Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

☦ «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φι­λῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,3)

Οποιος, ἀγαπητοί μου, ἀκούσῃ τὰ λόγια αὐ­­τὰ τοῦ εὐαγγελίου, μπορεῖ νὰ σκανδαλισθῇ, νὰ νομίσῃ ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε ἐναν­τί­ον τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας, τῶν γονέων, τῶν παιδιῶν. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῶν λόγων αὐ­τῶν τοῦ Κυρίου εἶνε πολὺ διαφορετικό. Θὰ προσπαθή­σω νὰ δώσω τὴν ὀρθὴ ἔννοιά τους σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν ἀνοίξουμε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἁγία Γρα­φή, θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Κύριος εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θέσπισε τὸ θεσμὸ τῆς οἰκογενείας. Αὐ­τὸς ἔ­φτειαξε τὰ δύο φῦλα, «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίη­σεν αὐτούς» (Ματθ. 19,4. Μᾶρκ. 10,6), δημιούργησε τὸν ἄν­τρα καὶ τὴ γυναῖκα. Αὐτὸς ἕνωσε τὸ πρῶτο ἀν­τρόγυνο καὶ εἶπε «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γέν. 1,28· 9,1,7). Αὐτὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ σέβωνται οἱ ἄνθρωποι τοὺς γονεῖς· «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου…» (Ἔξ. 20,12. Δευτ. 5,16).

Κι ὅταν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ, πολλὲς φορὲς τίμησε τὴν οἰκογένεια. Γεννήθηκε ἀπὸ κόρη παρθένο γιὰ νὰ τιμή­σῃ τὴν παρθενικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀρραβωνιασμέ­νη γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸ γάμο· γεννήθηκε ὡς βρέφος γιὰ νὰ εὐλογήσῃ τὴ γέννησι τῶν παιδιῶν. Καὶ ὅ­ταν κατόπιν βγῆκε στὸ δημόσιο βίο, τὸ πρῶτο θαῦ­μα του τὸ ἔκανε στὸ γάμο τῆς Κανᾶ, ὅπου ἔ­κανε τὸ νερὸ κρασί. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὰ παιδιά, τὰ εὐ­λό­γησε καὶ εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με…» (Μᾶρκ. 10,14). Καὶ ὅταν πάνω στὸ σταυρὸ μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους ἔσβηνε ὅπως σβήνει τὸ καν­τήλι, δὲν λησμόνησε τὴ Μη­τέρα του, ἀλ­λὰ φρόντισε γι᾽ αὐτὴν καὶ εἶπε στὸν Ἰωάν­νη «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»· κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐ­κείνη ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης παρέλαβε τὴν Παν­αγία ὑπὸ τὴν προστασία του (Ἰω. 19,27).
Δὲν εἶνε ἑπομένως ὁ Χριστός μας ἐναντίον τῆς οἰκογενείας. Τότε λοιπὸν τί νόημα ἔχουν τὰ λόγια του «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐ­μὲ οὐκ ἔ­στι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑ­πὲρ ἐ­μὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37); Σημαίνουν τὸ ἑξ­ῆς. Ὅτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀγαπητά μας πρόσω­πα πρέπει νὰ ἔχουμε αὐτόν.

* * *

Γιατί; Διότι αὐτὸς μᾶς ἀ­γάπησε ἀπείρως πε­ρισσότερο κι ἀπὸ τὴ μάνα κι ἀπὸ τὸν πατέρα κι ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γιά σκεφτῆτε. Ἀφοῦ μᾶς δη­μιούργησε ἀ­πὸ τὸ χῶμα, μᾶς ἔδωσε τὸ νοῦ, τὴ θέλησι, ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως. Αὐτὸς φρόντισε νὰ μᾶς βάλῃ ἐπάνω σ᾿ αὐτὸ τὸν θαυ­μάσιο πλανήτη, αὐτὸς «ἐποίη­σε πάντα τὰ ὡ­ραῖα τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73,17). Εἶνε μικρὸ τὸ ὅτι μό­νο ἡ Γῆ –ἀπ᾽ ὅ,τι λένε μέχρι στιγμῆς οἱ ἀστρο­νό­μοι– εἶνε κατοικία κατάλληλη γιὰ τὸν ἄν­θρωπο; Στὴ σελήνη ἀέρας δὲν ὑπάρχει, οἱ ἀ­στροναῦτες χρειάζον­ται φιάλες. Ἐδῶ λοιπὸν ἔ­φτειαξε ὀξυγόνο, νερά, πηγὲς καὶ ποτάμια, θά­­λασσες καὶ ὠκεανούς, φυτὰ καὶ ζῷα. Ὅ­πως τὸ ψάρι κολυμπάει στὴ θάλασσα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπὸ αὐτήν, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς κολυμπᾶμε σ᾽ ἕναν ὠκεανὸ θείων εὐεργεσι­ῶν.

Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαντλεῖται σ᾽ αὐτά· προχωρεῖ ἀκόμη πιὸ πέρα, μολονότι δὲν τὸ αἰσθανόμεθα ὅσο πρέπει. Χριστέ, σ᾿ εὐ­χαριστοῦμε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά· ἀλλὰ πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ εἶνε τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Ποιά εἶνε τὰ πνευματικά; Δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· καὶ ὅποιος αὐ­τὰ δὲν τὰ αἰσθάνεται, Χριστιανὸς δὲν εἶνε. Ποιά εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς εὐεργεσίες; Γιὰ νὰ τὴν παραστήσω ἔπρεπε νά ᾿χω γλῶσσα ἀγγέλου καὶ ἀρχαγγέλου, γλῶσσα Χρυσοστόμου. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ; Ὅτι κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ταπεινώθηκε, φόρεσε ροῦ­χα ζητιάνου αὐτὸς ὁ Βασιλιᾶς ὅλου τοῦ κόσμου, ὅ­τι ἀγκάλιασε τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, κι ὅτι ἀνέβηκε στὸ σταυρὸ καὶ ἔχυσε σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὸ πανάγιό του αἷμα, ἄνοιξε τὶς φλέβες του καὶ ῥάντισε ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Θυσιάστηκε γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό, ἔσχισε τὰ γραμμάτια τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας, αὐτὸς εἶνε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω.1,29). Κι αὐτά, ἐνῷ ἤμασταν ἀνάξιοι τῶν εὐεργεσι­ῶν του κ᾽ ἔπρεπε ἡ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς κατα­πιῇ γιὰ τὶς ἀσέβειές μας. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄν­των ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (῾Ρωμ. 5,8).

Ὅλα λοιπὸν ὅσα ἔχεις, στὸ Χριστὸ τὰ ὀφείλεις· τὰ μάτια ποὺ βλέπεις, τ᾿ αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦς, τὴν καρδιὰ ποὺ χτυπάει· ἂν ἔχῃς μάνα, ἂν ἔ­χῃς γυναῖκα πιστή, ἂν ἔχῃς ἄντρα φιλότιμο κ᾽ ἐργατικό, ἂν ἔχῃς ἀγγελούδι στὴν κούνια, ἂν ἔχῃς μεγάλα παιδιὰ ποὺ προοδεύουν, ἂν ἔχῃς πατρίδα ἐλεύθερη, ὅλα αὐτὰ τά ᾿χεις ἀπ᾿ τὸ Χριστό. Ἂν εἶσαι εὐγνώμων, ἂν ἔχῃς αἴσθημα καὶ καρδιά, ἀγάπησέ τον πάνω ἀπὸ κάθε τι. Αὐ­τὸς γιὰ σένα εἶνε τὸ πᾶν, εἶνε «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος», ἡ «ἀρχὴ» καὶ τὸ «τέλος» (Ἀπ. 21,6· 22,13).

* * *

Καὶ ὅμως κουκούτσι ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ἔ­χουμε. Τρέχουν τὰ μάτια μας ὅταν ἀκούσου­με τὸ ὄνομα τῆς μάνας μας, χτυπάει ἡ καρδιά μας ὅταν ἀκούσουμε ὀνόματα ἄλλων προσώπων, ἀλλὰ δὲν συγκινούμεθα ὅταν ἀκοῦμε τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», τὸ ὄνομα τοῦ «Κυ­ρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. 2,9-11). Τί μᾶς λένε ὅμως οἱ ἅγιοι Πάντες· Εἶνε ἁμαρτία, μεγάλη ἁ­μαρτία, ν᾿ ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ λιγώτερο ἀπὸ κά­τι ἄλλο. Ἂν ἀγαπᾷς τὸ Χριστὸ λιγώτερο ἀπὸ κάποιο ἄλλο πρόσωπο ἢ πρᾶγμα, δὲν εἶ­σαι δίκαιος. Αὐ­τὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.

Καὶ ἐκφράζεται ἔτσι ὁ Χριστός, γιατὶ συμβαίνουν παράδοξα περιστατικά. Ὁ πατέρας π.χ. πιέζει τὸ παιδί του νὰ μὴν πηγαίνῃ στὴν ἐκ­­κλησία ἢ στὸ κατηχητικὸ ἢ στὴν ἐξομολόγησι, ἐνῷ τ᾿ ἀφήνει ἐλεύθερο νὰ πηγαίνῃ σὲ παι­χνίδια διασκεδάσεις καὶ θεάματα· ἡ μάνα δὲν ἀφήνει τὴν κόρη της νὰ διαβάζῃ Εὐαγγέλιο καὶ θρησκευτικὰ βιβλία ἢ νὰ συχνάζῃ στὴν ἐκ­κλησία καὶ νὰ κάνῃ προσευχὴ καὶ νηστεία, τὴ σπρώχνει ὅμως σὲ ἄνομες σχέσεις, στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά. Ἂν λοιπὸν ἕνα παιδὶ ἢ μιὰ κόρη ἔχῃ τέτοιους γονεῖς, τότε τὸ εὐαγγέλιο συνιστᾷ· Μὴν τοὺς ἀκοῦς, προτίμησε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, φύλαξε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες ποὺ ἑορτάζουν σήμερα.
Ἂν διαβάσουμε τοὺς βίους τῶν ἁγίων, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά, ἀγάπησαν τὴ μάνα τους, τὸν πατέρα τους, τὰ παιδιά τους, τὶς γυναῖκες τους, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἴσον ἀγάπη, ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀγάπησαν τὸ Χριστό. Διαβάστε τὸν βίο π.χ. τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Ἦταν μιὰ κοπέλλα μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἀρετές, σωματικὲς καὶ πνευματικές. Ἀλλὰ ὁ πατέρας της μισοῦσε τὸ Χριστό, κι ὅταν ἀντιλήφθηκε πὼς ἡ κόρη του εἶνε Χριστιανὴ ἔκανε σὰ λυσσασμένο σκυλί. Πῆγε ὁ ἴδιος καὶ τὴν κατήγγειλε στοὺς εἰδωλολάτρες, προέτρεπε τὸ δικαστὴ νὰ τὴν τιμωρήσῃ, καὶ πέτυχε νὰ τὴ βάλουν στὴ φυλακή. Ὁ ἴδιος κατόπιν τὴν κυνήγησε πάνω στὰ βουνὰ, καὶ τέλος πῆρε τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ δήμιο καὶ τὴν ἔσφαξε μὲ τὸ χέρι του. Ἀλλὰ ἄνοιξε κάτω ἡ γῆ καὶ ἔπεσε κεραυνὸς καὶ τὸν ἔκανε κάρβουνο. Ἡ ἁγία Βαρβάρα παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶχε τὸ Χριστό.

* * *

Αὐτό, ἀδελφοί μου, ποὺ ἔγινε τὴν ἐποχὴ τῆς ἁγίας Βαρβάρας, γίνεται καὶ σήμερα. Μὴ κορο­ϊδευώμαστε, μὴ ξεγελιώμαστε. Ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχῃ χριστιανοσύνη στὸν κόσμο. «Ἀγάπη» ὑ­πάρχει πολλή, μιὰ ψεύτικη ἀγάπη, ἕνας ἔρωτας χυδαῖος. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ πιὸ βαρύ. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία στὸν κόσμο δὲν εἶνε τὸ ἂν ἔκλεψες ἢ ἐ­πόρνευσες ἢ ἐμοίχευσες κ.τ.λ.· ἡ πιὸ μεγάλη ἁ­­μαρτία εἶνε ὅτι δὲν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό. Τὰ μάτια μας πολλὲς φορὲς κλαῖνε γιὰ πράγματα ἐ­πίγεια, γιὰ τὸ Χριστὸ πόσες φορὲς ἔκλαψαν;

Ἂν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό, ἐμπρὸς ἂς καταπο­λεμήσουμε τοὐλάχιστον τὴ βλασφημία τῶν θεί­ων. Μὴν ἀνέχεσαι νὰ βλασφημῆται τὸ ὄ­νομά του σὺ ὁ ἐργάτης ἀπὸ τὸν προϊστάμενό σου, σὺ ὁ ὑπάλληλος ἀπὸ τὸν τμηματάρχη ἢ τὸν δι­­ευθυντή σου, σὺ ὁ στρατιώτης ἀπὸ τὸν δεκανέα ἢ τὸν ἀ­ξι­ωματικό σου. Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, μέ­σα σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες θὰ εἴ­­χαμε φράξει τὰ στόματα τῶν βλασφήμων.
Ἄχ, Χριστέ, δὲν σ᾿ ἀγαποῦμε. Ἂν βλασφημή­­­σῃ κανεὶς τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα, ἔχει ὀχτὼ μῆ­νες φυλακή· ἐσένα ὅμως σὲ καθυβρίζουν χω­ρὶς νὰ φοβοῦνται συνέπειες. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· μεγάλοι αὐτοί (οἱ βασι­λιᾶ­δες, οἱ πρίγκιπες, οἱ πρωθυπουργοί, οἱ ἀρ­χηγοὶ τῶν κομμάτων…) – μικρός, πολὺ μικρὸς ὁ Χριστός· καὶ μεγάλη ἡ μάνα μας – μικρή, πολὺ μικρὴ ἡ Παναγιά μας. Ἂς ζητήσουμε συγχώρησι.
Νὰ γίνουμε Χριστιανοί. Ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χρι­στό. Νὰ θυσιάζουμε τὴ ζωή μας γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ Πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 5-6-1966

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=66451