Προσευχή είναι νά πλησιάζεις τό κάθε πλάσμα τού Θεού μέ αγάπη καί νά ζείς μέ όλα, καί μέ τ' άγρια ακόμη, έν αρμονία. Αυτό επιθυμώ καί προσπαθώ νά τό εφαρμόζω. Ακούστε νά σάς πώ κάτι πού έχει σχέση μ' αυτό.
Κάποιος, πρίν άπό
καιρό, μοΰ χάρισε έναν παπαγάλο. Τίς πρώτες μέρες ήταν πολύ ατίθασος καί
άγριος. Δέν μπορούσες νά τόν πλησιάσεις· ήταν έτοιμος μέ τό ράμφος του νά σοΰ
κόψει τό χέρι. Θέλησα, λοιπόν, νά τόν ημερεύσω μέ τήν χάρι τοΰ Θεοΰ καί μέ τήν
ευχή. Έλεγα τό «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, έλέησόν με» άπό μέσα μου ή καί άπ' έξω καί
με μιά βεργίτσα άκουμπούσα πάνω στή ράχη του, ένώ ό παπαγάλος βρισκόταν μές στό
κλουβί. Αυτή τήν κίνηση τήν έκανα τρείς φορές καί μέ προσοχή. Τό απόγευμα τής
ίδιας μέρας επανέλαβα τό ίδιο. Τήν άλλη μέρα επίσης τό ίδιο. Μετά άπό λίγες
μέρες άκουμπούσα τή βέργα πάνω άπ' τό κεφάλι του απαλά λέγοντας πάλι τό «Κύριε
Ίησοΰ Χριστέ, έλέησόν με».
Πάντα μέ προσοχή, μή
θυμώσει τό πουλί. Αυτή τήν κίνηση δέν τήν έκανα πολλή ώρα. Μετά πάλι άπό λίγες
μέρες τόν άκουμπούσα άπό πάνω άπ' τό κεφάλι, συνέχιζα στή ράχη καί τόν έφθανα
μέχρι τήν ουρά. Αφοΰ δέν έβλεπα καμιά αντίδραση, άρχισα νά βάζω τή βέργα κάτω
άπ' τό λαιμό του σ' όλο τό στήθος μέχρι κάτω μ' έναν τρόπο απαλό, γιά νά μήν
τόν εκνευρίσω, καί λέγοντας πάντα τήν ευχή. Μετά πήρα θάρρος, άφησα τή βέργα,
πήρα ένα μολύβι κι έκανα τίς ίδιες κινήσεις. Τέλος, άφησα τό μολύβι κι άρχισα
νά χρησιμοποιώ τό χέρι μου. Είχε επέλθει πλέον ή έξοικείωσις, οπότε τόν έβγαζα
έξω άπ' τό κλουβί κι ανέβαινε πάνω στόν ώμο μου. Κάναμε περίπατο μαζί στό
διάδρομο. Άλλά κι όταν καθόμουνα νά φάω, ερχότανε καί τρώγαμε μαζί. Τοΰ έδινα λίγο
μήλο κι ερχόταν δίπλα μου καί τό έτρωγε. "Ομως τόν έχάσαμε. Κάποια μέρα
είχε έλθει ένας παπάς μέ πολλά παιδιά καί τά παπαδοπούλα άνοιξαν τό κλουβί κι ό
παπαγάλος έφυγε.
Έπειτα άπό καιρό μάς
έφέρανε άλλον παπαγάλο, αυτόν πού έχομε τώρα. Άγριος κι αυτός, Οπως καί ό
πρώτος. Μέ τόν ίδιο τρόπο, απαλά καί μέ τήν ευχή, τόν ημέρεψα κι αύτόνε. Άρχισε
σιγά σιγά νά λέει διάφορες λέξεις, νά φωνάζει ονόματα, νά βγαίνει έξω άπ' τό κλουβί
του, νά στέκεται πάνω μου, νά τρώει μαζί μου. Τό κλουβί του έχει συρτή.
"Οταν βγαίνει έξω, έγώ τοΰ αμπαρώνω τό σύρτη καί στέκεται πάνω άπ' τό κλουβί.
"Οταν θέλω νά ξαναμπεί πάλι μέσα, μ' ένα νεύμα μου τοΰ δείχνω νά κατεβεί
καί νά μπεί μέσα. Τότε πηγαίνει, ανοίγει τό σύρτη καί μπαίνει μές στό κλουβί.
Είναι εγωιστής, όμως, καί θέλει νά τόν προσέχεις, νά τοΰ μιλάεις μέ γλυκύτητα,
νά μήν τόν περιφρονείς. Ζηλεύει ιδιαιτέρως, γι' αυτό δέν θέλει νά μιλάεις σ'
άλλον, οΰτε ν' άγαπάεις άλλον. Αλλιώς θυμώνει πολύ. Τώρα πού έχομε αποκτήσει
μεγάλη φιλία, έμαθε όχι μόνο λέξεις καί ονόματα, άλλά λέει καί τήν ευχή: «Κύριε
Ίησοΰ Χριστέ, έλέησόν με». Λέει επίσης: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη
Μαρία, ό Κύριος μετά Σοΰ», «Ό Θεός είναι καλός», «Ό Θεός είναι πολύ καλός»,
άλλά καί ψάλλει τό «Κύριε έλέησόν» κ.ά.
Τώρα θέλω νά εξημερώσω
κι έναν αετό. Τόν έχω βρεί στή βόρειο Εύβοια. Εκεί πού πηγαίνω καί
ξεκουράζομαι, λίγο πιό πάνω, βρήκα ένα μέρος, πού τό ονόμασα «αετοφωλιά». Αυτό
τό όνομα δέν τό έδωσα τυχαία. Είναι πολύ δύσκολο νά φθάσεις εκεί. Κατσάβραχα
είναι καί κάτω απλώνεται τό Αιγαίο. "Οταν ή ατμόσφαιρα είναι καλή, άπό κεί
φαίνονται τά Καυσοκαλύβια τοΰ Αγίου "Ορους.
Μιά μέρα είδαμε εκεί
έναν αετό μέ ανοικτά τά φτερά του δυόμισι μέτρα. Θηρίο! Περιεφέρετο πάνω μας μέ
ήσυχο τρόπο, χωρίς νά παίζει καθόλου τά φτερά του. Κατέστρωσα ένα σχέδιο: Οπως
εξημέρωσα τόν παπαγάλο, νά εξημερώσω καί τόν αετό. Καί τό πιστεύω ότι μέ τή
βοήθεια τοΰ Θεοΰ θά γίνομε φίλοι μέ τόν αετό. Θά τό κάνομε μ' έναν άγιο τρόπο.
Θέλουν καί τά πουλάκια τρόπους τοΰ Θεοΰ, γιά νά προσεύχονται. Τούς αρέσει τό
διάβασμα. Στόν αετό αρέσει καί τό κρέας.
Σκέπτομαι, λοιπόν, νά
πάμε μέ δύο ακόμη στό βράχο πρωί πρωί. Στήν άρχή θά κάνομε νοερά προσευχή. Στή
συνέχεια, θά διαβάσομε δυνατά ορισμένους ψαλμούς τοΰ όρθρου. Μετά θά ψάλλομε
μερικούς ύμνους, αίνους κ.ά. Τήν ίδια ώρα θά βάλομε καί λίγο θυμίαμα. Πολύ
σπουδαίο ρόλο θά παίξουνε καί οί ψαλμωδίες άλλά καί ή μυρωδιά άπ' τό λιβάνι. Τό
λιβάνι είναι άρωμα σεμνό, πού ημερεύει. Θά πάρω κι ένα ξύλο ξερό, μακρύ,
ενάμισι μέτρο κι ένα άλλο μικρό καί θά χτυπάω τό τάλαντο, όπως τό χτυπάνε στά
μοναστήρια: τό τά-λα-ντο, τό τά-λα-ντο, τό τά-λα-ντο, τό τά-, τό τά-, τό
τά-λα-ντο κ.λπ. Κάθε τόσο θά φωνάζω: «Ίωάννηηη!!... Ίωάννηηη!!...». Αυτό τό
όνομα θά του δώσω.' Εν τω μεταξύ θά έχομε μαζί μας κρέας ψητό. Κομματάκια
κομματάκια θά τ' άφήσομε στό βράχο καί θ' απομακρυνθούμε περίπου διακόσια
μέτρα. Άπ' αύτη τήν απόσταση θά τόν αντικρίζω καί θά λέω τό «Κύριε Ιησού Χριστέ,
έλέησόν με» καί σέ λίγο οπωσδήποτε ό αετός θά κατεβεί καί θά φάει τό κρέας.
Τήν άλλη μέρα θά
κάνομε τό ίδιο.
Ό αετός θά περιφέρεται
πάνω μας καί, μόλις τελειώσομε τό πρόγραμμα, αυτός θά κατεβεί κάτω καί θά φάει
τό κρέας. Μιά, δυό, τρείς, πάει! Δικός μας ό αετός! "Οποια ώρα θά χτυπάμε
τό τάλαντο, θά έρχεται νά τρώει τό κρέας. Θά τόν κατεβάζω κάτω, Οποια ώρα θέλω.
Σιγά σιγά θά ημερέψει καί θά μπορέσω νά πάω νά τόν πιάσω. Δηλαδή μπορεί νά μέ
κάνει κομμάτια. Αυτός είναι θηρίο! Τά πόδια του τεράστια. "Ετσι καί
καθίσει στόν ώμο σου, θά σοΰ τόν καταφάει, έστω κι άν δέν έχει κακία. Άλλά
υπάρχει τρόπος. Θά πάρω τό μπαστούνι τοΰ Αγίου Γερασίμου καί θά τοΰ τό βάλω
πάνω στή ράχη του δύο φορές καί θά φωνάξω συγχρόνως: «Ίωάννηηη!!...
Ίωάννηηη!!...». Τοΰ έδωσα ώραΐο όνομα. Είναι τό σύμβολο τοΰ Αγίου Ιωάννου τοΰ
Θεολόγου. Τήν άλλη μέρα πού θά ξανάρθει, μόλις φάει τό κρέας, θά περάσω τό
μπαστούνι στή ράχη του τρεις φορές. Τήν άλλη μέρα τέσσερις. Τήν άλλη πέντε
φορές. Τήν άλλη μέρα θά προχωρήσω στό λαιμό του. Τήν άλλη θ' αρχίσω άπ' τό
κεφάλι μέχρι τήν ουρά. Καί τήν άλλη άπ' τό στόμα του καί τό λαιμό του μέχρι
καί πιό κάτω. Τό ίδιο καί τήν άλλη καί τήν άλλη, ώσπου νά πιάσομε φιλία. Όποτε
μετά θ' απλώσω τό χέρι μου στό κεφάλι του, στά φτερά του, στή ράχη του καί θά
κάνω ό,τι έκανα πρώτα μέ τό μπαστούνι. Άλλά χρειάζεται προσοχή, γιατί είναι
επικίνδυνο. 'Άν κάτι θελήσει νά πιάσει, θά σέ φάει μέ τά φοβερά του νύχια.
Σιδερένια είναι τά νύχια του. Μπορεί νά σέ καρφώσει, καί μόνο άν μυρίζεις άπό
κρέας. Άλλά ό αετός είναι πολύ έξυπνος, βασιλιάς, δραστήριος. Αμα τό κάνομε
αυτό, θά δούμε πραγματικά τήν χάρι καί τήν επίσκεψη τοΰ Θεοΰ. Νά σάς πώ καί
κάτι άλλο.
Ήλθε κάποια φορά μιά
γυναίκα, ή κυρα-Λένη, έκεΐ στήν έρημο πού πηγαίνω, στήν βόρειο Εύβοια, καί μού
έφερε τά γίδια της. Μού είπε έκεί πού ήμουν, στό τσιμέντο:
Μπορείς νά κάνεις μιά
προσευχή γιά τά γίδια μου, γιατί δέν πάνε καλά;
Σηκώθηκα πάνω. Ήλθαν
μόνα τους, δέν μού τά έφερε. Άπλωσα τά χέρια μου καί διάβαζα ευχή. Ήταν όλα
κοντά μου, σηκώσανε τά κεφαλάκια τους καί μέ κοιτάζανε. "Ενας τράγος
ζύγωσε κοντύτερα. "Εσκυψε, μοΰ φίλησε τό χέρι. Ήθελε νά τόν χαϊδέψω. Τόν
χάιδεψα, ευχαριστήθηκε. Μέ τριγυρίσανε όλα καί κοιτάγανε κατά πάνω. Μέ κοιτάγανε
στό πρόσωπο. Τά ευλογούσα. 'Εγώ μιλούσα, έκανα προσευχή.
Κάποτε είχαμε ένα
σκυλί. Άμα μ' έβλεπε έξω, ερχόταν, πάπ!, μοΰ φιλούσε τό χέρι, μέ γέμιζε σάλια
κι έφευγε, γιά νά μήν τό μαλώσω.
(Απομαγνητοφωνημένοι λόγοι του Αγίου γέροντος Πορφυρίου
Καυσοκαλυβίτου)