰ λείψανα ὡς μοναδικὸς κληρονόμος. Μάλιστα πολλοὶ ἄρρωστοι ποὺ κατέφευγαν στὴν οἰκία τοῦ ἱερέα, χάριν προσκύνησης τῶν ἁγίων λειψάνων, ἔβρισκαν τὴν ὑγεία τους. Ὅταν τὸ 1818 πέθανε ὁ ἱερέας, ὁ μητροπολίτης Μονεμβασίας Χρύσανθος ἀνέλαβε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ διαμοίρασε γιὰ εὐλογία στὴ Μονεμβασιὰ καὶ σὲ ἕνα Ναὸ τῆς Καλαμάτας.

Στὶς 20/10/1979, σχεδὸν διακόσια ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, ἡ Λάρισα δέχτηκε ἕνα τμῆμα τῶν ἱερῶν του λειψάνων, ποὺ παραχωρήθηκε ἀπὸ τὴν Ι. Μ. Ζερμπίτσης μὲ τὴν εὐλογία τοῦ μητροπ. Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης. Ἀπὸ τότε τὸ ἱερὸ αὐτὸν λείψανο εἶναι μόνιμα ἀποθησαυρισμένο στὸν Ι. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μονεμβασιώτη, ποὺ καθιερώθηκε κάτω ἀπὸ τὸν Ι. Ναὸ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Λαρίσης 2. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 21η Ὀκτωβρίου.

“Νόμους φυλάττων νηστίμου καιροῦ πόθω, ζωὴν ἔθυσας,

ὢ Ἰωάννη μάκαρ. Πρώτη Ἰωάννην εἰκάδι ἔκτειναν ἄνομοι.”

Τοῦ Κων. Α. Οἰκονόμου, δασκάλου

…………………………………………..

1. Μητροπ. Κ. Ἀφρικῆς Ἰγνάτιος Μανδελίδης, Ὁ ἀνυποχώρητος Νεομάρτυς Λαρίσης Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μονεμβασιώτης (1773), 13η ἔκδ. Σωτήρ.

2. Μητροπ. Κ. Ἀφρ. Ἰγνάτιος Μανδελίδης, ο.π., σ. 148-149.